Θά χαιρετήσω μέ τήν σειρά μου τήν σημερινή Εσπερίδα, μετά τούς τοπικούς ἄρχοντες καί τούς εκπροσώπους τῆς πολιτικῆς ζωῆς τῆς περιοχής μας. Παλούμπα Πέμπτη 9 Αὐγούστου 2007 βράδυ ἐνώπιον ἐκλεκτῆς συγκεντρώσεως Ἡραιατῶν. Εὑρισκόμεθα στήν καρδιά τῆς Ἡραίας τοῦ 2007[1]. Αὐτομάτως ἐπιζητοῦμε σύνδεσμον μέ τό παρελθόν, τό ἀπώτερον, ἀπό τό ὁποῖον μᾶς χωρίζει ἀβυσσαλέον χάος δυόμισυ χιλιετηρίδων. Καί ποῖος θά γεφυρώση αὐτό τό ἀπίθανον χάσμα;
Μέ τήν συγκατάθεσι τοῦ ἀκροατηρίου θά προσπαθήσω νά δημιουργήσω μερικούς σταθμούς μετά τά ὅσα γνωρίζομε ἀπό τούς Μυθικούς καί Ἀρχαίους χρόνους. Ἀναζητώντας ἐν πρώτοις τά γνωστά στοιχεῖα τῆς ἀκμῆς τῆς ἀρχαίας πόλεως Ἡραίας, ὀφείλω νά ἐξηγήσω τό τέλος τοῦ Ἀρχαίου Κόσμου καί νά ρίψω μερικές ἀκτῖνες φωτός ἐφεξῆς, γιά νά συνδεθοῦμε μέ ὅσα συνέβησαν, ὕστερα ἀπό τήν μεγάλη παρακμή κατά τούς δύο τελευταίους προχριστιανικούς αἰῶνες καί ἀκολούθως κατά τούς πρώτους χριστιανικούς.
Ἡ προϊοῦσα παρακμή κυριώτατα συνετελέσθη κατά τήν περίοδον τῆς κατακτήσεως τῆς Ἑλλάδος ἀπό τούς Ρωμαίους καί συνεχίσθη μετά τήν ἀπομάκρυνσιν αὐτῶν μέχρις ὀργανώσεως τοῦ Μεσαιωνικοῦ Βυζαντινοῦ κράτους. Στίς ἐνδιάμεσες μεγάλες μεταβολές μποροῦν νά τεθοῦν μερικοί σταθμοί μέ σύντομον κατατοπιστικόν λόγο, γιά νά συνεχισθῆ ἡ ταχεῖα ἐν χρόνῳ καί τόπῳ περιήγησις μέχρι τήν εἰκόνα 2007.
Γιά τήν ἀρχαία πόλι Ἡραία πληροφορίες λαμβάνομε ἀπό τόν Παυσανία, ὁ ὁποῖος προερχόμενος ἀπό τόν παλαιοαρκαδικόν χῶρον τῆς Ψωρίδος εἰσέρχεται στόν Γορτυνιακόν μέ πρῶτον σταθμόν τήν Θέλπουσα. Μνημονεύει τό ἱερό τοῦ Ἀσκληπιοῦ Καουσίου. Ὁ περιηγητής σπεύδει νά συνδεθῆ μέ τήν μυθολογική παράδοσι. Ἡ πόλις —λέγει— τ’ ὄνομά της ἔλαβε ἀπό ὁμώνυμη νύμφη, κόρη τοῦ ποταμοῦ Λάδωνος, ὁ ὁποῖος περνᾶ δεξιά τοῦ Ἀσκληπιοῦ παιδός κοντά στό μνῆμα τῆς Τριγόνος. Γι’ αὐτήν ὑπῆρχε παράδοσις πώς ἦταν τροφός τοῦ Ἀσκληπιοῦ νηπίου ἐκτεθειμένου στήν Θέλπουσα. Στόν Λάδωνα χύνεται ὁ ποταμός Τουθόας, ὅπως ἀναφέρει ὁ Παυσανίας, προσθέτοντας ὅτι ἡ τοποθεσία Τουθόα ἀποτελοῦσε τά ὅρια Θέλπουσας – Ἡραίας. Στό σημεῖον ὅπου ὁ Λάδων χύνεται στόν Ἀλφειό δημιουργεῖ τό λεγόμενον ἀπό τούς Ἀρκάδες Πεδίον καί εὐθύς ὁ ξένος ἐκφράζει τόν θαυμασμό του γιά τόν Λάδωνα: «κάλλους ἕνεκα οὐδενός ποταμῶν δεύτερος οὕτε τῶν βαρβαρικῶν ἐστιν οὕτε Ἑλληνος»(Παυσαν. Ἀρκαδικά XXV,13)[2].
Στά μυθικά χρόνια ἀπέδιδαν οἱ κάτοικοι τῆς Ἡραίας τήν ἀρχή τῆς πόλεώς των καί στόν Παυσανία μετέδιδαν ὅτι οἱκιστής ὑπῆρξε υἱός τοῦ Λυκάονος Ἡραιεύς, ἐγγονός τοῦ Πελασγοῦ, καυχώμενοι ὅτι «κεῖται ἡ πόλις ἐν δεξιᾶ τοῦ Ἀλφειοῦ», ὁ ὁποῖος ἀποτελοῦσε τό κόσμημα τῆς πόλεως. Γύρω ἀπό τόν ποταμό εἶχε κτισθῆ μέ λίγες μόνον ἀνηφοριές, ἄλλά πολλές δενδροστοιχίες στούς δρόμους ἀπό μυρσίνες καί ἄλλα δένδρα ἥμερα. Μνημονεύονται τά Λουτρά καί οἱ ναοί στόν Διόνυσο Πολίτην καί Αὐξίτην ἀφιερωμένοι, ἑνῶ ξεχωριστό ὑπῆρχε «οἴκημα, ἔνθα τῶ Διονύσῳ τά ὄργια (οἱ κάτοικοι) ἄγουσι». Ἐξ ἄλλου εὑρῆκε ὁ Παυσανίας ναόν τοῦ Πανός, ἑνῶ τῆς Ἥρας εἶχε ἐρειπωθῆ. Τονίζει ὁ πειηγητής τήν ἐπίδοσι τῶν Ἡραιατῶν στά ἀθλητικά καί μνημονεύει ὅτι ὁ Ἴφιτος ἀνεθέρμανε τήν τέλεσι τῶν Ὀλυμπιακῶν ἀγώνων καί ἠγωνίσθη ὁ ἴδιος ἀγῶνα δρόμου.
Κατά τήν συνήθειά του ὁ Παυσανίας περνᾶ τόν Ἀλφειό καί μέ μικρόν ἄλμα μεταπηδᾶ ἀπό τήν Ἡραία στήν ἀρχαία μικρά Ἀρκαδική πόλι Ἀλιφηρα καί σημειώνει ὅτι οἱ κάτοικοί της μετεκινήθησαν πρός τήν Μεγάλη Πόλι. Γιά τήν Ἡραία ὁ περιηγητής πρίν τήν ἐγκαταλείψη θά συμπληρώση ὅτι εἶχε ἔξοδον πρός Ἠλείαν, καί ὅτι ὁ ἐξερχόμενος ἔχει νά διανύση 15 στάδια, γιά νά διαβῆ τόν Λάδωνα καί μετά ἀπό πορείαν 20 σταδίων θά φθάση στόν Ἐρύμανθο, ὅπου καί τά ὅρια Ἡραίας – Ἠλείας.
Ὁ Ἡραιατικός χῶρος μέ τήν πρός Μεγαλόπολιν ὁδόν συμπληρώνεται μέ πληροφορίες πολύ χρήσιμες, γιά τούς ἐρειπωμένους ἐπί τοῦ Βουφαγίου ὄρους οἰκισμούς, πού μεσολαβοῦν μέχρι πού ὁ ξένος ἀντικρύζει ἀρχαία Γόρτυνα καί ὁδόν πρός Μεγάλην Πόλιν. Μέ βάσι τήν περιγραφή Παυσανία ἐπί τοῦ Βουφαγίου ἔγινε ἀπόπειρα τοποθετήσεως τῶν ἐρήμων Μελαινεῶν στό Παλιόκαστρο. Νομίζω ὅτι τό πόλισμα Βουφάγιον εὑρίσκετο στοῦ Μάρκου, μέ καθορισμόν τοῦ ποταμοῦ Βουφάγου καί τοῦ δικορύφου ὁμωνύμου ὄρους, μέχρι τῶν πηγῶν τοῦ ποταμοῦ καί μέχρι τῶν ὁρίων Ἡραίας – Μεγαλοπόλεως[3].
Ἀπό τά συμφραζόμενα φαίνεται ὅτι ἡ πόλις Ἡραία ἀντιστοιχοῦσε πρός ἕνα ὁμώνυμον ἀνεξάρτητον Ἀρκαδικόν κράτος, πού στά μέσα τοῦ Β΄ μ. Χ. αἰῶνος εὑρίσκετο σ’ ἀκμή. Κατά τό ἀρχαῖον σύστημα οἱ πόλεις ἀποτελοῦσαν κράτη μέ οἰκισμούς κατά κώμας. Μετά τῆς Ἡραίας πόλεως τό κράτος περιελάμβανε τά Λουτρά καί δύο τουλάχιστον κῶμες, τῶν ὁποίων δέν ἀναφέρεται τό ὄνομα, ἀλλ’ ἀφοῦ ἀρχαιολογικά λείψανα περιέχουν πρέπει νά τοποθετηθοῦν στοῦ Κοκορᾶ καί στούς Κακουραίους. Ἀρχαιολογικές ἐνδείξεις ὑπάρχουν καί στήν Στρούζα (σημερινή Ριζοσπηλιά), ἴσως καί σ’ ἄλλα σημεῖα τῆς ἐπί τοῦ Βουφαγίου διαδρομῆς ἀπό Ἡραία μέχρι Γόρτυνα. Πρέπει νά ἐντάξωμε στόν φιλικόν κύκλο τοῦ κράτους τῆς Ἡραίας καί τίς γειτονικές Μελαινεές, ὅπως καί τό Βουφάγιον, τά Μάραθα, πού μνημονεύονται, καί εἴ τις ἄλλος γειτονικός οἰκισμός. Τήν θέσιν τῆς Ἡραίας, καθώς μαρτυροῦν οἱ ἀρχαιολογικές ἔρευνες, κατέλαβε ὁ Ἁγιάννης, ἐννοούμενος μαζί μέ τά Καλύβια — Λουτρά και τίς ἄλλες κῶμες[4].
