Ιστορικές – Τοπογραφικές Αναζητήσεις στην περιοχή της Ηραίας

Θά χαι­ρε­τή­σω μέ τήν σει­ρά μου τήν ση­με­ρι­νή Ε­σπε­ρί­δα, με­τά τούς το­πι­κούς ἄρ­χον­τες καί τούς εκ­προ­σώ­πους τῆς πο­λι­τι­κῆς ζωῆς τῆς πε­ρι­ο­χής μας. Πα­λούμ­πα Πέμ­πτη 9 Αὐ­γού­στου 2007 βρά­δυ ἐ­νώ­πιον ἐ­κλε­κτῆς συγ­κεν­τρώ­σε­ως Ἡ­ραια­τῶν. Εὑ­ρι­σκό­με­θα στήν καρ­διά τῆς Ἡ­ραί­ας τοῦ 2007[1]. Αὐ­το­μά­τως ἐ­πι­ζη­τοῦ­με σύν­δε­σμον μέ τό πα­ρελ­θόν, τό ἀ­πώ­τε­ρον, ἀ­πό τό ὁ­ποῖ­ον μᾶς χω­ρί­ζει ἀ­βυσ­σα­λέ­ον χά­ος δυ­ό­μι­συ χι­λι­ε­τη­ρί­δων. Καί ποῖ­ος θά γε­φυ­ρώ­ση αὐ­τό τό ἀ­πί­θα­νον χά­σμα;
Μέ τήν συγ­κα­τά­θε­σι τοῦ ἀ­κρο­α­τη­ρί­ου θά προ­σπα­θή­σω νά δη­μι­ουρ­γή­σω με­ρι­κούς σταθ­μούς με­τά τά ὅ­σα γνω­ρί­ζο­με ἀ­πό τούς Μυ­θι­κούς καί Ἀρ­χαί­ους χρό­νους. Ἀ­να­ζη­τών­τας ἐν πρώ­τοις τά γνω­στά στοι­χεῖ­α τῆς ἀ­κμῆς τῆς ἀρ­χαί­ας πό­λε­ως Ἡ­ραί­ας, ὀ­φεί­λω νά ἐ­ξη­γή­σω τό τέ­λος τοῦ Ἀρ­χαί­ου Κό­σμου καί νά ρί­ψω με­ρι­κές ἀ­κτῖ­νες φω­τός ἐ­φε­ξῆς, γιά νά συν­δε­θοῦ­με μέ ὅ­σα συ­νέ­βη­σαν, ὕ­στε­ρα ἀ­πό τήν με­γά­λη πα­ρα­κμή κα­τά τούς δύ­ο τε­λευ­ταί­ους προ­χρι­στι­α­νι­κούς αἰ­ῶ­νες καί ἀ­κο­λού­θως κα­τά τούς πρώ­τους χρι­στι­α­νι­κούς.
Ἡ προ­ϊ­οῦ­σα πα­ρα­κμή κυ­ρι­ώ­τα­τα συ­νε­τε­λέ­σθη κα­τά τήν πε­ρί­ο­δον τῆς κα­τα­κτή­σε­ως τῆς Ἑλ­λά­δος ἀ­πό τούς Ρω­μαί­ους καί συ­νε­χί­σθη με­τά τήν ἀ­πο­μά­κρυν­σιν αὐ­τῶν μέ­χρις ὀρ­γα­νώ­σε­ως τοῦ Με­σαι­ω­νι­κοῦ Βυ­ζαν­τι­νοῦ κρά­τους. Στίς ἐν­δι­ά­με­σες με­γά­λες με­τα­βο­λές μπο­ροῦν νά τε­θοῦν με­ρι­κοί σταθ­μοί μέ σύν­το­μον κα­τα­το­πι­στι­κόν λό­γο, γιά νά συ­νε­χι­σθῆ ἡ τα­χεῖ­α ἐν χρό­νῳ καί τό­πῳ πε­ρι­ή­γη­σις μέ­χρι τήν εἰ­κό­να 2007.
Γιά τήν ἀρ­χαί­α πό­λι Ἡ­ραί­α πλη­ρο­φο­ρί­ες λαμ­βά­νο­με ἀ­πό τόν Παυ­σα­νί­α, ὁ ὁ­ποῖ­ος προ­ερ­χό­με­νος ἀ­πό τόν πα­λαι­ο­αρ­κα­δι­κόν χῶ­ρον τῆς Ψω­ρί­δος εἰ­σέρ­χε­ται στόν Γορ­τυ­νια­κόν μέ πρῶ­τον σταθ­μόν τήν Θέλ­που­σα. Μνη­μο­νεύ­ει τό ἱ­ε­ρό τοῦ Ἀ­σκλη­πιοῦ Κα­ου­σί­ου. Ὁ πε­ρι­η­γη­τής σπεύ­δει νά συν­δε­θῆ μέ τήν μυ­θο­λο­γι­κή πα­ρά­δο­σι. Ἡ πό­λις —λέ­γει— τ’ ὄ­νο­μά της ἔ­λα­βε ἀ­πό ὁ­μώ­νυ­μη νύμ­φη, κό­ρη τοῦ πο­τα­μοῦ Λά­δω­νος, ὁ ὁ­ποῖ­ος περ­νᾶ δε­ξιά τοῦ Ἀ­σκλη­πιοῦ παι­δός κον­τά στό μνῆ­μα τῆς Τρι­γό­νος. Γι’ αὐ­τήν ὑ­πῆρ­χε πα­ρά­δο­σις πώς ἦ­ταν τρο­φός τοῦ Ἀ­σκλη­πιοῦ νη­πί­ου ἐ­κτε­θει­μέ­νου στήν Θέλ­που­σα. Στόν Λά­δω­να χύ­νε­ται ὁ πο­τα­μός Του­θό­ας, ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρει ὁ Παυ­σα­νί­ας, προ­σθέ­τον­τας ὅ­τι ἡ το­πο­θε­σί­α Του­θό­α ἀ­πο­τε­λοῦ­σε τά ὅ­ρια Θέλ­που­σας – Ἡ­ραί­ας. Στό ση­μεῖ­ον ὅ­που ὁ Λά­δων χύ­νε­ται στόν Ἀλ­φει­ό δη­μι­ουρ­γεῖ τό λε­γό­με­νον ἀ­πό τούς Ἀρ­κά­δες Πε­δί­ον καί εὐ­θύς ὁ ξέ­νος ἐκ­φρά­ζει τόν θαυ­μα­σμό του γιά τόν Λά­δω­να: «κάλ­λους ἕ­νε­κα οὐ­δε­νός πο­τα­μῶν δεύ­τε­ρος οὕ­τε τῶν βαρ­βα­ρι­κῶν ἐ­στιν οὕ­τε Ἑλ­λη­νος»(Παυ­σαν. Ἀρ­κα­δι­κά XXV,13)[2].
