Ελάχιστα έχουν γραφεί μέχρι σήμερα για τη σύνταξη του πρώτου ελληνικού Προϋπολογισμού,
Να σημειωθεί ότι δεν υπάρχει πουθενά σε ξένη γλώσσα η λέξη που να αποδίδει αυτό που σημαίνει και εννοεί η ελληνική λέξη προϋπολογισμός.
Ούτε στην Ελλάδα αρχικά υπήρχε αυτή η λέξη.
Στην αρχή του χρόνου έκαναν τη σύνταξη «υποθετικού λογαριασμού των προσόδων και εξόδων της διοικήσεως», και στο τέλος κάθε χρόνου έκαναν «λογαριασμό των γενομένων προσόδων και εξόδων».
Για πρώτη φορά, θα μπορούσαμε να πούμε – προνήπιο αυτού που λέμε σήμερα Προϋπολογισμό, έγινε τον Απρίλιο 1823.
Πόσο καιρό χρειάζονταν να συντάξουν τον προϋπολογισμό του κράτους, δεδομένων των αδυναμιών που υπήρχαν λόγω έλλειψης ειδικών υπηρεσιών, καταρτισμένων υπαλλήλων…., Αλήθεια, κατέθεταν φόρους οι πολίτες;
Για τη σύνταξη εκείνου του Προϋπολογισμού συστήθηκε Επιτροπή από έξι πολιτικούς και έξι στρατιωτικούς, και ολοκλήρωσε την εργασία της σε οκτώ ημέρες.
«Τα έσοδα ως προς τα έξοδα δεν είναι το ουδέν» ήταν η πρώτη διαπίστωσή τους. Στη συνέχεια επισήμαιναν ότι όσο και αν αυξάνονταν τα έσοδα με πιέσεις στις αγωνιζόμενες ελληνικές επαρχίες δεν θα εξισώνονταν με τα έξοδα
Ως έσοδα αποτιμούνταν οι προσφορές των διαφόρων τόπων σε λάδι, κρασί, χαρούπια, σταφίδες, φρούτα κ.λπ.
Όσο για τα έξοδα… «πλησιάζομεν εις την αλήθειαν», έγραφαν !!
Ο δεύτερος «Προϋπολογισμός» καταρτίσθηκε από τον Καποδίστρια τον Ιούλιο 1829
Ο τρίτος λογαριασμός και αφορούσε την περίοδο Μάιος 1829-Απρίλιος 1830 ονομαζόταν «Υποθετικός λογαριασμός εσόδων και εξόδων της Επικρατείας»
Έτσι, πάμε στο 1845 που μιλάμε πλέον για τον πρώτο προυπολογισμό με τη σημασία του όπου εν τω μεταξύ είχε εκδοθεί και ο πρώτος νόμος για την ίδρυση μιας οικονομικής εφορείας σε καθεμιά από τις 17 τότε επαρχίες της ελληνικής επικράτειας.
Η Ιστορία του 1ου Προϋπολογισμού
Ίσως, να μην αποδίδεται πουθενά με ακρίβεια σε όλο τον κόσμο αυτό που ορίζει η Ελληνική λέξη «προϋπολογισμός» . Πολλοί επιχείρησαν να αποδώσουν στη γλώσσα τους τον ορισμό «έσοδα έξοδα του επόμενου έτους» και στο τέλος του έδωσαν μια λέξη όπως για παράδειγμα οι Άγγλοι «budget» που απλά έχει καθιερωθεί ως προϋπολογισμός από τις αγορές.
Ας δούμε όμως πως ξεκίνησαν όλα…
H Α’ Συνέλευση στην Επίδαυρο, το 1822, προέβλεπε τη διαδικασία του “υποθετικού λογαριασμού”.