Ἡ παρακμή τοῦ ἀρχαίου κόσμου ἄρχιζε ἀπό τήν μετακίνησι τῶν λογίων, τῶν φιλοσόφων, τῶν ποιητῶν, τῶν ρητόρων, τῶν νομοθετῶν μετά τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου καί τήν διάδοσι τοῦ Ἑλληνικοῦ Πολιτισμοῦ στήν Ἀνατολή, ὅπου ἱδρύθησαν κέντρα σπουδῶν καί ἐρευνῶν, ἐνῶ ἡ μητροπολιτική Ἑλλάδα παρήκμαζε, γιατί τῆς ἔλειπε ἡ προτέρα πνευματική ἡγεσία καί γιατί ἐφθείρετο μέ τούς ἐμφυλίους πολέμους. Τά ἀνοικτά στρατόπεδα ἀπασχολοῦσαν τούς νέους καί δέν ἀναπαρήγετο ἡ ζωή.
Κατά τούς Ἀλεξανδρινούς χρόνους ἡ Ἑλλάς ἐφθείρετο διαρκῶς καί στά μέσα τοῦ 2ου π.Χ. αἰῶνος ὑπετάγη στούς Ρωμαίους. Τήν ὑποταγή εἶχε προετοιμάσει ὁ Πόλεμος τῶν Ἑλλήνων ἐναντίον Ἑλλήνων. Ὑπό τούς Ρωμαίους ὑπῆρξε καί ἠθική φθορά τῶν ἠθῶν. Στούς μεταξύ τῶν ἡγετῶν τῆς Ρώμης πολέμους μετεῖχαν καί Ἀρκάδες ἑκατέρωθεν. Ὁ Στράβων ἀναφέρει ὅτι ἡ Ἀρκαδία ἦταν τό πλέον παραμελημένο τμῆμα τῆς Πελοποννήσου ὑπό γενικήν ἐρημία.
Ὑπό τίς συνθῆκες γενικῶν δοκιμασιῶν ἡ μεγάλη εἰρηνική ἐπανάστασις κατέκτησε τόν κόσμο, παρά τήν πολεμική τῆς Ρώμης. Στήν Πελοπόννησο ὁ Χριστιανισμός εἰσῆλθε πολύ ἐνωρίς, μέ τό κήρυγμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου στήν Κόρινθο καί μέ τό μαρτύριο τοῦ Πρωτοκλήτου ἀποστόλου Ἀνδρέα στήν Πάτρα. Ἡ Κόρινθος εὐτύχισε νά γνωρίση σοφούς καί δραστηρίους ποιμένας καί ἀπέβη σημαντικό χριστιανικό κέντρον μέχρι τήν Στερεά καί τήν Εὔβοια. Ὑπῆρξαν ἀσφαλῶς ἀντιδράσεις τῶν κατοίκων πιστῶν τοῦ δωδεκαθέου, ἀλλ’ ὁ χρόνος συνειργάσθη μέ τούς ὀργανωτάς τῆς ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας Κορίνθου, ἀφ’ ἧς μάλιστα οἱ Ρωμαῖοι ἀπεμακρύνθησαν. Πότε ἀκριβῶς ἐπεκράτησε ἡ νέα θρησκεία στήν ὕπαιθρο χώρα δέν μαρτυρεῖται, ἀπό τίς ὑπάρχουσες ὅμως ἐνδείξεις πιστοῦται ὅτι ἐν μέρει κατά τόν 4ον αἰῶνα καί ἀσφαλέστερα κατά τόν 5ον αἰῶνα ἡ Ἀρκαδία ἦταν χριστιανική.
Πρέπει νά σημειώσω ὅτι ἐπί αὐτοκράτορος Θεοδοσίου ὁ Χριστιανισμός ἐπεβλήθη ὡς ἐπίσημη θρησκεία τοῦ Ἀνατολικοῦ Ρωμαϊκοῦ κράτους, τό ὁποῖον ὅμως καλά – καλά δέν εἶχε προλάβει νά ὀργανωθῆ καί γιά οὐσιαστικούς λόγους, ἀλλά πρό πάντων γιατί πρό τοῦ τέλους τοῦ 4ου αἰῶνος τό κράτος ἐγνώρισε συνεχεῖς ἐπιδρομές βαρβάρων, πού συνεχίσθησαν καθ’ ὅλον τόν ἑπόμενον αἰῶνα. Ἐξ αὐτῶν ἡ Πελοπόννησος ἐδοκιμάσθη σοβαρά ἀπό τήν ἐπιδρομή τῶν Γότθων. Τό 395 ὁ φοβερός ἀρχηγός των Ἀλάριχος εἰσῆλθε στήν Πελοπόννησο, ὠργίασε κυριολεκτικῶς στήν Λακωνία καί Ἀρκαδία. Ἀναφέρεται ὅτι στήν κοιλάδα τοῦ Εὐρώτα ἀνεμπόδιστος πόλεις καί χωριά ἐλεηλάτοῦσε καί ἔκαιε, ποίμνια ἀπῆγε, αἰχμαλώτους συνελάμβανε. Τό ἑπόμενον ἔτος ἐπανέλαβε τά ἴδια στήν Ἀρκαδία καί Ἠλεία. Διεξήχθησαν μάχες ἀλλά ὁ ἐπιδρομεύς ἀπεχώρησε χωρίς νά ἡττηθῆ, ἀφοῦ εἶχε σκορπίσει συμφορά σ’ ὁλόκληρη σχεδόν τήν Πελοπόννησον[5].
Ὑπό συνεχεῖς δοκιμασίες στόν τόπο μας ὁ Χριστιανισμός ἐκέρδιζε ἔδαφος καί θά μποροῦσε κανείς νά ἰσχυρισθῆ ὅτι ἀνταπόκρισι εὑρῆκε τό κήρυγμα στήν ὕπαιθρο χώρα χωρίς νά διαπιστώνεται, ἀλλά καί στίς σωζόμενες πόλεις μέ πειστικές μαρτυρίες. Πάντως ὁ ταλαιπωρημένος ἄνθρωπος τῶν δυσκόλων καιρῶν ἐπίστεψε στόν Τριαδικόν θεό καί ἔλαβε ἀπάντησι στήν μεταφυσική του ἀγωνία. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Κορίνθου στά διάφορα μέρη ἵδρυσε χριστιανικές Κοινότητες καί αὐτές πληθυνόμενες συγκροτοῦσαν Ἐπισκοπές. Στήν Ἀρκαδία μαρτυροῦνται τέσσαρες Ἐπισκοπές. Τεγέας, Μαντινείας, Μεγαλοπόλεως καί Θελπούσης. Ἀκριβῶς μέσα στόν 5ον αἰῶνα ἡ Γορτυνία ἦταν πλέον ἐξ ὁλοκλήρου χριστιανική μαρτυρουμένη[6].
Οἱ πρῶτοι χριστιανοί ἠσθάνθησαν τήν ἀνάγκη τῆς ὁμαδικῆς προσευχῆς σέ συγκεκριμένον χῶρο. Καί οἱ Κοινότητες ἀπέκτησαν ναούς. Δέν μαρτυρεῖται τό γεγονός ἀπό φιλολογικές πηγές, οὔτε ἀπό συστηματικές σκαφικές ἔρευνες. Ἐν τούτοις ἱδρύθησαν παλαιοχριστιανικές βασιλικές καί μᾶς εἶναι γνωστές στήν Τεγέα περισσότερες τῆς μιᾶς, στήν Μαντίνεια, στήν πόλι τῶν Καφυῶν (σημερινή Χωτοῦσα), στό Παλλάντιον, στό Μεθύδριον (σημερινή Νεμνίτσα)[7], στήν Θέλπουσα[8] καί πιθανώτατα στήν Ἡραία καί ἀλλοῦ. Καί ἱδρύθησαν οἱ παλαιοχριστιανικές βασιλικές ἐπί τῶν ἐρειπίων τῶν εἰδωλολατρικῶν ναῶν, σχεδόν κατά κανόνα.
Ἡ παροῦσα ἀναδρομή ἐξ ἐπόψεως χρόνου ἔχει εἰσέλθει στόν Μεσαίωνα, μέ τό Ἀνατολικό Ρωμαϊκό κράτος ἀνοργάνωτο στ’ ἀκραῖα σημεῖα τῆς ἐπικρατείας. Νομίζω ὅτι προτρέχει ἡ ὀργάνωσις τῆς Ἐκκλησίας καί ἄς μή φαίνεται. Ἡ Ἐκκλησία ἦταν ἠθικός θεσμός χρήσιμος στήν αὐτοκρατορία τοῦ Βυζαντίου καί ἡ πολιτεία συνεργάζεται μέ τήν Ἐκκλησία. Ἀλλά στήν ἔλλειψι μαρτυρουμένης πολιτικῆς ζωῆς ὕστερα ἀπό τό γεμάτο κενά τέλος τοῦ ἀρχαίου κόσμου, οἱ ἐκκλησιαστικές εἰδήσεις προσλαμβάνουν ἰδιαίτερο νόημα. Μέ τήν ἐπικράτησι τοῦ Χριστιανισμοῦ στήν περιοχή μας συμπορεύεται ἕνα ἄλλο ἄσχετον ἀλλά σχετικόν φαινόμενον ὑπό μορφήν προβλήματος. Ἡ μεσολαβοῦσα Σλαβική ἐποίκησις στά τέλη τοῦ 6ου αἰῶνος, ἡ ὁποία ἐμποδίζει τήν παρακολούθησι τῆς παρουσίας τῆς Ἐκκλησίας στόν χῶρο μας. Οἱ ἀκόλουθοι χρόνοι, τρεῖς περίπου αἰῶνες, 7ος, 8ος, 9ος, περιβάλλονται μέ σιωπή, καλούμενοι Σκοτεινοί χρόνοι. Μία ἐκκλησιαστική φωτεινή ριπή δημιουργεῖται στό ἔτος 967 μέ τήν ἵδρυσι τῆς μονῆς Φιλοσόφου. Τό γεγονός εἶναι ἐκκλησιαστικό, εἶναι σαφής παρουσία μνημείου, ἀλλά καί σταθμός, ἀποτελεῖ στοιχεῖον καί τῆς πολιτικῆς ζωῆς, ὅπως θά δοῦμε παρακάτω. Πάντως εὑρισκόμεθα στόν περίγυρο τῆς Ἡραίας.