Στά μυ­θι­κά χρό­νια ἀ­πέ­δι­δαν οἱ κά­τοι­κοι τῆς Ἡ­ραί­ας τήν ἀρ­χή τῆς πό­λε­ώς των καί στόν Παυ­σα­νί­α με­τέ­δι­δαν ὅ­τι οἱκιστής ὑ­πῆρ­ξε υἱ­ός τοῦ Λυ­κά­ο­νος Ἡ­ραι­εύς, ἐγ­γο­νός τοῦ Πε­λα­σγοῦ, καυ­χώ­με­νοι ὅ­τι «κεῖ­ται ἡ πό­λις ἐν δε­ξιᾶ τοῦ Ἀλ­φει­οῦ», ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­πο­τε­λοῦ­σε τό κό­σμη­μα τῆς πό­λε­ως. Γύ­ρω ἀ­πό τόν πο­τα­μό εἶ­χε κτι­σθῆ μέ λί­γες μό­νον ἀ­νη­φο­ρι­ές, ἄλ­λά πολ­λές δεν­δρο­στοι­χί­ες στούς δρό­μους ἀ­πό μυρ­σί­νες καί ἄλ­λα δέν­δρα ἥ­με­ρα. Μνη­μο­νεύ­ον­ται τά Λου­τρά καί οἱ να­οί στόν Δι­ό­νυ­σο Πο­λί­την καί Αὐ­ξί­την ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νοι, ἑ­νῶ ξε­χω­ρι­στό ὑ­πῆρ­χε «οἴ­κη­μα, ἔν­θα τῶ Δι­ο­νύ­σῳ τά ὄρ­για (οἱ κά­τοι­κοι) ἄ­γου­σι». Ἐξ ἄλ­λου εὑ­ρῆ­κε ὁ Παυσ­α­νί­ας να­όν τοῦ Πα­νός, ἑ­νῶ τῆς Ἥ­ρας εἶ­χε ἐ­ρει­πω­θῆ. Το­νί­ζει ὁ πει­η­γη­τής τήν ἐ­πί­δο­σι τῶν Ἡ­ραια­τῶν στά ἀ­θλη­τι­κά καί μνη­μο­νεύ­ει ὅ­τι ὁ Ἴ­φι­τος ἀ­νε­θέρ­μα­νε τήν τέ­λε­σι τῶν Ὀ­λυμ­πια­κῶν ἀ­γώ­νων καί ἠ­γω­νί­σθη ὁ ἴ­διος ἀ­γῶ­να δρό­μου.
Κα­τά τήν συ­νή­θειά του ὁ Παυ­σα­νί­ας περ­νᾶ τόν Ἀλ­φει­ό καί μέ μι­κρόν ἄλ­μα με­τα­πη­δᾶ ἀ­πό τήν Ἡ­ραί­α στήν ἀρ­χαί­α μι­κρά Ἀρ­κα­δι­κή πό­λι Ἀ­λι­φη­ρα καί ση­μει­ώ­νει ὅ­τι οἱ κά­τοι­κοί της με­τε­κι­νή­θη­σαν πρός τήν Με­γά­λη Πό­λι. Γιά τήν Ἡ­ραί­α ὁ πε­ρι­η­γη­τής πρίν τήν ἐγ­κα­τα­λεί­ψη θά συμ­πλη­ρώ­ση ὅ­τι εἶ­χε ἔ­ξο­δον πρός Ἠ­λεί­αν, καί ὅ­τι ὁ ἐ­ξερ­χό­με­νος ἔ­χει νά δι­α­νύ­ση 15 στά­δια, γιά νά δια­βῆ τόν Λά­δω­να καί με­τά ἀ­πό πο­ρεί­αν 20 στα­δί­ων θά φθά­ση στόν Ἐ­ρύ­μαν­θο, ὅ­που καί τά ὅ­ρια Ἡ­ραί­ας – Ἠ­λεί­ας.
Ὁ Ἡ­ραι­α­τι­κός χῶ­ρος μέ τήν πρός Με­γα­λό­πο­λιν ὁ­δόν συμ­πλη­ρώ­νε­ται μέ πλη­ρο­φο­ρί­ες πο­λύ χρή­σι­μες, γιά τούς ἐ­ρει­πω­μέ­νους ἐ­πί τοῦ Βου­φα­γί­ου ὄ­ρους οἰ­κι­σμούς, πού με­σο­λα­βοῦν μέ­χρι πού ὁ ξέ­νος ἀν­τι­κρύ­ζει ἀρ­χαί­α Γόρ­τυ­να καί ὁ­δόν πρός Με­γά­λην Πό­λιν. Μέ βά­σι τήν πε­ρι­γρα­φή Παυ­σα­νί­α ἐ­πί τοῦ Βου­φα­γί­ου ἔ­γι­νε ἀ­πό­πει­ρα το­πο­θε­τή­σε­ως τῶν ἐ­ρήμ­ων Με­λαι­νεῶν στό Πα­λι­ό­κα­στρο. Νο­μί­ζω ὅ­τι τό πόλισμα Βου­φά­γιον εὑ­ρί­σκε­το στοῦ Μάρ­κου, μέ κα­θο­ρι­σμόν τοῦ πο­τα­μοῦ Βου­φά­γου καί τοῦ δι­κο­ρύ­φου ὁ­μω­νύ­μου ὄ­ρους, μέ­χρι τῶν πη­γῶν τοῦ πο­τα­μοῦ καί μέ­χρι τῶν ὁρίων  Ἡ­ραί­ας – Με­γα­λο­πό­λε­ω­ς[3].
Ἀ­πό τά συμ­φρα­ζό­με­να φαί­νε­ται ὅ­τι ἡ πό­λις Ἡ­ραί­α ἀν­τι­στοι­χοῦ­σε πρός ἕ­να ὁ­μώ­νυ­μον ἀ­νε­ξάρ­τη­τον Ἀρ­κα­δι­κόν κρά­τος, πού στά μέ­σα τοῦ Β΄ μ. Χ. αἰ­ῶ­νος εὑ­ρί­σκε­το σ’ ἀ­κμή. Κα­τά τό ἀρ­χαῖ­ον σύ­στη­μα οἱ πό­λεις ἀ­πο­τε­λοῦ­σαν κρά­τη μέ οἰ­κι­σμούς κα­τά κώ­μας. Με­τά τῆς Ἡ­ραί­ας πό­λε­ως τό κρά­τος πε­ρι­ε­λάμ­βα­νε τά Λου­τρά καί δύ­ο του­λά­χι­στον κῶ­μες, τῶν ὁ­ποί­ων δέν ἀ­να­φέ­ρε­ται τό ὄ­νο­μα, ἀλ­λ’ ἀ­φοῦ ἀρ­χαι­ο­λο­γι­κά λεί­ψα­να πε­ρι­έ­χουν πρέ­πει νά το­πο­θε­τη­θοῦν στοῦ Κο­κο­ρᾶ καί στούς Κα­κου­ραί­ους. Ἀρ­χαι­ο­λο­γι­κές ἐν­δεί­ξεις ὑ­πάρ­χουν καί στήν Στρού­ζα (ση­με­ρι­νή Ρι­ζο­σπη­λιά), ἴ­σως καί σ’ ἄλ­λα ση­μεῖ­α τῆς ἐ­πί τοῦ Βου­φα­γί­ου δι­α­δρο­μῆς ἀ­πό Ἡ­ραί­α μέ­χρι Γόρ­τυ­να. Πρέ­πει νά ἐν­τά­ξω­με στόν φι­λι­κόν κύ­κλο τοῦ κρά­τους τῆς Ἡ­ραί­ας καί τίς γει­το­νι­κές Με­λαι­νε­ές, ὅ­πως καί τό Βου­φά­γιον, τά Μά­ρα­θα, πού μνη­μο­νεύ­ον­ται, καί εἴ τις ἄλ­λος γει­το­νι­κός οἰ­κι­σμός. Τήν θέ­σιν τῆς Ἡ­ραί­ας, κα­θώς μαρ­τυ­ροῦν οἱ ἀρ­χαι­ο­λο­γι­κές ἔ­ρευ­νες, κα­τέ­λα­βε ὁ Ἁ­γιά­ννης, ἐν­νο­ού­με­νος μα­ζί μέ τά Κα­λύ­βια — Λου­τρά και τίς ἄλ­λες κῶ­μες[4].