Η ονομασία «προϋπολογισμός» δόθηκε δώδεκα χρόνια μετά, στις 10 Σεπτεμβρίου 1835
O πρώτος ΠΡΟΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ του ελληνικού κράτους ψηφίστηκε στις 5 Νοεμβρίου του 1845
Στην Α’ Συνέλευση στην Επίδαυρο, το 1822, ψηφίστηκε το Προσωρινό Πολίτευμα της Ελλάδος. Ακολούθησαν, το 1823, η Β΄ Συνέλευση στο Άστρος και ο “Νόμος της Επιδαύρου” και, το 1827, η Γ΄ Συνέλευση στην Τροιζήνα με το “Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος”. Ήδη το Σύνταγμα της Επιδαύρου προέβλεπε τη διαδικασία του “υποθετικού λογαριασμού”, η οποία και διατηρήθηκε και στα δύο επαναστατικά Συντάγματα που ακολούθησαν.
Σύνταγμα Επιδαύρου: «Άρθρο μα΄. Το Βουλευτικόν σώμα επεξεργαζόμενον, εγκρίνει είς την αρχήν εκάστου έτους τον υποθετικόν λογαριασμόν των προσόδων και εξόδων, ο οποίος καθυποβάλλεται εις την επίκρισίν του από το Εκτελεστικόν Σώμα (…)».
Με τον τρόπο αυτό θεσμοθετήθηκε στην Ελλάδα αυτό που σήμερα καθιερώθηκε ως “προϋπολογισμός του Κράτους”. Μέχρι τότε ισχύ είχαν φορολογικοί και λογιστικοί κανόνες.
Η ονομασία «προϋπολογισμός» δόθηκε από αρκετά χρόνια, στις 10 Σεπτεμβρίου 1835 από το Συμβούλιο της Επικρατείας που «συνεστήθη δια νόμου έχον αρμοδιότητα οιονεί κοινοβουλευτικού Σώματος εφ’ όλων των κλάδων της διοικήσεως και αποτελούμενον από σοβαρά της εποχής πρόσωπα», όπως αναφέρεται.
Να σημειωθεί ότι οι κανόνες της ισχύουσας τότε νομοθεσίας προηγήθηκαν του Συντάγματος του 1844 και εφαρμόζονταν, πρίν η Γαλλία αποκτήσει τον πρώτο λογιστικό κώδικα το 1838, ο οποίος μάλιστα στη συνέχεια και συγκεκριμένα το 1852 έγινε Λογιστικός νόμος και του Ελληνικού Κράτους
Σύνταγμα
«Άρθρο 3. Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου και συνεισφέρουσιν αδιακρίτως εις τα δημόσια βάρη αναλόγως της περιουσίας των».
«Άρθρο 52. Ουδείς φόρος επιβάλλεται, ουδέ εισπράττεται, αν προηγουμένως δεν ψηφισθή παρά Τε της Βουλής και της Γερουσίας και κυρωθή υπό του Βασιλέως».
«Άρθρο 53. Κατ’ έτος η Βουλή και η Γερουσία ψηφίζουσι τον προϋπολογισμόν. Όλα τα έσοδα και τα έξοδα του Κράτους πρέπει να σημειώνται είς τον προϋπολογισμόν».
Ο πρώτος προϋπολογισμός ψηφίσθηκε στο σύνολό του και κυρώθηκε δια του νόμου ΚΑ΄ στις 5 Νοεμβρίου του 1845.