Ἀπό τά Βορειότερα τῆς Βαλκανικῆς ἐξεκίνησαν οἱ νομάδες Σλάβοι, πού ἐπέρασαν εἰς μικρές ὁμάδες στήν Πελοπόννησο κατά τά τέλη τοῦ 6ου αἰῶνος, χωρίς νά εὑρίσκουν ἐμπόδια. Ἡ κάθοδος τῶν ἐποίκων ἦταν εἰρηνική καί ἐκ πρώτης ὄψεως γραφική. Ἀνά 2-3 οἰκογένειες ἐσχημάτιζαν μικρά καραβάνια καί ἥσυχα ἀναζητοῦσαν τόπον ἐγκαταστάσεως. Στά καραβάνια εἶχαν φορτώσει τίς οἰκοσκευές καί τά ἐργαλεῖα τῆς δουλειᾶς, ἐνῶ ἀκολουθοῦσαν τά ποίμνια καί τά μέλη τῆς οἰκογενείας μέ κοπιαστική πεζοπορία. Δέν ἐνοχλοῦσαν κανένα καί χωρίς νά ἐνοχλοῦν κανένα ἐσκόρπισαν εἰς διάφορα μέρη τῆς Πελοποννήσου, προτιμώντας τά ὀρεινά καί ἀπόμερα, ἀρκεῖ νά εἶχαν νερό, δένδρα, γῆ γιά καλλιέργεια καί βοσκή τῶν ποιμνίων. Ἡ Γορτυνία ἐδέχθη κατά προτίμησιν ἀρκετούς ἐποίκους, ἀφοῦ ἄλλως τε ὁ τόπος ἐν πολλοῖς ἦταν ἔρημος[9].
Παρακολουθώντας τόν ροῦν τοῦ Λουσίου ἀπό τήν Καρκαλοῦ συναντοῦμε χωριά μέ σλαβικό ὄνομα, εἴτε κατοικοῦνται ἀκόμη σήμερα, εἴτε ἀπέμειναν ἁπλά τά τοπωνύμια. Ἀρτοζῖνος, Σβόρνα, Μαλάσυβα, Δραΐνα, Ἐρβίτζα, Ράδου, Σέρβου, Βαλτεσινίκο, Ζυγοβίστι, Στεμνίτσα (καί βουνό Κλινίτσα μέ μικροτοπωνύμιον Γαρδαλεβός), Μουλάτσι, Ἐγκλένοβα, Στρούζα, Ζέρζοβα, Τρεστενά, Βλόγκος, Ζάτουνα, Ἀράχωβα,. Ὑπάρχουν σλαβικά καί στήν ἐξεταζομένη περιοχή, Μπέλεσι, Μπέτσι, Μπρατίτσα. Τό Βουφάγιον ὄρος ἔλαβε τ’ ὄνομα Ἐχτίχοβα (κορυφή του καί ἄλλη κορυφή Ἔλοβα). Ἡ κατάλησξις –οβα στά Σλαβικά σημαίνει τόπος καί κατά τό πλεῖστον τά ὀνόματα πού ἐδόθησαν στούς οἰκισμούς ἐμπνέονται ἀπό τήν περιβάλλουσα φύσι (ξερότοπος, δασώδης, πουρνάρια, πετρῶδες, ἀνώμαλο, κοντά στό Ποτάμι, ἀπέναντι στήν Ράχη, μέσα στό Ρέμα, στόν Βράχο, στό λιμνῶδες ἔδαφος, στό ἴσιωμα, στίς καρυδιές κλπ.). Μέ τήν ἐποίκησι ἡ ἔρημη Γορτυνιακή περιοχή ἔπαυσε νά εἶναι ἔρημη, ἐγέμισε πάλι ὁ τόπος ἀπό ἀγρότες καί βοσκούς. Τά παρακάτω δέν παρακολουθοῦνται ἐν χρόνῳ, ἀλλά βέβαιον εἶναι ὅτι ἐντόπιοι καί ἔποικοι ἔζησαν μαζί εἰρηνικά.
Τό ἐπεισόδιον τῶν Πατρῶν ὡδήγησε τούς Βυζαντινούς αὐτοκράτορες νά λάβουν μέτρα τυχόν ἐξεγέρσεων τῶν Σλάβων στήν ἐνδοχώρα τῆς Πελοποννήσου μέ στενή συνεργασία τῆς Ἐκκλησίας. Μνείας ἄξιον εἶναι ὅτι στήν Λακωνική καί Μεσσηνιακή περιοχή ἀνέπτυξε ὁ περίφημος ἀναμορφωτής τοῦ μοναχικοῦ βίου Νίκων ὁ «Μετανοεῖτε». Ἀλλά καί πρῶτος ὁ αὐτοκράτωρ Νικηφόρος Α΄ φαίνεται ὅτι μετέφερε πληθυσμούς ἀπό ἄλλα μέρη, τούς ἐγκατέστησε στίς ἐγκαταλελειμμένες πόλεις τῆς Ἀρχαιότητας καί ἐδημιουργήθη νέον παρόν, μ’ ἐνίσχυσιν πάντοτε Πολιτείας – Ἐκκλησίας κατά τήν διάρκειαν τοῦ 9ου αἰῶνος. Ἔτσι στήν περιοχή μας ἀνεστήθησαν ἀρχαῖες πόλεις μέ νέα ὀνόματα, στήν θέσι τῆς Τεύθιδος ἡ Δημητσάνα, στήν θέσι τῆς Γόρτυνος ὁ Ἀτζίλωχος, στήν θέσι τοῦ Βουφαγίου τοῦ Μάρκου, στήν θέσι τῆς Ἡραίας ὁ Ἁγιάννης[10]. Τήν πόλι τῶν Πατρῶν ἐτίμησαν μέ προαγωγή τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς εἰς Μητρόπολιν τό 804 καί τοῦτο συνετέλεσεν ὥστε νά καταστῆ πολιτικό καί θρησκευτικό κέντρον τῆς Νοτιωτέρας Πελοποννήσου. Τῆς μεταβολῆς τῶν πραγμάτων χαρακτηριστικόν δεῖγμα γιά τήν δραστηριότητα Πολιτείας – Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἵδρυσις τῆς Μονῆς Φιλοσόφου.
Καιρός νά προσγειωθοῦμε ἐπί Γορτυνιακοῦ καί εἰδικώτερα Ἡραιατικοῦ ἐδάφους. Ἀναφερόμεθα ἐκ νέου στήν μεσαιωνική Θέλπουσα, μέ μνημονευομένη Ἐπισκοπή Θελπούσης καί Παλαιοχριστιανικές βασιλικές ἐντός τοῦ 5ου καί 6ου αἰῶνος, ὅπως ἐπιβεβαιώνουν τά μνημεῖα, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης καί ἡ Παναγία τῆς Βάναινας[11]. Ἀποδίδω ἰδιαιτέρα σημασία στόν οἰκισμό πού κατέλαβε τήν θέσι τῆς ἀρχαίας Ἡραίας, μέ τ’ ὄνομα Ἁγιάννης, διότι νομίζω ὅτι συγχρόνως ἐλατρεύθη στίς δύο γειτονικές ἀρχαῖες πόλεις ὁ Τίμιος Πρόδρομος καί εἰς μέν τήν Θέλπουσα ἀπέμεινε ἐπί τοῦ ἐδάφους ἡ παλαιοχριστιανική πρός τιμήν τοῦ βαπτιστοῦ βασιλική, εἰς δέ τήν Ἡραίαν αὐτό τοῦτο τό νέον ἁγιωνυμικόν τοπωνύμιον, πρᾶγμα πού δέν ἀπουκλείει κάτω ἀπό κάποιο σημεῖον τοῦ ἐδάφους στόν Ἁγιάννη νά κρύπτωνται τά θεμέλια παλαιοχριστιανικοῦ ναοῦ.
Τείνω νά πιστεύω ὅτι κατά τούς Μεσοβυζαντινούς χρόνους ἔχει ἀναζωογονηθῆ ἡ ζωή ὑπό Βυζαντινόν καθεστώς στήν ἐξεταζομένη καί τήν εὐρυτέρα Γορτυνιακή – Ἀρκαδική περιοχή. Ἐπιμαρτυροῦν τά μνημεῖα πέρα τῶν φιλολογικῶν πηγῶν, τά μνημεῖα τῆς Καρύταινας καί ἡ Μονή Φιλοσόφου καί ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας στήν ἀρχαία Γόρτυνα. Μέ τ’ ὄνομα Ἀτζίλωχος πλέον. Ἐπίσης ἐπικουροῦν καί τά μνημεῖα τῆς Ἡραίας, ἐντός πάντοτε τῆς ἰδίας περιόδου, ἀλλά καί μέ ὅσα εἶναι γνωστά κατά τήν μεταφραγκικήν περίοδο στόν ἐξεταζόμενον εὐρύτερον χῶρο.
Ἐπαναλαμβάνεται ὅτι ὡς πόλις ἡ Ἡραία νοεῖται μέ τίς γύρω κῶμες καί οἰκισμούς της. Ἑπομένως γιά τήν βυζαντινή πόλι, τόν Ἁγιάννη, μᾶς πληροφοροῦν καί τά Λουτρά. Στό γνωστόν γραφικόν ὕψωμα τῆς ἀρχαίας πόλεως οἱ χριστιανοί κάτοικοι ἔκτισαν ναόν πρός τιμήν τῆς Παναγίας ἀνάμεσα σέ πυκνή βλάστησι. Ὁ ναός, ἀνακαινισμένος σήμερα δέν διατηρεί τήν ἀρχική του μορφή. Ἀλλά διετηρήθησαν τμήματα τῆς ἀρχικῆς τοιχοποιίας μέ κεραμοσκεπῆ δίκλινη στέγασιν. Στήν Ἀνατολική πλευρά διεσώθησαν οἱ δύο πλάγιες κόγχες καί στό ἐσωτερικόν δύο πεσσοί τοῦ Ἱεροῦ μετά τμημάτων τῆς τοιχοποιίας. Ἐξ αὐτῶν τῶν καταλοίπων καταφαίνεται ὅτι ὁ ἀρχικός βυζαντινός ναός ἦταν τρίκλιτος, τρίκογχος, κτισμένος κατά τό πλινθοπερίβλητον σύστημα μέ χρῆσι πωρωλίθων καί ὀπτοπλίνθων, εἶχε μάλιστα ἐναλλασσόμενα διακοσμητικά σχήματα καί ὀδοντωτή ταινία. Ἀπό τίς ἐνδείξεις αὐτές καί ἄλλες συνάγεται τό συμπέρασμα ὅτι ὁ ναός ἀνῆκε στόν σύνθετον τετρακιόνιον τύπον τοῦ εγγεγραμμένου σταυροῦ σέ σχῆμα θολωτῆς βασιλικῆς[12], 11ου ἤ 12ου αἰῶνος.