Ἡ πα­ρα­κμή τοῦ ἀρ­χαί­ου κό­σμου ἄρ­χι­ζε ἀ­πό τήν με­τα­κί­νη­σι τῶν λο­γί­ων, τῶν φι­λο­σό­φων, τῶν ποι­η­τῶν, τῶν ρη­τό­ρων, τῶν νο­μο­θε­τῶν με­τά τοῦ Μ. Ἀ­λε­ξάν­δρου καί τήν δι­ά­δο­σι τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Πο­λι­τι­σμοῦ στήν Ἀ­να­το­λή, ὅ­που ἱ­δρύ­θη­σαν κέν­τρα σπου­δῶν καί ἐ­ρευ­νῶν, ἐ­νῶ ἡ μη­τρο­πο­λι­τι­κή Ἑλ­λά­δα πα­ρή­κμα­ζε, για­τί τῆς ἔ­λει­πε ἡ προ­τέ­ρα πνευ­μα­τι­κή ἡ­γε­σί­α καί για­τί ἐ­φθεί­ρε­το μέ τούς ἐμ­φυ­λί­ους πο­λέ­μους. Τά ἀ­νοι­κτά στρα­τό­πε­δα ἀ­πα­σχο­λοῦ­σαν τούς νέ­ους καί δέν ἀ­να­πα­ρή­γε­το ἡ ζω­ή.
Κα­τά τούς Ἀ­λε­ξαν­δρι­νούς χρό­νους ἡ Ἑλ­λάς ἐ­φθεί­ρε­το δια­ρκῶς καί στά μέ­σα τοῦ 2ου π.Χ. αἰ­ῶ­νος ὑ­πε­τά­γη στούς Ρω­μαί­ους. Τήν ὑ­πο­τα­γή εἶ­χε προ­ε­τοι­μά­σει ὁ Πό­λε­μος τῶν Ἑλ­λή­νων ἐ­ναν­τί­ον Ἑλ­λή­νων. Ὑ­πό τούς Ρω­μαί­ους ὑ­πῆρ­ξε καί ἠ­θι­κή φθο­ρά τῶν ἠ­θῶν. Στούς με­τα­ξύ τῶν ἡ­γε­τῶν τῆς Ρώ­μης πο­λέ­μους με­τεῖ­χαν καί Ἀρ­κά­δες ἑ­κα­τέ­ρω­θεν. Ὁ Στρά­βων ἀ­να­φέ­ρει ὅ­τι ἡ Ἀρ­κα­δί­α ἦ­ταν τό πλέ­ον πα­ρα­με­λη­μέ­νο τμῆ­μα τῆς Πε­λο­πον­νή­σου ὑ­πό γε­νι­κήν ἐ­ρη­μί­α.
Ὑ­πό τίς συν­θῆ­κες γε­νι­κῶν δο­κι­μα­σι­ῶν ἡ με­γά­λη εἰ­ρη­νι­κή ἐ­πα­νά­στα­σις κα­τέ­κτη­σε τόν κό­σμο, πα­ρά τήν πο­λε­μι­κή τῆς Ρώ­μης. Στήν Πε­λο­πόν­νη­σο ὁ Χρι­στι­α­νι­σμός εἰ­σῆλ­θε πο­λύ ἐ­νω­ρίς, μέ τό κή­ρυγ­μα τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου στήν Κό­ριν­θο καί μέ τό μαρ­τύ­ριο τοῦ Πρω­το­κλή­του ἀ­πο­στό­λου Ἀν­δρέ­α στήν Πά­τρα. Ἡ Κό­ριν­θος εὐ­τύ­χι­σε νά γνω­ρί­ση σο­φούς καί δρα­στη­ρί­ους ποι­μέ­νας καί ἀ­πέ­βη ση­μαν­τι­κό χρι­στι­α­νι­κό κέν­τρον μέ­χρι τήν Στε­ρε­ά καί τήν Εὔ­βοι­α. Ὑ­πῆρ­ξαν ἀ­σφα­λῶς ἀν­τι­δρά­σεις τῶν κα­τοί­κων πι­στῶν τοῦ δω­δε­κα­θέ­ου, ἀλ­λ’ ὁ χρό­νος συ­νειρ­γά­σθη μέ τούς ὀρ­γα­νω­τάς τῆς ἀ­πο­στο­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας Κο­ρίν­θου, ἀ­φ’ ἧς μά­λι­στα οἱ Ρω­μαῖ­οι ἀ­πε­μα­κρύν­θη­σαν. Πό­τε ἀ­κρι­βῶς ἐ­πε­κρά­τη­σε ἡ νέ­α θρη­σκεί­α στήν ὕ­παι­θρο χώ­ρα δέν μαρ­τυ­ρεῖ­ται, ἀ­πό τίς ὑ­πάρ­χου­σες ὅ­μως ἐν­δεί­ξεις πι­στοῦ­ται ὅ­τι ἐν μέ­ρει κα­τά τόν 4ον αἰ­ῶ­να καί ἀ­σφα­λέ­στε­ρα κα­τά τόν 5ον αἰ­ῶ­να ἡ Ἀρ­κα­δί­α ἦ­ταν χρι­στι­α­νι­κή.
Πρέ­πει νά ση­μει­ώ­σω ὅ­τι ἐ­πί αὐ­το­κρά­το­ρος Θε­ο­δο­σί­ου ὁ Χρι­στι­α­νι­σμός ἐ­πε­βλή­θη ὡς ἐ­πί­σημη θρη­σκεί­α τοῦ Ἀ­να­το­λι­κοῦ Ρω­μα­ϊ­κοῦ κρά­τους, τό ὁ­ποῖ­ον ὅ­μως κα­λά – κα­λά δέν εἶ­χε προ­λά­βει νά ὀρ­γα­νω­θῆ καί γιά οὐ­σι­α­στι­κούς λό­γους, ἀλ­λά πρό πάν­των για­τί πρό τοῦ τέ­λους τοῦ 4ου αἰ­ῶ­νος τό κρά­τος ἐ­γνώ­ρι­σε συ­νε­χεῖς ἐ­πι­δρο­μές βαρ­βά­ρων, πού συ­νε­χί­σθη­σαν κα­θ’ ὅ­λον τόν ἑ­πό­με­νον αἰ­ῶ­να. Ἐξ αὐ­τῶν ἡ Πε­λο­πόν­νη­σος ἐ­δο­κι­μά­σθη σο­βα­ρά ἀ­πό τήν ἐ­πι­δρο­μή τῶν Γότ­θων. Τό 395 ὁ φο­βε­ρός ἀρ­χη­γός των Ἀ­λά­ρι­χος εἰ­σῆλ­θε στήν Πε­λο­πόν­νη­σο, ὠρ­γί­α­σε κυ­ρι­ο­λε­κτι­κῶς στήν Λα­κω­νί­α καί Ἀρ­κα­δί­α. Ἀ­να­φέ­ρε­ται ὅ­τι στήν κοι­λά­δα τοῦ Εὐ­ρώ­τα ἀ­νεμ­πό­δι­στος πό­λεις καί χω­ριά ἐ­λε­η­λά­τοῦ­σε καί ἔ­και­ε, ποί­μνια ἀ­πῆ­γε, αἰχ­μα­λώ­τους συ­νε­λάμ­βα­νε. Τό ἑ­πό­με­νον ἔ­τος ἐ­πα­νέ­λα­βε τά ἴ­δια στήν Ἀρ­κα­δί­α καί Ἠ­λεί­α. Δι­ε­ξή­χθη­σαν μά­χες ἀλ­λά ὁ ἐ­πι­δρο­μεύς ἀ­πε­χώ­ρη­σε χω­ρίς νά ἡτ­τη­θῆ, ἀ­φοῦ εἶ­χε σκορ­πί­σει συμ­φο­ρά σ’ ὁ­λό­κλη­ρη σχε­δόν τήν Πε­λο­πόν­νη­σο­ν[5].