Η ΟΝΟΜΑΣΙΑ «ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ»
Την ερμηνεία της λέξης «προϋπολογισμός» ανατρέχουμε στο βιβλίο του Σπυρίδωνα Δεϊμέζη: «ΜΕΛΕΤΑΙ» επί του Γενικού Προϋπολογισμού του Κράτους, το οποίο εκδόθηκε το 1899 …. να αναφέρουμε εδώ ότι ο Σπυρίδων Δεϊμέζης γεννήθηκε το 1829 ήταν Έλληνας οικονομολόγος, πολιτικός διετέλεσε Υπουργός Οικονομικών και δικαστικός –
«Κατά τα γενικάς αρχάς της επιστήμης των οικονομικών, τα ομοφώνους διατάξεις των πολιτευμάτων των διαφόρων συνταγματικών εθνών, και κατά τους πανταχού παραδεδεγμένους γενικούς κανόνας, περί της διοικήσεως των δημοσίων οικονομικών, η μόνη αυθεντική πράξις, εν ή οφείλουν να κατατάσσωνται συγκεφαλαιωμένα αφ, ενός τα υποτιθέμενα, ότι μέλλουν βεβαιωθη έσοδα, και αφ’ ετέρου τα υπολογιζόμενα ως απαραίτητα δια την εν γένει διοίκησιν και τας υποχρεώσεις του Κράτους έξοδα κατά την περίοδον ενός έτους, καλείται «Προϋπολογισμός», όστις κατ’ έτος εξετάζεται και ψηφίζεται υπό των αντιπροσώπων του λαού, όπου υπάρχει συνταγματικόν πολίτευμα, ή υπό του μονάρχου εν ταις απολύτοις μοναρχίες.
Η εν πάσι πλουσία ελληνική γλώσσα έχει την προσήκουσα λέξιν «Προϋπολογισμός», ήτις ακριβώς εκφράζει αυτό το πράγμα. …….
Ο κ. Δεϊμέζης αναφέρει στο βιβλίο του τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι Ευρωπαίοι, προκειμένου να βρούν την κατάληλη λέγη που να αποδίδει και να ορίζει τον προϋπολογισμό.
«Αι ξέναι όμως γλώσσαι, στερούμεναι της καταλλήλου λέξεως, εδημιούργησαν τεχνικόν όρον, όστις δυστυχώς ούτε μεταφορικώς καν εκφράζει το πράγμα. Την αφηρημένην λέξιν «Προϋπολογισμός», μετέφρασαν εις την θετικήν «budget»
Ήτις σημαίνειν σάκκον, θηλάκιον, βαλάντιον και τα παρόμοια. Ετυμολογείται δε εκ της λατινικής ή κελτικής λέξεως «bugette»προσθήκη ενός ευφωνικού «D».
Το λεξικό της πολιτικής οικονομίας, την λέξη «budget», επεξηγεί: «Επίσημον λογαριασμόν των δημοσίων εσόδων και εξόδων».
Ο κ. Δεϊμέζης χαρακτηρίζει ατυχή την ερμηνεία της λέξεως, διότι, «η μέν λέξις παν άλλο ή προϋπολογισμόν σημαίνει, το δε πράγμα, ακριβώς ο λογαριασμός είναι οι αντίποδες του προϋπολογισμού».
Ο δημιουργός της λογιστικής νομοθεσίας της Γαλλίας ο Marquis Audiffret δεν μπόρεσε να βρεί την κατάλληλη λέξη που να αποδίδει τον πραγματικό ορισμό. Αρκείται στη λέξη «budget», όπως και αρκετοί Οικονομολόγοι της εποχής. Πολύ αργότερα, χρησιμοποιείται η λέξη annuel Financiel, ενώ στην Ιταλία αναφέρεται ως Bougetti bilancio. Τη λύση φαίνεται ότι την βρήκε ο γάλλος Υπουργός Οικονομικών, Leon Say, η οποία όμως δεν έγινε αποδεκτή. Απλά συμβούλευσε τους συναδέλφους του, αφού δεν μπορούν να βρούν την κατάλληλη λέξη, ας δανεισθούν την… Ελληνική, όπως το έκαναν και σε άλλες περιπτώσεις…!)
Ο πρώτος προϋπολογισμός, μετά το Σύνταγμα του 1844, ψηφίσθηκε στις 5 Νοεμβρίου του 1845. Αφορούσε τις πιστώσεις για τα έξοδα των μηνών Ιανουαρίου μέχρι τέλους Οκτωβρίου.