Κρῖμα ὅτι δέν διεσώθη ἀκέραιο τό σπουδαῖον αὐτό μνημεῖον, διότι ἐδέχθη πλῆγμα σεισμοῦ, πού μαρτυροῦν ἐγκάρσια ρήγματα στούς τοίχους. Ἀλλά προστίθεται κατά χώραν καί ἡ μονόκλιτη βασιλική τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Λουτρῶν μ’ ἐπιμελῆ μέν κατασκευή ἀλλ’ εἰς μεταγενεστέραν ἐποχήν. Καί βοηθεῖ στήν συναγωγή συμπερασμάτων. Ὡρισμένα μόνον τμήματα τοῦ ναοῦ τούτου διατηροῦνται, ὅπως ἡ ἡμικυκλική ἁψίς στήν Ἀνατολική πλευρά, ἡ θύρα εἰσόδου στήν Δυτική καί ὁ τύπος ἐπιμελοῦς τοιχοποιίας μέ πλινθοπερίβλητον σύστημα. Ἡ ἀρχική κάλυψις δέν σώζεται, ἐστεγάζετο ὅμως μέ ἡμικυλινδρικόν θόλο ὁ κομψός μικρῶν διαστάσεων ναός, ὁ ὁποῖος φέρει σημεῖον πρόσθετον τῆς ἐπιμελοῦς κατασκευῆς του, ὅτι στό πάχος τῆς τοιχοποιίας στήν πρός Β πλευράν τοῦ μνημείου ἔλαβε θέσιν στό πάχος τοίχου ἀροσόλιον μικρῶν διαστάσεων (0,70 x 1 μ.), στεγασμένο μέ ἡμικυλινδρικήν ἁψίδα μικρῶν διαστάσεων, γιά λειτουργικήν χρῆσιν[13]. Τό μνημεῖον χρονολογεῖται στούς Παλαιολογείους χρόνους.
Δέν εὑρίσκεται ἐκτός τῶν ὁρίων πλεύσεως στίς περί τήν Ἡραίαν ἀναζητήσεις προσπάθεια διά συντόμου λόγου ἀναπλάσεως τῆς μεσαιωνικῆς ἐποχῆς μέ προσέγγισι τῶν φαινομένων, ὡς ἐξετέθησαν ἤδη καί διετυπώθησαν προσφάτως[14], μέ κυριωτέρα πηγή βοηθείας τίς ἐκκλησιαστικές εἰδήσεις. Ἀπό ἀρχές 9ου αἰῶνος τά ἐκκλησιαστικά διοικεῖ στήν Νοτιωτέρα Πελοπόννησο ἡ Μητρόπολις Πατρῶν, μέ κυριωτέραν Ἐπισκοπή Λακεδαιμονίας, εἰς τήν δικαιοδοσία τῆς ὁποίας ὑπάγεται ἡ Ἀρκαδία. Ὑπάρχει φωνή τῶν χριστιανικῶν μνημείων κατά τούς Μεσοβυζαντινούς χρόνους καί κατά τήν ἰσχύουσαν ἱστορική ἀναλογία ρίπτεται φῶς στό ἔρεβος τῶν λεγομένων σκοτεινῶν αἰώνων, ἰδίως 7ου –9ου καί γιά τήν Ἀρκαδία. Εἴδαμε νά θραύουν τήν σιωπή τά μνημεῖα καί μποροῦμε νά βασιζώμεθα καί εἰς ὅσα συμβαίνουν στά ἀμέσως ἑπόμενα χρόνια. Ἡ Γορτυνία εἶναι παροῦσα μέ ἱκανοποιητικόν ἀριθμόν κατοίκων μέχρι τέλους τοῦ 12ουαἰῶνος.
Κατά τήν μεσολαβοῦσα Φραγκοκρατία λειτουργοῦν οἱ βαρωνίες Καρύταινας καί Ἄκοβας. Ἀπό τήν Ἀνδραβίδα μέσῳ Ἀρχαίας Ὀλυμπίας οἱ Δυτικοί κυρίαρχοι τοῦ τόπου πρέπει νά ἔφθαναν γιά ἱπποτικές ἀσκήσεις στόν χῶρο τῆς πεδινῆς Ἡραίας ὁσάκις διέκοπταν τίς ἀνά τήν περιοχήν πολεμικές ἐπιχειρήσεις. Ἡ Φραγκοκρατία μέ τήν βραχύβια παρουσία τῶν δύο Γορτυνιακῶν βαρωνιῶν δέν διήρκεσε περίπου μέχρι τέλους τοῦ 13ου αιῶνος καί ἀκριβῶς τά πράγματα μεταβάλλονται μέ τήν ἐπανάστασιν τῶν Σκορτσινῶν καί μέ τήν ἵδρυσιν τοῦ δεσποτάτου τοῦ Μορέως[15]. Στήν Γορτυνία κατά τούς ὑστέρους Βυζαντινούς χρόνους φωνήν ἀφήνουν κυρίως κατά πρῶτον λόγον τά σωζόμενα μνημεῖα τῆς περιοχῆς. Μονή Φιλοσόφου, Βυζαντινός Ἀτζίχωλος, Ἁγιώργης τῶν Λουτρῶν Ἡραίας, σύνθετα μνημεῖα τῆς Καρύταινας καί ἀκόμη πολύτοξη Γέφυρα τοῦ Ἀλφειοῦ. Ὅταν ἡ τοπική ἔρευνα προχωρήση ὡς πρός τά προβλήματα τῆς Ἡραίας, θά εἴμεθα εἰς θέσιν γιά πειστικώτερα συμπεράσματα.
Ἀνατρέχει ὁ λόγος στήν περίπτωσι πού ὁ αὐτοκράτωρ Μανουήλ Παλαιολόγος ἐπύκνωσε τόν πληθυσμό τῆς Πελοποννήσου ἀκριβῶς αὐτήν τήν ἐποχήν τῆς παρουσίας τῶν Καντακουζηνῶν καί Παλαιολόγων στόν Μυστρᾶ μέ τήν εἰρηνικήν μεταφορά στά διαμερίσματα τῆς Νοτιωτέρας Πελοποννήσου ὁμάδων Ἀλβανῶν[16]. Τό ἐρώτημα εἶναι, ἄν ἐφθασαν Ἀλβανοί ἔποικοι στήν Ἡραία, ὅπως συνέβη μέ τίς ἄλλες περιοχές τῆς Πελοποννήσου. Μία καλή ἀρχή στήν ἔρευνά μας μπορεῖ νά εἶναι ἡ συστηματική συγκέντρωσις τῶν τοπωνυμίων εἰς ὅλα τά κατοικούμενα χωριά τῆς Ἡραίας, τώρα πού εἶναι ἀκόμη παρόντες γέροντες πού γνωρίζουν τόν τόπο. Ὡστόσο σημειώνω ὅτι στά μέρη πού ἐγκατεστάθησαν Ἀλβανοί ἔποικοι οἱ ἀπόγονοί των, φανατικοί χριστιανοί καί Ἕλλληνες παραμένουν μέχρι σήμερα ἀλβανόφωνοι, ἀλλά καί στόν πίνακα τῶν χωριῶν Ἡραίας φωνήν ἔχουν μερικά μέ Ἀλβανικόν ὄνομα, Μερκίνιζα, Μπάλα, Μπούγα, γιατί ὄχι καί Παλούμπα.
Μετά τήν Ἅλωσι τῆς Κπόλεως τό 1453 οἱ Τοῦρκοι συνέχισαν τίς ἐπιχειρήσεις καί ὑπέταξαν τά ἐπαρχιακά διαμερίσματα τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Ἀπό τό 1461 σχεδόν σ’ ὁλόκληρη τήν Πελοπόννησο ἐκυμάτιζε ἡ ἡμισέληνος καί ὠργανώθη τό πασαλίκιον τοῦ Μορέως, κεφαλή τοῦ ὁποίου ἐτέθη πασᾶς. Ἡ Ἀρκαδία διηρέθη εἰς τέσσερες ἐπαρχίες, γνωστές μέ τ’ ὄνομα τῆς πρωτεύουσας, ἤτοι Τριπολιτσᾶς, Καρύταινας, Λεονταρίου, Ἁγίου Πέτρου (Κυνουρίας). Τό βιλαέτι Καρύταινας περιελάμβανε οἰκισμούς καί ἀπό γειτονικές ἐπαρχίες Τριπολιτσᾶς, Καλαβρύτων, Ὀλυμπίας. Ἀκριβέστερα ἡ ὁροθεσία βιλαετίου τοποθετεῖται μεταξύ τῶν βιλαετίων Καλαβρύτων, Γαστούνης, Φαναρίου, Λεονταρίου, Μυστρᾶ, Τριπολιτσᾶς καί καθώριζε ὁλόκληρη τήν ἐπαρχία Γορτυνίας, ὅπως νοεῖται σήμερα, καί τι πλέον, μεταξύ τῶν γειτονικῶν ὀρέων καί τῶν ποταμῶν Λουσίου, Ἀλφειοῦ, Λάδωνος, Ἐρυμάνθου.
Κατά τά σημεῖα τοῦ ὁρίζοντος τήν ἐπαρχία μας ἀναγνωρίζομε, μέ τά ἑξῆς γεωγραφικά στοιχεῖα. Πρός Β εἰσχωροῦσε ἡ ἐπαρχία στήν Καλαβρυτινή περιοχή μέ τήν ἀντικλιτύν τοῦ Ἐρυμάνθου (ἀντίστροφα πρός τό τμῆμα πού κατέχει ἡ Δίβρη), ἀλλά στά ΒΔΔ τά Καλαβρυτινά χωριά τοῦ τ. Δήμου Ὀλυμπίων ὑπήγοντο στό βιλαέτι Καρύταινας (Δάρδιτσα, Νεμούτα, Λούβρου, Λυκούρεσι, Ἄσπρα Σπίτια). ΝΔ ὅριον ἦταν τό βιλαέτι Φαναρίου τῆς Ὀλυμπίας, ἐνῶ τά πρός Ν ὅρια ἐπέβαλλε τό ὄρος Λύκαιον ἀπό τίς Καρυές, μέ κάθοδον πρός τά ΝΑ ὅπου τό Δεδέμπεη ἀφήνοντας τήν Μεγαλόπολι στό βιλαέτι Λεονταρίου, πέρα ἀπό τό Ρουσβάναγα τό ὅριον πρός ΒΑ πλέον προσαρτοῦσε τά χωριά τοῦ Λεονταρίου μέχρι τήν Δόριζα. Ἀνατολικώτερα τό βιλαέτι μας περιελάμβανε ὅλα σχεδόν τά χωριά τοῦ Φαλάνθου μέχρι τό Βαλτέτσι. Ἡ πρός Β κατεύθυνσις τοῦ βιλαετίου Καρύταινας ἐκύκλωνε τό Μαίναλον, περιλαμβάνοντας τά χωριά Βάγκου καί Καράτουλα μέ τελικήν τροπή στά ΒΒΔ[17].