Ὑ­πό συ­νε­χεῖς δο­κι­μα­σί­ες στόν τό­πο μας ὁ Χρι­στι­α­νι­σμός ἐ­κέρ­δι­ζε ἔ­δα­φος καί θά μπο­ροῦ­σε κα­νείς νά ἰ­σχυ­ρι­σθῆ ὅ­τι ἀν­τα­πό­κρι­σι εὑ­ρῆ­κε τό κή­ρυγ­μα στήν ὕ­παι­θρο χώ­ρα χω­ρίς νά δι­α­πι­στώ­νε­ται, ἀλ­λά καί στίς σω­ζό­με­νες πό­λεις μέ πει­στι­κές μαρ­τυ­ρί­ες. Πάν­τως ὁ τα­λαι­πω­ρη­μέ­νος ἄν­θρω­πος τῶν δυ­σκό­λων και­ρῶν ἐ­πί­στε­ψε στόν Τρι­α­δι­κόν θε­ό καί ἔ­λα­βε ἀ­πάν­τη­σι στήν με­τα­φυ­σι­κή του ἀ­γω­νί­α. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Κο­ρίν­θου στά δι­ά­φο­ρα μέ­ρη ἵ­δρυ­σε χρι­στι­α­νι­κές Κοι­νό­τη­τες καί αὐ­τές πλη­θυ­νό­με­νες συγ­κρο­τοῦ­σαν Ἐ­πι­σκο­πές. Στήν Ἀρ­κα­δί­α μαρ­τυ­ροῦν­ται τέσ­σα­ρες Ἐ­πι­σκο­πές. Τε­γέ­ας, Μαν­τι­νεί­ας, Με­γα­λο­πό­λε­ως καί Θελ­πού­σης. Ἀ­κρι­βῶς μέ­σα στόν 5ον αἰ­ῶ­να ἡ Γορ­τυ­νί­α ἦ­ταν πλέ­ον ἐξ  ὁ­λο­κλή­ρου χρι­στι­α­νι­κή μαρ­τυρ­ου­μέ­νη[6].
Οἱ πρῶ­τοι χρι­στια­νοί ἠ­σθάν­θη­σαν τήν ἀ­νάγ­κη τῆς ὁ­μα­δι­κῆς προ­σευ­χῆς σέ συγ­κε­κρι­μέ­νον χῶ­ρο. Καί οἱ Κοι­νό­τη­τες ἀ­πέ­κτη­σαν να­ούς. Δέν μαρ­τυ­ρεῖ­ται τό γε­γο­νός ἀ­πό φι­λο­λο­γι­κές πη­γές, οὔ­τε ἀ­πό συ­στη­μα­τι­κές σκα­φι­κές ἔ­ρευ­νες. Ἐν τού­τοις ἱ­δρύ­θη­σαν πα­λαι­ο­χρι­στι­α­νι­κές βα­σι­λι­κές καί μᾶς εἶ­ναι γνω­στές στήν Τε­γέ­α πε­ρισ­σό­τε­ρες τῆς μιᾶς, στήν Μαν­τί­νει­α, στήν πό­λι τῶν Κα­φυ­ῶν (ση­με­ρι­νή Χω­τοῦ­σα), στό Παλ­λάν­τιον, στό Με­θύ­δριον (ση­με­ρι­νή Νε­μνί­τσα)[7], στήν Θέλ­που­σα[8] καί πι­θα­νώ­τα­τα στήν Ἡ­ραί­α καί ἀλ­λοῦ. Καί ἱ­δρύ­θη­σαν οἱ πα­λαι­ο­χρι­στι­α­νι­κές βα­σι­λι­κές ἐ­πί τῶν ἐ­ρει­πί­ων τῶν εἰ­δω­λο­λα­τρι­κῶν να­ῶν, σχε­δόν κα­τά κα­νό­να.
Ἡ πα­ροῦ­σα ἀ­να­δρο­μή ἐξ ἐ­πό­ψε­ως χρό­νου ἔ­χει εἰ­σέλ­θει στόν Με­σαί­ω­να, μέ τό Ἀ­να­το­λι­κό Ρω­μα­ϊ­κό κρά­τος ἀ­νορ­γά­νω­το στ’ ἀ­κραῖ­α ση­μεῖ­α τῆς ἐ­πι­κρα­τεί­ας. Νο­μί­ζω ὅ­τι προ­τρέ­χει ἡ ὀρ­γά­νω­σις τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί ἄς μή φαί­νε­ται. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἦ­ταν ἠ­θι­κός θε­σμός χρή­σι­μος στήν αὐ­το­κρα­το­ρί­α τοῦ Βυ­ζαν­τί­ου καί ἡ πο­λι­τεί­α συ­νερ­γά­ζε­ται μέ τήν Ἐκκλησία. Ἀλ­λά στήν ἔλ­λει­ψι μαρ­τυ­ρου­μέ­νης πολ­ιτ­ικῆς ζω­ῆς ὕ­στε­ρα ἀ­πό τό γε­μά­το κε­νά τέ­λος τοῦ ἀρ­χαί­ου κό­σμου, οἱ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κές εἰ­δή­σεις προσ­λαμ­βά­νουν ἰ­δι­αί­τε­ρο νό­η­μα. Μέ τήν ἐ­πι­κρά­τη­σι τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ στήν πε­ρι­ο­χή μας συμ­πο­ρεύ­ε­ται ἕ­να ἄλ­λο ἄ­σχε­τον ἀλ­λά σχε­τι­κόν φαι­νό­με­νον ὑ­πό μορ­φήν προ­βλή­μα­τος. Ἡ με­σο­λα­βοῦ­σα Σλα­βι­κή ἐ­ποί­κη­σις στά τέ­λη τοῦ 6ου αἰ­ῶ­νος, ἡ ὁ­ποί­α ἐμ­πο­δί­ζει τήν πα­ρα­κο­λού­θη­σι τῆς πα­ρου­σί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας στόν χῶ­ρο μας. Οἱ ἀ­κό­λου­θοι χρό­νοι, τρεῖς πε­ρί­που αἰ­ῶ­νες, 7ος, 8ος, 9ος, πε­ρι­βάλ­λον­ται μέ σι­ω­πή, κα­λού­με­νοι Σκο­τει­νοί χρό­νοι. Μί­α ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή φω­τει­νή ρι­πή δη­μι­ουρ­γεῖ­ται στό ἔ­τος 967 μέ τήν ἵ­δρυ­σι τῆς μο­νῆς Φι­λο­σό­φου. Τό γε­γο­νός εἶ­ναι ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό, εἶ­ναι σα­φής πα­ρου­σί­α μνη­μεί­ου, ἀλ­λά καί σταθ­μός, ἀ­πο­τε­λεῖ στοι­χεῖ­ον καί τῆς πο­λι­τι­κῆς ζω­ῆς, ὅ­πως θά δοῦ­με πα­ρα­κά­τω. Πάν­τως εὑ­ρι­σκό­με­θα στόν πε­ρί­γυ­ρο τῆς Ἡ­ραί­ας.
