Το Φεβρουάριο του 1836 η κυβέρνηση έπρεπε να «λειτουργήσει» με γνώμονα την ίδρυση και όχι την επανίδρυση του νεότευκτου τότε Ελληνικού κράτους. Άλλωστε… είχε τα χρήματα τα οποία έρεαν από τους δανεισμούς οι οποίοι είχαν ξεκινήσει νωρίς, από το 1824…!!!
Από τότε ως σήμερα δεν άλλαξε τίποτα. Το χαρακτηριστικό όλων αυτών των δανειοληψειών είναι η κακή χρήση, η αλόγιστη σπατάλη και κατάχρηση του δημόσιου χρήματος. Το αποτέλεσμα ήταν να φέρουν την Ελλάδα σε σημείο να μην μπορεί πλέον να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις της.
Η Ελλάδα είναι ένα κράτος «δανειογενές» πριν από τη σύστασή του (1824-1825).
Η ιστορία του δανεισμού άρχισε πριν από τη συγκρότηση του νεότερου ελληνικού κράτους, το 1824, όταν ο απελευθερωτικός αγώνας βρισκόταν σε κρίσιμη φάση. Που βρίσκεται το ενδιαφέρον; Στο γεγονός ότι τα δάνεια που σύναψαν τότε, δόθηκαν πριν καν την δημιουργία του λεγόμενου «κράτους». Να σημειωθεί ότι μόλις είχε συνέλθει η Α΄ εν Επιδαύρω συνελθούσα τακτική Εθνική Συνέλευση, η οποία ψήφισε το 1822 το προσωρινό πολίτευμα της Ελλάδος ενώ ο πρώτος προϋπολογισμός, ψηφίσθηκε μετά 23 περίπου χρόνια, στις 5 Νοεμβρίου του 1845.
Οι Αλ. Μαυροκορδάτος και Ι. Ζαΐμης σύναψαν δύο δάνεια με αγγλικές τράπεζες. Για το ένα, καταβλήθηκε στην τότε κυβέρνηση το 59% της ονομαστικής του αξίας και για το άλλο το 43,6%! Τα υπόλοιπα ποσά κρατήθηκαν για τοκοχρεολύσια, προμήθειες, μεσιτείες, έξοδα σύμβασης και αγορές άχρηστων πολεμικών υλικών (!). Ωστόσο, η Ελλάδα πλήρωσε τόκους και χρεολύσια για το κεφάλαιο που ουδέποτε πήρε! Και από τότε ως σήμερα, για 190 χρόνια η Ελλάδα ζει με ξένα δάνεια και φυσικά με χρεοκοπίες.
Οι «ξένοι» αρχικά έδιναν αφειδώς τα δάνεια και χωρίς καμία εγγύηση. Στη συνέχεια, μετά και την τρίτη χρεωκοπία το 1932, η στάση τους σκλήρυνε ακόμα πιο πολύ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η συμπεριφορά του Γάλλου Αντιπροσώπου προς τον Έλληνα ομόλογο του Γεώργιο Μαντζαβίνο, (γενικού διευθυντού Λογιστικού του κράτους, διοικητού της Τραπέζης Ελλάδος) κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης της Δημοσιονομικής Επιτροπής της Κοινωνίας των Εθνών στο Παρίσι, στις 10 Μαρτίου 1932: «Αν πρόκειται να αρνηθείτε τις υποχρεώσεις σας προς το εξωτερικό, οφείλετε πρώτα να κάνετε σκληρή οικονομία και να κλείσετε σχολεία, να σταματήσετε υπαλλήλους διότι έχετε πολλούς, να περιορίσετε τους μισθούς των υπαλλήλων μέχρι 20%. Διαφορετικά δεν δικαιολογείστε να φτάσετε σε αναστολή του χρεολυσίου». Σας θυμίζει κάτι; Όπως σήμερα δηλαδή…
Όσον αφορά την καταβολή των περιβόητων δανείων; Το πρώτο δάνειο είχε ονομαστικό ποσό 800.000 στερλινών, αλλά μόνο 308.000 στερλίνες και πολεμοφόδια αξίας 11.900 στερλινών δόθηκαν στην Ελλάδα. Το δεύτερο δάνειο είχε ονομαστική αξία 2.000.000 στερλινών. Στα χεριά μας έφτασαν μόλις 529.000 στερλίνες καθώς από αρχικό ποσό κρατήθηκαν διάφορα ποσά για τόκους, έξοδα, μεσιτικά και προηγούμενα δάνεια, συνολικά 529.000 στερλινών…! Από τις υπόλοιπες 529.000 στερλίνες θα σταλούν στην Αμερική 156.000 στερλίνες για να κατασκευαστούν δύο ατμοφρεγάτες και 123.000 θα παραμείνουν στην Αγγλία για την κατασκευή έξι ατμοκίνητων πλοίων. Ποσό 37.000 θα δοθεί για μισθοδοσία στον άγγλο ναύαρχο Κόχραν, ο οποίος ανελάμβανε την ηγεσία του υπό κατασκευή ελληνικού στόλου. Στην Ελλάδα έμειναν 190.000, οι οποίες θα σπαταληθούν στις εμφύλιες αναμετρήσεις την εποχή που ο Ιμπραήμ έφθανε ανενόχλητος στην Πελοπόννησο.