Ἡ μεγάλη ἔκτασις τοῦ βιλαετίου ἐπέβαλε τόν χωρισμό εἰς τρία τμήματα, λεγόμενα σέμπια :
α) τῶν Βουνῶν καί τοῦ Κάμπου, ὡς περιοχή Βουνοῦ ἐθεωρεῖτο ἡ τοῦ Φαλάνθου – Στεμνίτσα, Δημητσάνα, Βυτίνα καί περιοχή Κάμπου ἡ πρός τό πεδίον τῆς Μεγαλοπόλεως μέ ὡρισμένα πεδινά χωριά, μέ φανερά γρωγραφική συνοχή πρός τά ΝΑ τῆς ἐπαρχίας.
β) Λιοδώρας, ἡ περιλαμβανομένη μεταξύ τῶν ποταμῶν Γορτυνίου καί Λάδωνος, πεδινή καί παραγωγική περιοχή Ἡραίας στά Δυτικά τῆς ἐπαρχίας.
γ) Ἄκοβας — Πέρα Μεριᾶς, ἀπό τήν γνωστήν Ἄκοβα, δηλ. τό δίδυμον Βυζίτσι — Βερβίτσα, περιοχή Κλείτορος καί πρός τήν Ἠλειακή μεθόριο πέριξ Ἐρυμάνθου.
Γραφικός εἶναι ὁ συνδυασμός στό Α΄ τμῆμα Βουνά — Κάμπος, περιγραφικός ὁ ὅρος στό Γ΄ τμῆμα, πού ξεκινᾶ ἀπό τήν περιοχή Τροπαίων, περιλαμβάνει τά χωριά τῶν τ. Δήμων Ἐλευσῖνος καί Θελπούσης πρός τά ὅρια Ἠλείας, ἀλλά καί τό Βορειότερο κεντρικό τμῆμα μέ τόν ὅρο Πέρα Μεριά. Ὁ ὅρος Λιοδώρα δέν ἔχει σαφῆ ἐπεξήγησι καί τό γεγονός ὅτι περιλαμβάνεται ἐπισήμως σέ διοικητικόν ὅρον σημαίνει ὅτι εἶναι γνωστός ἀπό τά χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας. Φαίνεται ὅτι στό στόμα τοῦ λαοῦ ἐπικρατοῦσε ἀντί Ἡραία Λιοδώρα, ἀφοῦ μάλιστα ὁ Θ. Κολοκοτρώνης τό χρησιμοποιεῖ εἰς τρεῖς τύπους, Λιοδώρα, Λιοδῶρες, Ἡλιοδώρα[18].
Δέν προτίθεμαι ν’ ἀναφερθῶ στά ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά τοῦ ὑπό δουλείαν βίου στήν περιοχή τῆς Ἡραίας, διότι δέν ἔχω κάμει ἰδικήν ἔρευνα, βέβαιον ὅμως εἶναι ὅτι καί ἡ Ἡραία ἀκολούθησε τήν μοῖρα τοῦ ὑπολοίπου τῆς χώρας ἐντός πάντοτε τῆς Πελοποννήσου καί σ’ ὅ,τι ἀφορᾶ στήν Ἀρκαδία γενικώτερα, στήν Γορτρυνία εἰδικώτερα. Ἐννοῶ ὡς πρός τά διοικητικά καί φορολογικά πράγματα, μέ ὁποιεσδήποτε ἰδιάζουσες περιπτώσεις τῆς Ἀρκαδικῆς περιοχῆς.
Δέν ἠμπορῶ νά ὁμιλήσω μέ ἀκρίβεια γιά τά χωριά πού ἀπήρτιζαν τό τμῆμα τῆς Λιοδώρας κατά τήν Πρώτη Τουρκοκρατία. Ἀπό κατάλογον ὅμως χωρίων τῆς Δευτέρας Τουρκοκρατίας μεταφέρω τά ὀνόματα χωρίων Λιοδώρας ἀπό τόν γενικώτερον πίνακα τοῦ τμήματος Καρύταινας, ὡς ἑξῆς :
Κοκορᾶ, Κακουραῖοι, Μερκίνιζα, Ἀναζήρι, Λογαύτι, Ἁγιάννης, Ἀνεμοδούρι, Λώτι, Καλύβια, Τζούκα, Πυρί, Βλάχοι, Μπέτσι, Ἄσπρα Σπίτια, Τζιάρεσι, Λυκούρεσι, Γοῦβες, Πρατίτσα, Καραχασάνι, Ζουλάτικα, Μπουγιάτι, Σαρακίνι, Ψάρι, Παλούμπα, Παπαδᾶ, Τουρκόρραφτη, Ἀράχοβα[19].
Ἀπό τόν παρόντα πίνακα τά περισσότερα χωριά ἀναφέρονται στήν σχετική ἀπογραφή τοῦ 1700, δηλ. τήν κατάκτησι τῶν Ἑνετῶν κατά τήν 30ετία 1687-1715. Παρατίθεται ὁ πίναξ μέ ἀναφερόμενα στήν ἀπογραφή Grimani χωριά Ἡραίας[20] : Παλούμπα, Παπαδᾶ, Κοκορᾶ, Τσιρίμπασι, Ζουλάτικα, Κακουραῖοι, Τουρκόψαρι, Σαρακίνι, Μπουγιάτι, Λυκούρεσι, Τσιούκα, Λότι, Μπέτσι, Πυρί, Ἀναζύρι, χωρίς νά εἶναι βέβαιον ὅτι καί ὡρισμένα ἄλλα χωριά δέν ὑπῆρχαν τό 1700, ὡς Σέρβου, Τουρκόρραφτι, Τσιρίμπασι.
Δέν πρέπει νά θεωρῆται βέβαιον ὅτι δέν ὑπῆρχαν κατά τήν Πρώτη Τουρκοκρατία ὅλα τά μή ἀναφερόμενα στήν Ἑνετική ἀπογραφή 1700 χωριά περιοχῆς Ἡραίας. Διότι ἔρευνα σ’ ἄλλες πηγές δυνατόν νά ἀποδείξη ὅτι καί ἄλλα πού δέν περιλαμβάνει ἡ ἀπογραφή νά ὑπῆρχαν. Σύγκρισις πρός τόν πίνακα τοῦ 1700 πρέπει νά γίνη μέ τά ὀνόματα κατοικουμένων χωρίων στήν ἀπογραφή 1828 τῆς Γαλλλικῆς ἐπιστημονικῆς Ἐπιτροπῆς, πού συνώδευσε τόν στρατηγό Μαιζών. Ὁ πίναξ περιλαμβάνεται στήν γνωστή Expédition Scientifique de la Morée καί εὑρίσκεται πρόχειρη[21], ὡς ἑξῆς : Κασιδοχώρι, Συριάμου, Μαυράδι, Τσίπολι, Ρεκούνι, Λαγκάδια, Ἀτσίχωλος, Βλαχόρραφτη, Ζούλα, Σαρακίνι, Ἐγκλένοβα, Τρύπες, Βαρδάκι, Κοκορᾶ, Κακουραίικα, Τσιρίμπασι, Λογαύτι, Ἀναζήρι, Ἀνεμοδούρι, Ἅγιος Ἰωάννης, Πυρί, Τσούκα, Βλάχοι, Μπέτσι, Νεμούτα, Βαρβίτσα, Δόριζα, Πουλχάρι, Σεκούνδου, Βυζίτσι, Βάναινα, Παλαιοχώρι, Στρούζα, Πέτα, Μπέλεσι, Ἄσπρα Σπίτια, Λυκούρεσι, Γοῦβες, Τσαρεσι, Τελάλι.
Τέλος, πολυπληθής κατάλογος χωρίων πού ἀπήρτισαν τόν πρῶτον Δῆμον Ἡραίας κατά τήν ὀργάνωσιν τοῦ ἐλευθέρου Ἑλληνικοῦ κράτους παρατίθεται γιά τελική σύγκρισι καί μέ παραβολή πρός τόν χάρτη τοῦ τμήματος Ἡραίας, ἀλλά ἐδῶ καταγράφονται κατ’ ἀλφαβητικήν σειράν καί μέ τά ἀρχικά τῶν χωριῶν ὀνόματα, ὡς ἑξῆς[22] : Παλούμπα, Ἁγιάννης, Ἀναζύρι, Ἀνεμοδούρι, Ἀραμουζᾶ, Ἀράπηδες, Βλάχοι, Γαρατζηνοῦ, Ζουλάτικα, Καλύβια, Καραχασάνι, Κακουραῖοι, Κοκορᾶ, Λυκούρεσι, Λώτι, Μπάλα, Μπαρδάτσι, Μπέτσι, Μπουγιάτι, Μπούζη, Μπρατίτσα, Παπαδᾶ, Πυρί, Τουρκόρραφτι, Σαρακίνι, Σαρλαίικα, Σέρβου, Τσιρίμπασι, Τουρκόψαρι.
Αὐτά σέ γενικές γραμμές χωρίς νά θίξω τά τῆς Ἐπαναστάσεως. Κολιόπουλοι — Πλαπουταῖοι καί Παλουμπαῖοι δεκατρεῖς καπεταναῖοι καταλαμβάνουν ξεχωριστό κεφάλαιο στήν τοπική μας Ἱστορία.
Ὡστόσο, ἡ Ἡραία καυχᾶται δικαίως, διότι οἱ Πλαπουταῖοι ἵδρυσαν στό Μπέτζι στίς 20 Μαρτίου 1821 στρατόπεδο, ἀνταποκρινόμενοι στό κάλεσμα τοῦ Ἔθνους γιά τήν μεγάλη μας Ἐπανάστασι τοῦ 1821 καί μάλιστα προτρέχοντες[23].
Ζητεῖται ἤδη ἡ συγκατάθεσις τοῦ ἀκροατηρίου, γιά ἕνα ἀκόμα σταθμό σ’ ἕνα ἀπό τά κεντρικώτερα παραγωγικά καί προοδευτικά χωριά, τό ὁποῖον συνδέεται μέ τήν πρώτη Τουρκοκρατία καί διασώζει ἕνα πολύ ἐνδιαφέρον χριστιανικό μνημεῖο, πού μέ ἀπασχόλησε πρό 60 περίπου ἐτῶν[24]. Ἀναφέρω γνωστή – πασίγνωστη παρατήρησι, ὅτι τόποι μέ ἀνάπτυξι στόν τομέα τοῦ Πολιτισμοῦ καταλείπουν μνημεῖα. Καί ἀκριβῶς συμβαίνει τό χωριό αὐτό τῆς Ἠραίας νά διασώζη ἕνα μνημεῖον, πού μᾶς μεταφέρει στήν ἡμίγνωστη περίοδο τῆς πρώτης Τουρκοκρατίας.