Ἀ­πό τά Βο­ρει­ό­τε­ρα τῆς Βαλ­κα­νι­κῆς ἐ­ξε­κί­νη­σαν οἱ νο­μά­δες Σλά­βοι, πού ἐ­πέ­ρα­σαν εἰς μι­κρές ὁ­μά­δες στήν Πε­λο­πόν­νη­σο κα­τά τά τέ­λη τοῦ 6ου αἰ­ῶ­νος, χω­ρίς νά εὑ­ρί­σκουν ἐμ­πό­δια. Ἡ κά­θο­δος τῶν ἐ­ποί­κων ἦ­ταν εἰ­ρη­νι­κή καί ἐκ πρώ­της ὄ­ψε­ως γρα­φι­κή. Ἀ­νά 2-3 οἰ­κο­γέ­νει­ες ἐ­σχη­μά­τι­ζαν μι­κρά κα­ρα­βά­νια καί ἥ­συ­χα ἀ­να­ζη­τοῦ­σαν τό­πον ἐγ­κα­τα­στά­σε­ως. Στά κα­ρα­βά­νια εἶ­χαν φορ­τώ­σει τίς οἰ­κο­σκευ­ές καί τά ἐρ­γα­λεῖ­α τῆς δου­λειᾶς, ἐ­νῶ ἀ­κο­λου­θοῦ­σαν τά ποί­μνια καί τά μέ­λη τῆς οἰ­κο­γε­νεί­ας μέ κο­πι­α­στι­κή πε­ζο­πο­ρί­α. Δέν ἐ­νο­χλοῦ­σαν κα­νέ­να καί χω­ρίς νά ἐ­νο­χλοῦν κα­νέ­να ἐ­σκόρ­πι­σαν εἰς δι­ά­φο­ρα μέ­ρη τῆς Πε­λο­πον­νή­σου, προ­τι­μών­τας τά ὀ­ρει­νά καί ἀ­πό­με­ρα, ἀρ­κεῖ νά εἶ­χαν νε­ρό, δέν­δρα, γῆ γιά καλ­λι­έρ­γεια καί βο­σκή τῶν ποι­μνί­ων. Ἡ Γορ­τυ­νί­α ἐ­δέ­χθη κα­τά προ­τί­μη­σιν ἀρ­κε­τούς ἐ­ποί­κους, ἀ­φοῦ ἄλ­λως τε ὁ τό­πος ἐν πολ­λοῖς ἦ­ταν ἔ­ρη­μο­ς[9].
Πα­ρα­κο­λου­θών­τας τόν ροῦν τοῦ Λου­σί­ου ἀ­πό τήν Καρ­κα­λοῦ συναντοῦ­με χω­ριά μέ σλα­βι­κό ὄ­νο­μα, εἴ­τε κα­τοι­κοῦν­ται ἀ­κό­μη σή­με­ρα, εἴ­τε ἀ­πέ­μει­ναν ἁ­πλά τά το­πω­νύ­μια. Ἀρ­τοζῖ­νος, Σβόρ­να, Μα­λά­συ­βα, Δρα­ΐ­να, Ἐρ­βίτ­ζα, Ρά­δου, Σέρ­βου, Βαλ­τε­σι­νί­κο, Ζυ­γο­βί­στι, Στε­μνί­τσα (καί βου­νό Κλι­νί­τσα μέ μι­κρο­το­πω­νύ­μιον Γαρ­δα­λε­βός), Μου­λά­τσι, Ἐγ­κλέ­νο­βα, Στρού­ζα, Ζέρ­ζο­βα, Τρε­στε­νά, Βλόγ­κος, Ζά­του­να, Ἀ­ρά­χω­βα,. Ὑ­πάρ­χουν σλα­βι­κά καί στήν ἐ­ξε­τα­ζο­μέ­νη πε­ρι­ο­χή, Μπέ­λε­σι, Μπέ­τσι, Μπρα­τί­τσα. Τό Βου­φά­γιον ὄ­ρος ἔ­λα­βε τ’ ὄ­νο­μα Ἐ­χτί­χο­βα (κο­ρυ­φή του καί ἄλ­λη κο­ρυ­φή Ἔ­λο­βα). Ἡ κα­τά­λησ­ξις –ο­βα στά Σλα­βι­κά ση­μαί­νει τό­πος καί κα­τά τό πλεῖ­στον τά ὀ­νό­μα­τα πού ἐ­δό­θη­σαν στούς οἰ­κι­σμούς ἐμ­πνέ­ον­ται ἀ­πό τήν πε­ρι­βάλ­λου­σα φύ­σι (ξε­ρό­το­πος, δα­σώ­δης, πουρ­νά­ρια, πε­τρῶ­δες, ἀ­νώ­μα­λο, κον­τά στό Πο­τά­μι, ἀ­πέ­ναν­τι στήν Ρά­χη, μέ­σα στό Ρέ­μα, στόν Βρά­χο, στό λι­μνῶ­δες ἔ­δα­φος, στό ἴ­σι­ω­μα, στίς κα­ρυ­δι­ές κλπ.). Μέ τήν ἐ­ποί­κη­σι ἡ ἔ­ρη­μη Γορ­τυ­νια­κή πε­ρι­ο­χή ἔ­παυ­σε νά εἶ­ναι ἔ­ρη­μη, ἐ­γέ­μι­σε πά­λι ὁ τό­πος ἀ­πό ἀ­γρό­τες καί βο­σκούς. Τά πα­ρα­κά­τω δέν πα­ρα­κο­λου­θοῦν­ται ἐν χρό­νῳ, ἀλ­λά βέ­βαι­ον εἶ­ναι ὅ­τι ἐν­τό­πιοι καί ἔ­ποι­κοι ἔ­ζη­σαν μα­ζί εἰ­ρη­νι­κά.
Τό ἐ­πει­σό­διον τῶν Πα­τρῶν ὡ­δή­γη­σε τούς Βυ­ζαν­τι­νούς αὐ­το­κρά­το­ρες νά λά­βουν μέ­τρα τυ­χόν ἐ­ξε­γέρ­σε­ων τῶν Σλά­βων στήν ἐν­δο­χώ­ρα τῆς Πε­λο­πον­νή­σου μέ στε­νή συ­νερ­γα­σί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Μνεί­ας ἄ­ξιον εἶ­ναι ὅ­τι στήν Λα­κω­νι­κή καί Μεσ­ση­νια­κή πε­ρι­ο­χή ἀ­νέ­πτυ­ξε ὁ πε­ρί­φη­μος ἀ­να­μορ­φω­τής τοῦ μο­να­χι­κοῦ βί­ου Νί­κων ὁ «Με­τα­νο­εῖ­τε». Ἀλ­λά καί πρῶ­τος ὁ αὐ­το­κρά­τωρ Νι­κη­φό­ρος Α΄ φαί­νε­ται ὅ­τι με­τέ­φε­ρε πλη­θυ­σμούς ἀ­πό ἄλ­λα μέ­ρη, τούς ἐγ­κα­τέ­στη­σε στίς ἐγ­κα­τα­λε­λειμ­μέ­νες πό­λεις τῆς Ἀρ­χαι­ό­τη­τας καί ἐ­δη­μι­ουρ­γή­θη νέ­ον πα­ρόν, μ’ ἐ­νί­σχυ­σιν πάν­το­τε Πο­λι­τεί­ας – Ἐκ­κλη­σί­ας κα­τά τήν διά­ρκειαν τοῦ 9ου αἰ­ῶ­νος. Ἔ­τσι στήν πε­ρι­ο­χή μας ἀ­νε­στή­θη­σαν ἀρ­χαῖ­ες πό­λεις μέ νέ­α ὀ­νό­μα­τα, στήν θέ­σι τῆς Τεύ­θι­δος ἡ Δη­μη­τσά­να, στήν θέ­σι τῆς Γόρ­τυ­νος ὁ Ἀτ­ζί­λω­χος, στήν θέ­σι τοῦ Βου­φα­γί­ου τοῦ Μάρ­κου, στήν θέ­σι τῆς Ἡ­ραί­ας ὁ Ἁ­γι­άν­νη­ς[10]. Τήν πό­λι τῶν Πα­τρῶν ἐ­τί­μη­σαν μέ προ­α­γω­γή τῆς Ἀρ­χι­ε­πι­σκο­πῆς εἰς Μη­τρό­πο­λιν τό 804 καί τοῦ­το συ­νε­τέ­λε­σεν ὥ­στε νά κα­τα­στῆ πο­λι­τι­κό καί θρη­σκευ­τι­κό κέν­τρον τῆς Νοτι­ω­τέ­ρας Πε­λο­πον­νή­σου. Τῆς με­τα­βο­λῆς τῶν πραγ­μά­των χα­ρα­κτη­ρι­στι­κόν δεῖγ­μα γιά τήν δρα­στη­ρι­ό­τη­τα Πο­λι­τεί­ας – Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι ἡ ἵ­δρυ­σις τῆς Μο­νῆς Φι­λο­σό­φου.