Κατά την περίοδο της Βασιλείας του Όθωνα, για το δάνειο των 60.000.000 γαλλικών φράγκων, εγγυήθηκαν οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) κάθε μία το ένα τρίτο. Η τρίτη δόση των 20.000.000 γαλλικών φράγκων ουδέποτε καταβλήθηκε στην Ελλάδα. Κατακρατήθηκε από τη δανειοδότρια τράπεζα για την εξυπηρέτηση του δανείου. Από τις υπόλοιπες δύο δόσεις, 40 εκατομμύρια Γαλλικά Φραάγκα, το 56,8% κατακρατήθηκε στο εξωτερικό, το υπόλοιπο -κατά τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη – σπαταλήθηκε από την αντιβασιλεία και σε έξοδα του Βαυαρικού στρατού. Το έτος 1835, στο δημόσιο ταμείο υπήρχαν 1.800.000 δραχμές και απʼ αυτά τα χρήματα έπρεπε να καλυφθούν τα ελλείμματα 1833–1835 και η εξυπηρέτηση του δανείου, που ήταν 2.700.000 δραχμές. Τελικά η καθαρή πρόσοδος, από το δάνειο, για την Ελλάδα ήταν 14,2%. Στο τέλος του 1859 η Ελλάδα έναντι του δανείου χρωστούσε υπερτριπλάσια των όσων λογιστικά είχε επωφεληθεί από το δάνειο…!!
Και βεβαίως όλα αυτά είχαν ως κατάληξη τις πτωχεύσεις. Η πρώτη ουσιαστική πτώχευση σημειώθηκε μετά τρία χρόνια τη σύναψη των δανείων, το 1827 με την αδυναμία καταβολής των τοκοχρεολυσίων των δύο πρώτων δανείων (οι λεγόμενες Μεγάλες Δυνάμεις αρνήθηκαν το δάνειο, με το οποίο ο Ιωάννης Καποδίστριας ήλπιζε ότι θα «αναγεννούσε» την οικονομία. Από το συνολικό ποσό που διέθεσαν ως δάνειο οι αγγλικές τράπεζες, υπολογίζεται πως μόνο το 20% κατέφθασε στην Ελλάδα.).Η δεύτερη το 1843, όταν διακόπηκε η εξόφληση των δόσεων του δανείου των 60.000.000 γαλλικών φράγκων που είχε δοθεί στη Βαυαροκρατία με την εγγύηση των προστάτιδων δυνάμεων. Το δάνειο αυτό εξανεμίστηκε στην αποπληρωμή των δόσεων των δύο αγγλικών δανείων. Πώς φθάσαμε εκεί; Λονδίνο και Παρίσι είχαν δανείσει στον Όθωνα 60 εκατομμύρια φράγκα, εκ των οποίων τα 33 διατέθηκαν αμέσως για την αποπληρωμή των «Δανείων της Ανεξαρτησίας». Πώς αξιοποιήθηκαν τα υπόλοιπα- εξαιρουμένων εκείνων της τρίτης δόσης, που δεν δόθηκε ποτέ; Να τι έγραψε ο Άγγελος Αγγελόπουλος στο «Δημόσιον χρέος της Ελλάδος»: «Τα 12, 5 εκατομμύρια δια την εξαγοράν από μέρους της Τουρκίας των επαρχιών Αττικής, Ευβοίας και μέρους της Φθιώτιδος και 7,5 εκατομμύρια δια την συντήρησιν των βαυαρικών στρατών».!
Τα πρώτα δύο δάνεια, τα οποία χαιρετίστηκαν ως «σωτήρια» από το τότε ελληνικό πολιτικό κατεστημένο, όχι μόνο δεν βοήθησαν ποτέ τον Ελληνικό Αγώνα, αλλά έφεραν πιο πολλές διαμάχες, ενώ έθεσαν επίσης τη χώρα σε τροχιά εξάρτησης από τις «Μεγάλες Δυνάμεις», εξάρτηση η οποία κατά πολλούς συνεχίζεται μέχρι τώρα.
Την περίοδο 1824-1893 ο απολογισμός των εξωτερικών δανείων σε φράγκα ήταν: ονομαστικός 769.739.000, με καθαρή πρόσοδο 388.706.680 (50% του ονομαστικού). Το Ελληνικό Δημόσιο είχε αποδώσει με την εξυπηρέτηση των δανείων 472.575.469 φράγκα, δηλαδή 83.868.789 περισσότερα απ’ όσα είχε ως καθαρή πρόσοδο και το 1893 χρωστούσε 630 εκατ. φράγκα, με ετήσια έσοδα το 1893 περίπου 64 εκατ. φράγκα.
Τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς, ο Τρικούπης λέει: «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν»! Ήταν η τρίτη πτώχευση. Ο οικονομολόγος της τότε τρόικας, Λόου (σ.σ. ο αντίστοιχος Τόμσεν σήμερα) επεσήμαινε στην έκθεσή του ότι «η Ελλάς είναι πλούσια χώρα, το κράτος ήταν ανεπαρκές»!
Πέντε χρόνια μετά, η Ελλάδα βρίσκεται υπό τον Διεθνή Οικονομικό Ελεγχο (ΔΟΕ). Του τότε δανειακού αποκλεισμού πρωτοστάτησαν οι Γερμανοί.