Πρόκειται γιά τό Ράφτι ἤ τοῦ Ράφτη, τοῦ ὁποίου τό ὄνομα στίς πηγές παραδίδεται ὡς Τουρκόρραφτι, ἀντιτιθέμενον πρός τό Βλαχόρραφτι. Προφανῶς στά δύο ὄχι ἀπομακρυσμένα Γορτυνιακά χωριά ὡρισμένοι κάτοικοι ἦσαν ράφτες καί στό μέν ἕνα χωριό ἔρραβαν πελάτες χωρικῶν ἐνδυμάτων χριστιανούς κατοίκους Ἕλληνες τῆς περιοχῆς πού ἐκαλοῦντο Βλάχοι, εἰς δέ τό ἄλλο ἔρραβαν Τούρκους πελάτες, ἐξ οὗ καί τό χωριό Τουρκόρραφτι. Εἶναι γνωστή ἡ ἐπωνυμία τῶν χωρικῶν μέ τ’ ὄνομα Βλάχοι καί δή τά χωράφια τους ἐκαλοῦντο βλάχικα, ἐνῶ τῶν κατοίκων τῶν μεγαλυτέρων κωμῶν ἤ πόλεων κάθε περιοχῆς ὠνομάζοντο χωραΐτες ἤ τσοπελαῖοι καί τά χωράφια τους Τσοπελαίικα[25].
Πρέπει νά προσθέσω ὅτι στόν ράφτη τοῦ χωριοῦ οἱ Τοῦρκοι πού προσήρχοντο γιά νά ράψουν ἐνδύματά τους θά ἦσαν πολλοί καί ἴσως στό πεδινό παραγωγικό χωριό νά κατοικοῦσαν μερικοί καί μονίμως, ἀλλά τό χωριό Τουρκόρραφτι δέν νομίζω ὅτι τό ὄνομα ἔλαβε ἀπό τήν συχνή παρουσία Τούρκων, οὔτε ἀπό ἄσκησι ἐπαγγέλματος ἀπό Τούρκους ράφτες, γιατί οἱ Τοῦρκοι ἦσαν ἀκατάλληλοι γιά τήν ἄσκησι οἱουδήποτε ἐπαγγέλματος, ἐνῶ παντοῦ συναλλαγές εἴχαν μέ Ἕλληνες ἐμπόρους γιά τήν προμήθεια ἀγαθῶν. Τό πῶς τό πρῶτον συνδετικόν Τουρκο- προσετέθη στό γειτονικό χωριό Ψάρι, σ’ ἀντίθεσι μάλιστα πρός τό ὁμώνυμον τῶν Τρικολώνων, τό Τουρκόρραφτι, δέν εἶναι εὔκολο νά ἐξηγήσω, ὑποθέτω ὅμως, ἄν τό χωριό δέν ἦταν τούρκικο τσιφλίκι, ὅτι μαρτυρεῖ κάποιον ἀκαθόριστον σύνδεσμο τῶν κατακτητῶν μέ τό χωριό, ἀφοῦ μάλιστα καί ἡ ἐτυμολογία τοῦ χωριοῦ Psari δέν εἶναι δεδομένη, τό δέ τοπωνύμιον τοῦτο δέν εἶναι σπάνιο, ἀλλ’ ἀπαντᾶ καί ἀλλοῦ.
Ἐρχόμεθα τώρα στό μνημεῖο. Γιά τόν κινούμενον πρός Παλούμπα στήν ἐπαρχιακήν ὁδό εὐθύς μετά τήν διακλάδωσιν πρός Μάρκου, σέ μία χαρακτηριστική καμπή τοῦ ἁμαξιτοῦ δρόμου οἱ φιλότιμοι ξενιτεμένοι Ραφταῖοι ὑπό τήν ὀργάνωσί των σέ Σύλλογο ἔχουν στήσει πινακίδα μέ βέλος, πού πληροφορεῖ ὅτι χαμηλά κάτω στόν μιχόν χαράδρας εὑρίσκεται τοῦ χωριοῦ τό «Κρυφό Σχολειό». Τοῦ κτίσματος τούτου παρατίθεται φωτογραφικόν ἀπείκασμα, πού ἐλήφθη κατά τήν στιγμή τῆς ἐπισκέψεώς μας (φωτογρ. Ν. Γκιώνη). Πρός αὐτό προσπέλασις ἀπό τοῦ Ράφτη γίνεται μέ ἀνηφορικό κουραστικό μονοπάτι.
Τό ἀξιοσπούδαστο αὐτό μνημεῖον διασώζει ἴχνη ἁγιογραφιῶν τοῦ ἔτους 1597 καί τοῦτο μαρτυρεῖ ἐπιγραφή μέ δυσνόητον τοπωνύμιον Μηλιγγοί (ὄνομα κτίτορος;) καί μέ τήν ἀναγραφή τῆς χρονολογίας μέ τρεῖς τρόπους, ἀπό θεμελιώσεως κόσμου ΖΡΕ = 7105, ἀπό Χριστοῦ ΑΦϟΖ΄ = 1597 καί Ἐγίρας ΑΡΖ = 1107[26]. Στηρίζω λοιπόν τήν γνώμη ὅτι πολλοί Τοῦρκοι ἔφθαναν στόν ράφτη τοῦ χωριοῦ ἤ μερικοί ἔμεναν ἐκεῖ, φιλικά ἴσως φερόμενοι πρός τούς κατοίκους, ὥστε γιά νά τούς κολακεύσουν ἐσημείωσαν πρός χάριν των στήν ἐπιγραφή καί τήν ἀπό Ἐγίρας χρονολογία, πρᾶγμα πρωτοφανές.
Ἄν τό μονύδριον τοῦ Ταξιάρχου ἐχρησιμοποιήθη ὡς Κρυφό Σχολειό, κατά τόν ἰσχυρισμόν τοῦ Συλλόγου Ραφταίων, δέν γνωρίζω, χρειάζεται ὅμως σχετικές μαρτυρίες. Τό μονύδριον παραμένει ὡς ἀξιοσέβαστον μνημεῖον. Γιά κάθε ἐπισκέπτη ―καί στόν ὁμιλητή― λαμπρός τόπος θρησκευτικῆς καί ἐθνικῆς προσευχῆς. Γιά τούς κατοίκους ὑψηλόν χρέος σεβασμοῦ καί συντηρήσεως τοῦ μνημείου ἄλλά μέ τά ἐνδεδειγμένα τεχνικά μέσα. Ἄν ἡ μετάβασις δέν καταστῆ ἄνετη μέ ἁμαξιτήν ὁδό, μέλημα τῶν Ραφταίων ἄς εἶναι νά γίνεται μέ κάθε τρόπο χωρίς κίνδυνο καί τουριστικῶς εὐχάριστον περιπάτου γιά τόν πεζοπόρο καί μάλιστα για τόν ἐραστή τῶν γραφικῶν μέσων διακινήσεως μέ τά ὑποζύγια τῆς ὑπομονῆς.
Ἐπίμετρον.
Ἡμέρα χαρᾶς γιά τό Πανελλήνιον ἡ ἐπέτειος τῆς Παλιγγενεσίας, ἡ συμβολική 25ηΜαρτίου μέ τό διπλό νόημα πού περιέχει. Ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, μέ τήν ἐνσάρκωσι τοῦ Θεοῦ γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί ἡμέρα τῆς Ἐθνικῆς ἐξεγέρσεως γιά τήν πολιτική ἀποκατάστασι τῶν Ἑλλήνων. Διπλός ἑορτασμός λοιπόν. Πανηγυρίζει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί τό Ἑλληνικόν Ἔθνος. Εἴμεθα ὑπερήφανοι ὡς χριστιανοί καί ὡς Ἕλληνες. Ὁ Γορτύνιος δάσκαλος καί ποιητής εἶχε διακηρύξει ὅτι σήμερα, τέτοια ἡμέρα «χαρά ἔχουν τά βουνά» καί «τά Κάστρα περιφάνεια», «γιατί γιορτάζει ἡ Παναγιά», «γιορτάζει κ΄ ἡ πατρίδα».
Ἐδώ σήμερα ἀπό τήν ἐντολή τῆς Ἐθνικῆς Συνειδήσεως γιά τό μεγαλούργημα τοῦ 1821 παρακινεῖ ἕνα χρέος, ἕνα ξεχωριστό χρέος. Νά ξεκινήση ὁ λόγος ἀπό τόν τόπο μας καί τούς ἀνθρώπους μας. Γιατί διεκδικοῦν πρωτεῖα στόν ἀπελευθερωτικόν Ἀγῶνα τοῦ 1821 καί στήν ἑπταετῆ διεξαγωγή του. Ἑπτά ὁλόκληρα χρόνια ἐχρειάστηκε ἡ Ἐλευθερία γιά νά ἐπανεγκατασταθῆ στήν ἀρχαία πατρίδα της αἱματωμένη καί ταλαιπωρημένη, ἀλλά ὀρθή καί δυναμική. Ἔχει σημασία ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοῦ τοῦ τόπου ἦσαν παρόντες ἀπό τήν πρώτη στιγμή, ἔδωκαν αἷμα καί πνεῦμα.
Ἀπό τήν πρώτη ἀναπόλησι τῶν ἱστορικῶν γεγονότων, ἀνατρέχει εὐθύς ἀμέσως ἡ μνήμη στόν θρυλικόν ἄρχοντα τῆς Λιοδώρας τόν Κόλια Πλαπούτα. Προήρχετο ἀπό τούς Ντρέδες τῆς Τριφυλίας, συνδέεται μέ τ’ Ἀρβανιτοχώρια καί τά Σουλιμοχώρια καί νέος ἐγκατεστάθη στοῦ Παλούμπα, γενάρχης τῆς οἰκογενείας, νοικοκύρης, Κλεφταρματολός, ἀφωσιωμένος στήν οἰκογένεια τοῦ Μοραγιάνη γερό-Δεληγιάννη, πρῶτος ἀνάμεσα στούς δώδεκα Παλουμπαίους καπεταναίους τῆς παροιμίας. Τόν Κόλια περιβάλλει ὁ θρῦλος καί κοντά του ἀναφέρονται ὀνόματα ἄλλων χρόνων καί καιρῶν : Μαυροειδής Πιτσούνης, Θανασᾶς ἀπό Τουρκόρραφτι, Δῆμος ἀπό τούς Ἀράπηδες, Λιάκος Παλουμπιώτης, Τσούκας, Καψοκαλυβιώτης καί μερικοί ἄλλοι πού ἀνήκουν στό κλέφτικο.