Και­ρός νά προ­σγει­ωθοῦ­με ἐ­πί Γορ­τυ­νια­κοῦ καί εἰ­δι­κώ­τε­ρα Ἡ­ραι­α­τι­κοῦ ἐ­δά­φους. Ἀ­να­φε­ρό­με­θα ἐκ νέ­ου στήν με­σαι­ω­νι­κή Θέλ­που­σα, μέ μνη­μο­νευ­ο­μέ­νη Ἐ­πι­σκο­πή Θελ­πού­σης καί Πα­λαι­ο­χρι­στι­α­νι­κές βα­σι­λι­κές ἐν­τός τοῦ 5ου καί 6ου αἰ­ῶ­νος, ὅ­πως ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νουν τά μνη­μεῖ­α, ὁ Ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης καί ἡ Πα­να­γί­α τῆς Βά­ναι­νας[11]­. Ἀ­πο­δί­δω ἰ­δι­αι­τέ­ρα ση­μα­σί­α στόν οἰ­κι­σμό πού κα­τέ­λα­βε τήν θέ­σι τῆς ἀρ­χαί­ας Ἡ­ραί­ας, μέ τ’ ὄ­νο­μα Ἁ­γιά­ννης, δι­ό­τι νο­μί­ζω ὅ­τι συγ­χρό­νως ἐ­λα­τρεύ­θη στίς δύ­ο γει­το­νι­κές ἀρ­χαῖ­ες πό­λεις ὁ Τί­μιος Πρό­δρο­μος καί εἰς μέν τήν Θέλ­που­σα ἀ­πέ­μει­νε ἐ­πί τοῦ ἐ­δά­φους ἡ πα­λαι­ο­χρι­­στ­ιανι­κή πρός τι­μήν τοῦ βα­πτι­στοῦ βα­σι­λι­κή, εἰς δέ τήν Ἡ­ραί­αν αὐτό τοῦ­το τό νέ­ον ἁ­γι­ω­νυ­μι­κόν το­πω­νύ­μιον, πρᾶγ­μα πού δέν ἀ­που­κλεί­ει κά­τω ἀ­πό κά­ποι­ο ση­μεῖ­ον τοῦ ἐ­δά­φους στόν Ἁ­γιά­ννη νά κρύ­πτων­ται τά θε­μέ­λια πα­λαι­ο­χρι­στι­α­νι­κοῦ να­οῦ.
Τεί­νω νά πι­στεύ­ω ὅ­τι κα­τά τούς Με­σο­βυ­ζαν­τι­νούς χρό­νους ἔ­χει ἀ­να­ζω­ο­γονη­θῆ ἡ ζω­ή ὑ­πό Βυ­ζαν­τι­νόν κα­θε­στώς στήν ἐ­ξε­τα­ζο­μέ­νη καί τήν εὐ­ρυ­τέ­ρα Γορ­τυ­νια­κή – Ἀρ­κα­δι­κή πε­ρι­ο­χή. Ἐ­πι­μαρ­τυ­ροῦν τά μνη­μεῖ­α πέ­ρα τῶν φι­λο­λο­γι­κῶν πη­γῶν, τά μνη­μεῖ­α τῆς Κα­ρ­ύ­ται­νας καί ἡ Μο­νή Φι­λο­σό­φου καί ὁ Ἅ­γιος Ἀν­δρέ­ας στήν ἀρ­χαί­α Γόρ­τυ­να. Μέ τ’ ὄ­νο­μα Ἀτ­ζί­λω­χος πλέ­ον. Ἐ­πί­σης ἐ­πι­κου­ροῦν καί τά μνη­μεῖ­α τῆς Ἡ­ραί­ας, ἐν­τός πάν­το­τε τῆς ἰ­δί­ας πε­ρι­ό­δου, ἀλ­λά καί μέ ὅ­σα εἶ­ναι γνω­στά κα­τά τήν με­τα­φραγ­κι­κήν πε­ρί­ο­δο στόν ἐ­ξε­τα­ζό­με­νον εὐ­ρύ­τε­ρον χῶ­ρο.
Ἐ­πα­να­λαμ­βά­νε­ται ὅ­τι ὡς πό­λις ἡ Ἡ­ραί­α νο­εῖ­ται μέ τίς γύ­ρω κῶ­μες καί οἰ­κι­σμούς της. Ἑ­πο­μέ­νως γιά τήν βυ­ζαν­τι­νή πό­λι, τόν Ἁ­γιά­ννη, μᾶς πλη­ρο­φο­ροῦν καί τά Λου­τρά. Στό γνω­στόν γρα­φι­κόν ὕ­ψω­μα τῆς ἀρ­χαί­ας πό­λε­ως οἱ χρι­στια­νοί κά­τοι­κοι ἔ­κτι­σαν να­όν πρός τι­μήν τῆς Πα­να­γί­ας ἀ­νά­με­σα σέ πυ­κνή βλά­στη­σι. Ὁ να­ός, ἀ­να­και­νι­σμέ­νος σή­με­ρα δέν δι­α­τη­ρεί τήν ἀρ­χι­κή του μορ­φή. Ἀλ­λά δι­ε­τη­ρή­θη­σαν τμή­μα­τα τῆς ἀρ­χι­κῆς τοι­χο­ποι­ί­ας μέ κε­ρα­μο­σκε­πῆ δί­κλι­νη στέ­γα­σιν. Στήν Ἀ­να­το­λι­κή πλευ­ρά δι­ε­σώ­θη­σαν οἱ δύ­ο πλά­γι­ες κόγ­χες καί στό ἐ­σω­τε­ρι­κόν δύ­ο πεσ­σοί τοῦ Ἱ­ε­ροῦ με­τά τμη­μά­των τῆς τοι­χο­ποι­ί­ας. Ἐξ αὐ­τῶν τῶν κα­τα­λοί­πων κα­τα­φαί­νε­ται ὅ­τι ὁ ἀρ­χι­κός βυ­ζαν­τι­νός να­ός ἦ­ταν τρί­κλι­τος, τρί­κογ­χος, κτι­σμέ­νος κα­τά τό πλιν­θο­πε­ρί­βλη­τον σύ­στη­μα μέ χρῆ­σι πω­ρω­λί­θων καί ὀ­πτο­πλίν­θων, εἶ­χε μά­λι­στα ἐ­ναλ­λασ­σό­με­να δι­α­κο­σμη­τι­κά σχή­μα­τα καί ὀ­δον­τωτή ται­νί­α. Ἀ­πό τίς ἐν­δεί­ξεις αὐ­τές καί ἄλ­λες συ­νά­γε­ται τό συμ­πέ­ρα­σμα ὅ­τι ὁ να­ός ἀ­νῆ­κε στόν σύν­θε­τον τε­τρα­κι­ό­νιον τύ­πον τοῦ εγ­γε­γραμ­μέ­νου σταυ­ροῦ σέ σχῆ­μα θο­λω­τῆς βα­σι­λι­κῆ­ς[12], 11ου ἤ 12ου αἰ­ῶ­νος.