Ο δεύτερος, στις 4 Νοεμβρίου 1846. 19 Δεκεμβρίου 1847 ο τρίτος και στη συνέχεια αναλόγως οι επόμενοι 14, μέχρι τον τελευταίο, με ισχύ το Σύνταγμα του 1844, στις 12 Αυγούστου 1861.
Οι αμέσως επόμενοι ψηφίσθηκαν βάσει των άρθρων 59 και 60 του νέου Συντάγματος του 1864 (1864 –1898).
Αυτό που διέκρινε τους προϋπολογισμούς όλων αυτών των ετών ήταν το γεγονός ότι δεν είχαν σταθερή ημερομηνία ψήφισής τους.
Πολλοί προϋπολογισμοί ψηφίστηκαν από την επόμενη κυβέρνηση που τους ενέκρινε. Και αυτό διότι κάθε έξι μήνες, σχεδόν, η Βουλή διαλύοταν με αποτέλεσμα ο ετήσιος, υποτίθεται, προϋπολογισμός, να έχει διάρκεια ακόμη και τριών μηνών !!
Αυτό κάθε άλλο παρά τυχαίο ήταν. Σκοπός των εκάστοτε κυβερνώντων ήταν να επιβάλλουν τους φόρους που εκείνοι ήθελαν με ένα και μόνο στόχο: Να καλύψουν τις «μαύρες τρύπες» που δημιουργούσαν τόσο οι ίδιοι όσο και οι ξένες «εγγυήτριες» δυνάμεις της Χώρας.
Αποκαλυπτικό, της κατάστασης που επικρατούσε, είναι το απόσπασμα από τα πρακτικά της Βουλής της 27ης Αυγούστου 1845:
Στο οποίο ο κυβερνητικός εισηγητής αναφέρει ότι από τα 60 εκατομμύρια του δανείου που προοριζόταν για την Ελλάδα, όχι μόνο εισπράχθηκαν μόλις 14, αλλά και ότι αυτά αντί να δαπανηθούν για την ενίσχυση της εθνικής οικονομίας, σπαταλήθηκαν στην κάλυψη των αναγκών της παραμονής των βαυαρικών στρατευμάτων στην Ελλάδα καθώς και σε τακτικά κυβερνητικά έξοδα. Το αποτέλεσμα βέβαια ήταν η Ελλάδα να αδυνατεί να πληρώσει τις δανειακές της υποχρεώσεις.
Ποια ήταν λοιπόν η απόφαση που έλαβε η Βουλή; Ο πρόεδρός της, ευχήθηκε η Ελλάδα να γίνει κάποτε κράτος και να αποπληρώσει τα χρέη της…:
Από τα πρακτικά: «Ο Πρόεδρος, ο Κανέλλος Δεληγιάννης απήγγειλεν ότι η Βουλή δι’ ονομαστικής ψηφοφορίας (68 ψήφοι υπέρ και 13 κατά), παρεδέχθη να καταχωρισθεί εις το Α΄κεφάλαιο του προϋπολογισμού του Υπουργείου Οικονομικών το οφειλόμενον δια τόκους και χρεόλυτρα ποσόν, εκφράζουσα τας ευχάς της προς τας δυνάμεις δια να περιμείνωσιν επί έτη τινά το έθνος, μέχρις ου βελτιωθείσης της καταστάσεώς του δυνηθή να πληρώση τακτικώς και αδιαλείπτως τας υποχρεώσεις του ταύτας επί τη βάσει των λόγων και παρατηρήσεων της επί του προϋπολογισμού εισηγητικής επιτροπής».
Δηλαδή, ευχήθηκε, οι δανειστές να περιμένουν να βελτιωθούν τα οικονομικά του Έθνους έτσι ώστε να μπορεί να ξεπληρώνει τις δανειακές της υποχρεώσεις. Μόνο που δεν ήταν το μόνο δάνειο, ακολούθησαν και άλλα εκείνη την περίοδο στην οποία αναφερόμαστε μέχρι που ξεπληρώσαμε κάποια από αυτά το 2000…