Τά Κολιόπουλα, πού ἀνέδειξαν ἱστορικά πλέον τ’ ὄνομα τῆς οικογενείας Πλαπούτα καί τοῦ Παλούμπα καί τῆς Ἠραίας ὅλης συνδέονται ἀμέσως μέ τήν Ἑλληνική Ἐπανάστασι ἀπό τίς πρῶτες στιγμές πού ἐξεκίνησε. Ἀπό τούς συγχρόνους τῆς μεγάλης ἐξορμήσεως ἱστοριογράφους ὁ καλύτερα πληροφορημένος Πρωτοσύγκελλος Ἀμβρόσιος Φραντζῆς προσφέρει θετικές εἰδήσεις γιά ὅσα συνέβαιναν στόν χῶρο τῆς Λιοδώρας. «Οἱ ἀδελφοί Πλαπούται, Δημήτριος καί Γεωργάκης, υἱοί τοῦ Κόλια διαδεχθέντες τήν ὑπηρεσίαν τοῦ πατρός των, ὀπαδοί τῆς πολυπειρίας καί ἱκανότητός του, μεμυημένοι εἰς τά τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας, εἶχαν τήν βεβαιότητα ὅτι τήν 25η Μαρτίου ἔμελλε νά ἐκραγῆ ἡ Ἑλληνική Ἐπανάστασις, συννενοηθέντες μετά τοῦ Θ. Κολοκοτρώνη καί τινῶν ἄλλων, συνήθροισαν ἐκ τῆς ἰδίας αὐτῶν κώμης Παλούμπα 50 ὁπλοφόρους, λαβόντες δέ πρῶτον τάς εὐχάς τοῦ γέροντος πατρός των καί προσκαλέσαντες τόν ἱερέα ἔψαλον ἐν τῶ μέσω τῆς κώμης των Λιτανίαν καί οὕτως ἀσπασάμενοι τάς Ἁγίας εἰκόνας καί ἀλλήλους, μετέβησαν τήν 20η Μαρτίου εἰς τήν κώμη Μπέτζι, λέγοντες ὅτι ἔφθασεν ἡ στιγμή καί ἡ πατρίς ἐλευθεροῦται ἀπό τάς χεῖρας τῶν τυράννων. Μέχρι τῆς 21ης Μαρτίου συνήχθησαν εἰς τήν κώμην Μπέτζι 800 περίπου Ἕληνες ὁπλοφόροι μέ σημαίας ἀνοικτάς ἀπό κάθε κώμην, πρός τούς ὁποίους οἱ Πλαπουταῖοι ὠμίλησαν μέ τήν χωρικήν αὐτῶν ρητορικήν οὕτως : ἀδελφοί, ὅσα βλέπετε ἀνέλπιστα μή θεωρεῖτε ὅτι εἶναι τρελά καί ἀνόητα πράγματα, πληροφορηθῆτε μέ ὅλην τήν ἀλήθειαν ὅτι τά γράφουν τά βιβλία μας καί ἀν δέν πιστεύετε τούς λόγους μας, ρωτᾶτε καί τούς ἱερεῖς πού τά γνωρίζουν νά σᾶς εἰποῦν…».
Τί σημαίνουν αὐτά; Σημαίνουν ὅτι οἱ Πλαπουταῖοι τήν 20η Μαρτίου 1821 στοῦ Μπέτζι ἔστησαν τό πρῶτο Ἑλληνικό Στρατόπεδο, δηλαδή πρίν ξημερώση ἡ 25η Μαρτίου. Δεύτερον, κατά τήν χωρικήν ρητορικήν Πλαπούτα, Ἐπανάστασις καί Ἐλευθερία τῆς Ἑλλάδος ἐρχόταν ὡς θέλημα Θεοῦ καί ὅ,τι γράφουν τά βιβλία δέν ξεγράφεται. Τρίτον, μέσα ἀπό τήν καρδιά τῆς Λιοδώρας ἐρχόταν τό πρῶτο μήνυμα ἐνάρξεως τῆς Ἐπαναστάσεως, μέ καταρτισμένο Στρατόπεδο 800 συνειδητῶν ὁλποφόρων. Σημασίαν ἀκόμη ἔχει ὅτι ἐντός τῶν ἡμερῶν οἱ Δεληγιανναῖοι ὠργάνωσαν μέ 400 ἐνόπλους ἀπό τό τμῆμα Ἀκοβας καί Πέρα Μεριᾶς δεύτερο Στρατόπεδο καί ἐγιναν δύο τά Στρατόπεδα. Ἀς σημειωθῆ ὅτι οἱ παλαιοί κάποι τῶν Δεληγιανναίων, οἱ Πλαπούται, δέν παρέλειψαν νά συννεονοηθοῦν μέ τόν Θεόδωρον Κολοκοτρώνη, πλησίον τοῦ ὁποίου ὁ Δημητράκης θά πολεμῆ καθ’ ὅλην τήν διάρκιεα τοῦ Ἱεροῦ Ἀγῶνος. Μαζί στό Κλέφτικο, μαζί στήν Ζάκυνθο (ἀξιωματικοί στήν Ἀγγλική Ὑπηρεσία), μαζί καί μετά τό τέλος τῆς Ἐπαναστάσεως μέχρι τήν Δίκη ἐναντίον των ἀπό τήν Ἀντιβασιλεία τοῦ Ὀθωνος.
Δέν πρόκειται σέ μία σύντομη ἀναφορά στήν ἐναρξι τῆς Μεγάλης Ἐπαναστάσεως νά ἐκταθῆ ὁ λόγος στά μεγάλα γεγονότα. Ἀλλά δέν γίνεται νά μή μνημονευθῆ ἀμέσως ὅτι ὁ Δημήτριος Πλαπούτας εὑρέθη πλησίον τοῦ Θεοδώρου Κολοκοτρώνη στήν πολιορκία τῆς Καρύταινας. Ἀπό τήν Καλαμάτα ὁ Θοδωράκης εὑρέθη στίς 27 Μαρτίου στό στενό τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου ἀπένταντι στήν Καρύταινα, ἐπερίμενε νά περάσουν οἱ οἰκογένειες τῶν Τούρκων ἀπό τό Φανάρι, καραβάνι ὁλόκληρο συνοδευόμενο ἀπό στρατιωτικό σῶμα τῶν Τούρκων. Συμπολεμοῦσε σῶμα Μανιατῶν. Ἀναφέρει ὁ ἴδιος ὁ Κολοκοτρώνης στά ἀπομνημονεύματά του : «… ἔσωσαν τά φουσέκια μας. Τά Κολιόπουλα ἦταν 6 ὧρες μακριά εἰς τό Ποτάμι τοῦ Ρουφιᾶ, εἰς τό χωριό Τσούκα, ἀκούοντας τό τουφέκι ἐκίνησαν, πλήν δέν ἔφθασαν, εἶχαν τετρακόσιους, εἰς τήν ὥραν ἀλλ’ ἔπειτα ἀπό μισήν ὥραν, ἀκούοντας τήν μπαταρία τῶν Κολιαίων οἱ Τοῦρκοι ἐβγήκαν ἀγνάντια νά ἰδοῦν, ἐφράξαμεν τόν τόπον, νά μή περάσουν οἱ Τούρκοι τό Γεφύρι…..».
Σ’ αὐτήν τήν πρώτη νίκη Κολοκοτρώνη, μέ 500 ψυχές νά πέσουν στό ποτάμι, δέν ἐπρόλαβαν οἱ Λιοδωραῖοι τοῦ Πλαπούτα, ἔφθασαν ὅμως καί ἔλαβαν μέρος στήν πολιορκία τῆς Καρύταινας τήν ἑπομένη ἡμέρα 28 Μαρτίου καί μετά τήν λύσιν τῆς πολιορκίας, βαπτισμένοι πλέον στό πῦρ, ἐμπῆκαν στήν τροχιά τοῦ Πολέμου, ἐκτελοῦσαν παραγγελίες τοῦ Κολοκοτρώνη, πρῶτοι κοντά του στήν προσπάθεια νά συστήση Στρατόπεδο στήν Πιάνα, Χρυσοβίτσι, Ἀλωνίσταινα. Μαζί του στήν συνέχεια εὑρίσκοντο στό Στρατόπεδο τοῦ Πάπαρη, ἔλαβαν μέρος στίς συσκέψεις ἐκεί μετά τήν ἀτυχία τῆς Βλαχοκερασιᾶς ἀνήμερα τό Πάσχα καί ἀκολούθως στήν πρώτη ὀργάνωσι Στρατοπέδου Βαλτετσίου καί καθεξῆς ἐως τήν Δευτέρα καί ἀξιόλογη ἀναμέτρησι μέ τούς Τούρκους στήν περίφημη νίκη τοῦ Βαλτετσίου (12 καί 13 Μαΐου 1821).
Ἡ Ἑλληνική Ἐπανάστασις σοβαρόν ποσοστόν τελικῆς ἐπιτυχίας της, ν’ ἀποκαταστήση τήν πολιτική ἐλευθερία στήν πατρίδα, ὀφείλει στούς Λιοδωραίους τοῦ Πλαπούτα, γιατί ἔδωκαν παρών ἀπό τήν πρώτη στιγμή μέ τό Στρατόπεδο στοῦ Μπέτζι καί τήν κατά συνέχειαν συμμετοχή τους στήν διεξαγωγή τοῦ Πολέμου, μέ ἀνάλογον ποσοστόν καί στόν ἀπαίσιον Ἐμφύλιον Πόλεμο. Ἑπομένως συνετέλεσαν στήν ἀπελευθέρωσι τῆς Ἑλλάδος σοβαρά. Ἡ Ἐλευθερία στεφανώνει μέ τό ἀτίμητο στεφάνι τῆς δόξας τό μέτωπο τοῦ ἀρχηγοῦ Δημητρίου Πλαπούτα, τοῦ ἀδελφοῦ του Παρασκευᾶ καί ὅλων τῶν συμπολεμιστῶν του.
Χρέος τελικόν τῆς ὀμιλίας εἶναι νά καταθέση νοερῶς εἰδικόν στεφάνι στήν μνήμη τοῦ Γεωργάκη Πλαπούτα, πού ἔπεσε πρῶτος αὐτός θύμα στήν σκληρά μάχη ἐναντίον τῶν Λαλαίων κατά τήν πρώτη φάσι τῆς τελικῆς νικηφόρας μάχης στις 13 Ἰουνίου 1821, εὑρισκόμενος ἐπικεφαλῆς τῶν Καρυτινῶν. Τό Πούσι ἐχώρισε τά δύο ἀδέλφια πολύ ἐνωρίς. Ἐπισφραγίζει τόν χωρισμό καί τήν ὀμιλία ὁ Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης :
«πάψε Ρουφιᾶ, τό βογγητό, σίγησε, μή θελήση
τ’ ἀδέλφια νά χωρίσης, γιατί ὁ Πλαπούτας καί νεκρός κρατεῖ τό μετερίζι».