Κρῖ­μα ὅ­τι δέν δι­ε­σώ­θη ἀ­κέ­ραι­ο τό σπου­δαῖ­ον αὐ­τό μνη­μεῖ­ον, δι­ό­τι ἐ­δέ­χθη πλῆγ­μα σει­σμοῦ, πού μαρ­τυ­ροῦν ἐγ­κάρ­σια ρήγ­μα­τα στούς τοί­χους. Ἀλ­λά προ­στί­θε­ται κα­τά χώ­ραν καί ἡ μο­νό­κλι­τη βα­σι­λι­κή τοῦ Ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου Λου­τρῶν μ’ ἐ­πι­με­λῆ μέν κα­τα­σκευ­ή ἀλ­λ’ εἰς με­τα­γε­νε­στέ­ραν ἐ­πο­χήν. Καί βο­η­θεῖ στήν συ­να­γω­γή συμ­πε­ρα­σμά­των. Ὡ­ρι­σμέ­να μό­νον τμή­μα­τα τοῦ να­οῦ τού­του δι­α­τη­ροῦν­ται, ὅ­πως ἡ ἡ­μι­κυ­κλι­κή ἁ­ψίς στήν Ἀ­να­το­λι­κή πλευ­ρά, ἡ θύ­ρα εἰ­σό­δου στήν Δυ­τι­κή καί ὁ τύ­πος ἐ­πι­με­λοῦς τοι­χο­ποι­ί­ας μέ πλιν­θο­πε­ρί­βλη­τον σύ­στη­μα. Ἡ ἀρ­χι­κή κά­λυ­ψις δέν σώ­ζε­ται, ἐ­στε­γά­ζε­το ὅ­μως μέ ἡ­μι­κυ­λιν­δρι­κόν θό­λο ὁ κομ­ψός μι­κρῶν δι­α­στά­σε­ων να­ός, ὁ ὁ­ποῖ­ος φέ­ρει ση­μεῖ­ον πρό­σθε­τον τῆς ἐ­πι­με­λοῦς κα­τα­σκευ­ῆς του, ὅ­τι στό πά­χος τῆς τοι­χο­ποι­ί­ας στήν πρός Β πλευ­ράν τοῦ μνη­μεί­ου ἔ­λα­βε θέ­σιν στό πά­χος τοί­χου ἀρ­ο­σό­λιον μι­κρῶν δι­α­στά­σε­ων (0,70 x 1 μ.), στε­γα­σμέ­νο μέ ἡ­μι­κυ­λιν­δρι­κήν ἁ­ψί­δα μι­κρῶν δι­α­στά­σε­ων, γιά λει­τουρ­γι­κήν χρῆ­σι­ν[13]. Τό μνη­μεῖ­ον χρο­νο­λο­γεῖ­ται στούς Πα­λαι­ο­λο­γεί­ους χρό­νους.
Δέν εὑ­ρί­σκε­ται ἐ­κτός τῶν ὁ­ρί­ων πλεύ­σε­ως στίς πε­ρί τήν Ἡ­ραί­αν ἀναζη­τή­σεις προ­σπά­θεια διά συν­τό­μου λό­γου ἀ­να­πλά­σε­ως τῆς με­σαι­ω­νι­κῆς ἐ­πο­χῆς μέ προ­σέγ­γι­σι τῶν φαι­νο­μέ­νων, ὡς ἐ­ξε­τέθη­σαν ἤ­δη καί δι­ε­τυ­πώθη­σαν προ­σφά­τω­ς[14], μέ κυ­ρι­ω­τέ­ρα πη­γή βο­η­θεί­ας τίς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κές εἰ­δή­σεις. Ἀ­πό ἀρ­χές 9ου αἰ­ῶ­νος τά ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά δι­οι­κεῖ στήν Νοτιω­τέ­ρα Πε­λο­πόν­νη­σο ἡ Μη­τρό­πο­λις Πα­τρῶν, μέ κυ­ρι­ω­τέ­ραν Ἐ­πι­σκο­πή Λα­κε­δαι­μο­νί­ας, εἰς τήν δι­και­ο­δο­σί­α τῆς ὁ­ποί­ας ὑ­πά­γε­ται ἡ Ἀρ­κα­δί­α. Ὑ­πάρ­χει φω­νή τῶν χρι­στι­α­νι­κῶν μνη­μεί­ων κα­τά τούς Με­σο­βυ­ζαν­τι­νούς χρό­νους καί κα­τά τήν ἰ­σχύ­ου­σαν ἱ­στο­ρι­κή ἀ­να­λο­γί­α ρί­πτε­ται φῶς στό ἔ­ρε­βος τῶν λε­γο­μέ­νων σκο­τει­νῶν αἰ­ώ­νων, ἰ­δί­ως 7ου –9ου καί γιά τήν Ἀρ­κα­δί­α. Εἴ­δα­με νά θραύ­ουν τήν σι­ω­πή τά μνη­μεῖ­α καί μπο­ροῦ­με νά βα­σι­ζώ­με­θα καί εἰς ὅ­σα συμ­βαί­νουν στά ἀ­μέ­σως ἑ­πό­με­να χρό­νια. Ἡ Γορ­τυ­νί­α εἶ­ναι πα­ροῦ­σα μέ ἱ­κα­νο­ποι­η­τι­κόν ἀ­ριθ­μόν κα­τοί­κων μέ­χρι τέ­λους τοῦ 12ουαἰ­ῶ­νος.
Κα­τά τήν με­σο­λα­βοῦ­σα Φραγ­κο­κρα­τί­α λει­τουρ­γοῦν οἱ βα­ρω­νί­ες Κα­ρύ­ται­νας καί Ἄ­κο­βας. Ἀ­πό τήν Ἀν­δρα­βί­δα μέ­σῳ Ἀρ­χαί­ας Ὀ­λυμ­πί­ας οἱ Δυ­τι­κοί κυ­ρί­αρ­χοι τοῦ τό­που πρέ­πει νά ἔ­φθα­ναν γιά ἱπποτικές ἀ­σκή­σεις στόν χῶ­ρο τῆς πε­δι­νῆς Ἡ­ραί­ας ὁ­σά­κις δι­έ­κο­πταν τίς ἀ­νά τήν πε­ρι­ο­χήν πο­λε­μι­κές ἐ­πι­χει­ρή­σεις. Ἡ Φραγ­κο­κρα­τί­α μέ τήν βρα­χύ­βια πα­ρου­σί­α τῶν δύ­ο Γορ­τυ­νια­κῶν βα­ρω­νι­ῶν δέν δι­ήρ­κε­σε πε­ρί­που μέ­χρι τέ­λους τοῦ 13ου αι­ῶ­νος καί ἀ­κρι­βῶς τά πράγ­μα­τα με­τα­βάλ­λον­ται μέ τήν ἐ­πα­νά­στα­σιν τῶν Σκορ­τσι­νῶν καί μέ τήν ἵ­δρυ­σιν τοῦ δε­σπο­τά­του τοῦ Μο­ρέ­ω­ς[15]. Στήν Γορ­τυ­νί­α κα­τά τούς ὑ­στέ­ρους Βυ­ζαν­τι­νούς χρό­νους φω­νήν ἀ­φή­νουν κυ­ρί­ως κα­τά πρῶ­τον λό­γον τά σω­ζό­με­να μνη­μεῖ­α τῆς πε­ρι­ο­χῆς. Μο­νή Φι­λο­σό­φου, Βυ­ζαν­τι­νός Ἀτ­ζί­χω­λος, Ἁ­γι­ώρ­γης τῶν Λου­τρῶν Ἡ­ραί­ας, σύν­θε­τα μνη­μεῖ­α τῆς Κα­ρύ­ται­νας καί ἀ­κό­μη πο­λύ­το­ξη Γέ­φυ­ρα τοῦ Ἀλ­φει­οῦ. Ὅ­ταν ἡ το­πι­κή ἔ­ρευ­να προ­χω­ρή­ση ὡς πρός τά προ­βλή­μα­τα τῆς Ἡ­ραί­ας, θά εἴ­με­θα εἰς θέ­σιν γιά πει­στι­κώ­τε­ρα συμ­πε­ρά­σμα­τα.