[1] Ὁμιλία στοῦ Παλούμπα, ὅπου τήν 9 Αὐγούστου 2007 ὠργανώθη Ἡραιατική Ἑσπερίς ἀπό τόν Δῆμο Ἡραίας. Τήν ὀργάνωσι Ἡμερίδος εἰσηγήθησαν στόν Δῆμο δύο μέλη τῆς ὁμάδος ἐπιτόπιας ἐπισκέψεως ἐρευνητικῆς ἐπί τοῦ Βουφαγίου ὄρους τόν Ἰούνιον 2007 Βασ. Κ. Ἀναστασόπουλος καί Γεωργ. Π. Θεοχάρης, οἱ ὁποῖοι καί καθώρισαν τό θέμα τῆς Ὁμιλίας, παρεμφερές πρός τήν δημοσιευμένη στόν Δ΄ τόμο τῶν «Γορτυνιακῶν» μακράν μελέτη μου. Ἤδη κατά τήν δημοσίευσι τῆς Ὁμιλίας μέ προσθῆκες καί τεκμηρίωσι ἐτηρήθη ὁ τύπος τῆς Ὁμιλίας καί παρέμειναν πληροφοριές, παρατηρήσεις καί κρίσεις τῆς μελέτης τῶν «Γορτυνιακῶν», ἐνῶ ὁ τόμος ἔχει τεθῆ πλέον εἰς κυκλοφορίαν, χάριν ἐνημερώσεως τῶν Ἡραιατῶν καί κατ’ ἀξίωσιν τῶν δύο λογίων τῆς συντροφιᾶς, Β. Κ. Ἀναστασοπούλου καί Γ. Π. Θεοχάρη, πρός τούς ὁποίους καί ἀφιερώνεται.
[2] Ὁ Λάδων εἶναι κατ’ ἐξοχήν Γορτυνιακό ποτάμι καί πολλαπλῶς συνδέεται μέ τήν χώρα μας. Σχετικά βλ. τό μελέτημα Χρ. Δημητροπούλου, Λάδων ὁ ποταμός τῆς Γορτυνίας, «Γορτυνιακά», τ. Δ΄ (2007), σσ. 131-170.
[3] Τάσου Ἀθ. Γριτσοπούλου, Ἱστορικές καί χωρογραφικές διερευνήσεις στήν περιοχή Χαράδρας Λουσίου, «Γορτυνιακά», τ. Δ΄ (2007), σσ. 20 κ.ἑξ.
[4] Αὐτόθι, σσ. 10-11, 15-16, ὅπου καί βιβλιογραφία.
[5] Τ. Ἀθ. Γριτσοπούλου, Ἱστορία τοῦ Γερακίου, Ἀθῆναι 1982, σσ. 136-139, ὅπου καί σχετική βιβλιογραφία.
[6] Τ. Ἀθ. Γριτσοπούλου, Ἱστορία τῆς Τριπολιτσᾶς, τ. Α΄, Ἀθῆναι 1972, σσ. 74 κἑξ., ὅπου βιβλιογραφία.
[7] Τ. Ἀθ. Γριτσοπούλου, Ἀρκαδία, ΘΗΕ, τ. Γ΄ (1963), σσ. 154-156, μετά τῆς σχετικῆς βιβλιογραφίας. Πρβλ. καί Μητρ. Ἀλεξάνδρου Παπαδοπούλου, Ἱστορία τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας, τ. Α΄, Ἀθῆναι 2006, σσ. 18 κἑξ., 27 κἑξ., ὅπου καί βιβλιογραφία.
[8] Γιά τήν παλαιοχριστιανική βασιλική τῆς Θέλπουσας βλ. Ν. Μουτσοπούλου, Ἡ ἀρχιτεκτονική τῶν Ἐκκλησιῶν καί μοναστηρίων Γορτυνίας, ἐν Ἀθήναις 1956, σσ. 6-14.
[9] Τό θέμα ἐκ νέου ἔχω ἐξετάσει προσφάτως. Βλ. Τ. Ἀθ. Γριτσοπούλου, Ἱστορικές καί χωρογραφικές διερευνήσεις, «Γορτυνιακά», τ. Δ΄ (2007), σσ. 34κἑξ., 63 κἑξ., ὅπου καί βιβλιογραφία.
[10] Τ. Ἀθ. Γριτσοπούλου, Χωρογραφικές καί ἱστορικές διερευνήσεις, σσ. 42-48, 50 κἑξ.
[11] Ν. Μουτσοπούλου, Ἡ ἀρχιτεκτονική τῶν Ἐκκλησιῶν καί μοναστηρίων Γορτυνίας, ἐν Ἀθήναις 1956, σσ. 6-19.
[12] Ν. Μουτσοπούλου, Ἡ ἀρχιτεκτονική τῶν Ἐκκλησιῶν καί μοναστηρίων Γορτυνίας, ἐν Ἀθήναις 1956, σσ. 33-37.
[13] Αὐτόθι, σσ. 120-121.
[14] Τ. Ἀθ. Γριτσοπούλου, Χωρογραφικές καί ἱστορικές διερευνήσεις, σσ. 77 κἑξ.
[15] Τ. Ἀθ. Γριτσοπούλου, Ἱστορία τῆς Τριπολιτσᾶς, τ. Α΄, Ἀθῆναι 1972, σσ. 96 κἑξ., 103 κἑξ., ἐπί τῆ βάσει τῶν πηγῶν ἀναφορά. Ὁλόκληρη ἡ Ἀρκαδία ἀπό τό 1324 ὑπήγετο στό δεσποτάτο τοῦ Μυστρᾶ, μέ τήν ὑποταγή δέ καί κατασκαφή τοῦ Νυκλίου ὠργανώθη τό Ἑλληνικό φρούριο τοῦ Μουχλίου. Γιά τά ἐκκλησιαστικά τῆς φραγκικῆς καί μεταφραγκικῆς περιόδου βλ. αὐτόθι, σσ. 123 κἑξ.
[16] Δ. Α. Zakythinos, Le despotat grec de Morée, τ. Α΄ , Παρίσι – Ἀθήνα 1932, σσ. 131 κἑξ., 142 κἑξ. Ἀναφέρεται καί κατά τίς ἀρχές τοῦ 15ου αἰῶνος εἰρηνική κάθοδος νομάδων Ἀλβανῶν καί ἐγκατάστασις εἰς Πελοποννησιακές ἐπαρχίες. Βλ. Τ. Ἀθ. Γριτσοπούλου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία και Χριστιανικά μνημεῖα Κορινθίας, τ. Α΄, ἀθῆναι 1973, σ. 44.
[17] Π. Β. Σακελλαρίου, Ἡ Πελοπόννησος κατά τήν δευτέραν Τουρκοκρατίαν, Ἀθῆναι 1939, σσ. 108-109.
[18] Θ. Κολοκοτρώνη, Διήγησις συμβάντων τῆς Ἑλληνικῆς φυλῆς, φωτομηχανική ἐπανέκδοσις, Εἰσαγωγή – Εὑρετήριον – Ἐπιμέλεια Τ. Ἀθ. Γριτσοπούλου, ἔκδοσις τῆς Ἑταιρείας Πελοποννησιακῶν Σπουδῶν, Ἀθῆναι 1981, σσ. 1, 23, 179, 197.
[19] Τ. Ἀθ. Γριτσοπούλου, Στατιστικαί εἰδήσεις περί Πελοποννήσου, «Πελοποννησιακά», τ. Η΄ (1971), σ. 447.
[20] Β. Παναγιωτοπούλου, Πληθυσμός καί οἰκισμοί τῆς Πελοποννήσου, Ἀθήνα 1995, ἑκασταχοῦ (ἀπό τό Εὑρετήριο).
[21] Μιχ. Χουλιαράκη, Γεωγραφική Διοικητική και πληθυσμιακή ἐξέλιξις τῆς Ἑλλάδος 1821-1971, τ. Α΄, Μέρ. Ι, Ἀθῆναι 1972, σ. 37.
[22] Ἰωάν. Ἐμ. Νουχάκη, Ἑλληνική Χωρογραφία, ἐκδ. γ΄, τ. Β΄, ἐν Ἀθήναις 1901, σσ. 611-612.
[23] Τ. Ἀθ. Γριτσόπουλος, Ἡ ἐπέτειος τῆς Παλιγγενεσίας γιά τούς Ἠραιάτες, «Φωνή τῆς Γορτυνίας», φ. 1151, Ἰούνιος 2007 καί «Γορτυνία», φ. 244, Ἰούνιος 2007. Ὁ λόγος προσστίθεται ὡς ἐπίμετρον στήν παροῦσα δημοσίευσι. Στό τέλος αὐτοῦ ἐρρίφθη ἡ γνώμη νά φωτοτυπηθῆ τό Ἀρχεῖον Πλαπούτα, ἀποκείμενον στήν Δημοσία Βιβλιοθήκη Ἀνδρίτσαινας, νά ἐκδοθῆ καί νά ἀποτεθοῦν τά φωτοαντίγραφα στό Ἀρχοντικό Πλαπουταίων στοῦ Παλούμπα. Ἡ πρότασις υἱοθετήθη ἀπό τόν Δῆμον Ἠραίας καί ἀπομένει ὁ χρόνος πραγματοποιήσεως.
[24] Τ. Α. Γριτσοπούλου, Τό παρά τό χωρίον Ράφτη μονύδριον τοῦ Ταξιάρχου, «Γορτυνιακόν Ἡμερόλογιον», τχ. 5 (1951), σσ. 17-20.
[25] Τ. Α. Γριτσοπούλου, Ἀράχοβα ἡ Γορτυνιακή καί τό ἐξ αὐτῆς δημῶδες ἆσμα τοῦ Κλέφτη Δήμου, ἐν Ἀθήναις 1948, σ. 15 καί ὑποσ. 3.
[26] Στήν παρουσίασι τοῦ μνημείου κακή συμπλήρωσις τοῦ γράμματος τῶν ἑκατοντάδων στήν ἀπό κτίσεως κόσμου χρονολόγησι ἐνεφάνισε ἔτος ἱδρύσεως 1697, δηλ. παρουσιάζετο κατά 100 ἔτη νεώτερο τό μνημεῖο. Τό ἀβλέπημα ἐπανωρθώθη προσφάτως. Τ. Α. Γριτσοπούλου, Χωρογραφικές καί ἱστορικές διερευνήσεις στήν περιοχή τῆς χαράδρας Λουσίου, «Γορτυνιακά», τ. Δ΄ (2007), σσ. 89-90