Ἀ­να­τρέ­χει ὁ λό­γος στήν πε­ρί­πτω­σι πού ὁ αὐ­το­κρά­τωρ Μα­νου­ήλ Πα­λαι­ο­λό­γος ἐ­πύ­κνω­σε τόν πλη­θυ­σμό τῆς Πε­λο­πον­νή­σου ἀ­κρι­βῶς αὐ­τήν τήν ἐ­πο­χήν τῆς πα­ρου­σί­ας τῶν Κα­ντα­κου­ζη­νῶν καί Πα­λαι­ο­λό­γων στόν Μυ­στρᾶ μέ τήν εἰ­ρη­νι­κήν με­τα­φο­ρά στά δι­α­με­ρί­σμα­τα τῆς Νοτι­ω­τέ­ρας Πε­λο­πον­νή­σου ὁ­μά­δων Ἀλ­βα­νῶ­ν[16]. Τό ἐ­ρώ­τη­μα εἶ­ναι, ἄν ἐ­φθα­σαν Ἀλ­βα­νοί ἔ­ποι­κοι στήν Ἡ­ραί­α, ὅ­πως συ­νέ­βη μέ τίς ἄλ­λες πε­ρι­ο­χές τῆς Πε­λο­πον­νή­σου. Μί­α κα­λή ἀρ­χή στήν ἔ­ρευ­νά μας μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι ἡ συ­στη­μα­τι­κή συγ­κέν­τρω­σις τῶν το­πω­νυ­μί­ων εἰς ὅ­λα τά κα­τοι­κού­με­να χω­ριά τῆς Ἡ­ραί­ας, τώ­ρα πού εἶ­ναι ἀ­κό­μη πα­ρόν­τες γέ­ρον­τες πού γνω­ρί­ζουν τόν τό­πο. Ὡ­στό­σο ση­μει­ώ­νω ὅ­τι στά μέ­ρη πού ἐγ­κα­τε­στά­θη­σαν Ἀλ­βα­νοί ἔ­ποι­κοι οἱ ἀ­πό­γο­νοί των, φα­να­τι­κοί χρι­στια­νοί καί Ἕλλ­λη­νες πα­ρα­μέ­νουν μέ­χρι σή­με­ρα ἀλ­βα­νό­φω­νοι, ἀλ­λά καί στόν πί­να­κα τῶν χω­ρι­ῶν Ἡ­ραί­ας φω­νήν ἔ­χουν με­ρι­κά μέ Ἀλ­βα­νι­κόν ὄ­νο­μα, Μερ­κί­νι­ζα, Μπά­λα, Μπού­γα, για­τί ὄ­χι καί Πα­λούμ­πα.
Με­τά τήν Ἅ­λω­σι τῆς Κπό­λε­ως τό 1453 οἱ Τοῦρ­κοι συ­νέ­χι­σαν τίς ἐ­πι­χει­ρή­σεις καί ὑ­πέ­τα­ξαν τά ἐ­παρ­χια­κά δι­α­με­ρί­σμα­τα τῆς Βυ­ζαν­τι­νῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας. Ἀ­πό τό 1461 σχε­δόν σ’ ὁ­λό­κλη­ρη τήν Πε­λο­πόν­νη­σο ἐ­κυ­μά­τι­ζε ἡ ἡ­μι­σέ­λη­νος καί ὠρ­γα­νώ­θη τό πα­σα­λί­κιον τοῦ Μο­ρέ­ως, κε­φα­λή τοῦ ὁ­ποί­ου ἐ­τέ­θη πα­σᾶς. Ἡ Ἀρ­κα­δί­α δι­η­ρέ­θη εἰς τέσ­σε­ρες ἐ­παρ­χί­ες, γνω­στές μέ τ’ ὄ­νο­μα τῆς πρω­τεύ­ου­σας, ἤ­τοι Τρι­πο­λι­τσᾶς, Κα­ρύ­ται­νας, Λε­ον­τα­ρί­ου, Ἁ­γί­ου Πέ­τρου (Κυ­νου­ρί­ας). Τό βι­λα­έ­τι Κα­ρύ­ται­νας πε­ρι­ε­λάμ­βα­νε οἰ­κι­σμούς καί ἀ­πό γει­το­νι­κές ἐ­παρ­χί­ες Τρι­πο­λι­τσᾶς, Κα­λα­βρύ­των, Ὀ­λυμ­πί­ας. Ἀ­κρι­βέ­στε­ρα ἡ ὁ­ρο­θε­σί­α βι­λα­ε­τί­ου το­πο­θε­τεῖ­ται με­τα­ξύ τῶν βι­λα­ε­τί­ων Κα­λα­βρύ­των, Γα­στού­νης, Φα­να­ρί­ου, Λε­ον­τα­ρί­ου, Μυ­στρᾶ, Τρι­πο­λι­τσᾶς καί κα­θώ­ρι­ζε ὁ­λό­κλη­ρη τήν ἐ­παρ­χί­α Γορ­τυ­νί­ας, ὅ­πως νο­εῖ­ται σή­με­ρα, καί τι πλέ­ον, με­τα­ξύ τῶν γει­το­νι­κῶν ὀ­ρέ­ων καί τῶν πο­ταμῶν Λου­σί­ου, Ἀλ­φει­οῦ, Λά­δω­νος, Ἐ­ρυ­μάν­θου.
Κα­τά τά ση­μεῖ­α τοῦ ὁ­ρί­ζον­τος τήν ἐ­παρ­χί­α μας ἀ­να­γνω­ρί­ζο­με, μέ τά ἑξῆς γε­ω­γρα­φι­κά στοι­χεῖ­α. Πρός Β εἰ­σχω­ροῦ­σε ἡ ἐ­παρ­χί­α στήν Κα­λα­βρυ­τι­νή πε­ρι­ο­χή μέ τήν ἀν­τι­κλι­τύν τοῦ Ἐ­ρυ­μάν­θου (ἀν­τί­στρο­φα πρός τό τμῆ­μα πού κα­τέ­χει ἡ Δί­βρη), ἀλ­λά στά ΒΔΔ τά Κα­λα­βρυ­τι­νά χω­ριά τοῦ τ. Δή­μου Ὀ­λυμ­πί­ων ὑ­πή­γον­το στό βι­λα­έ­τι Κα­ρύ­ται­νας (Δάρ­δι­τσα, Νε­μού­τα, Λού­βρου, Λυ­κού­ρε­σι, Ἄ­σπρα Σπί­τια). ΝΔ ὅ­ριον ἦ­ταν τό βι­λα­έ­τι Φα­να­ρί­ου τῆς Ὀ­λυμ­πί­ας, ἐ­νῶ τά πρός Ν ὅ­ρια ἐ­πέ­βαλ­λε τό ὄ­ρος Λύ­και­ον ἀ­πό τίς Κα­ρυ­ές, μέ κά­θο­δον πρός τά ΝΑ ὅ­που τό Δεδέμπεη ἀφήνοντας τήν Μεγαλόπολι στό βι­λα­έ­τι Λε­ον­τα­ρί­ου, πέ­ρα ἀ­πό τό Ρου­σβά­να­γα τό ὅ­ριον πρός ΒΑ πλέ­ον προ­σαρ­τοῦ­σε τά χω­ριά τοῦ Λε­ον­τα­ρί­ου μέ­χρι τήν Δό­ρι­ζα. Ἀ­να­το­λι­κώ­τε­ρα τό βι­λα­έ­τι μας πε­ρι­ε­λάμ­βα­νε ὅ­λα σχε­δόν τά χω­ριά τοῦ Φα­λάν­θου μέ­χρι τό Βαλ­τέ­τσι. Ἡ πρός Β κα­τεύ­θυν­σις τοῦ βι­λα­ε­τί­ου Κα­ρύ­ται­νας ἐ­κύ­κλω­νε τό Μαί­να­λον, πε­ρι­λαμ­βά­νον­τας τά χω­ριά Βάγ­κου καί Κα­ρά­του­λα μέ τε­λι­κήν τρο­πή στά ΒΒΔ[17].

Ἡ με­γά­λη ἔ­κτα­σις τοῦ βι­λα­ε­τί­ου ἐ­πέ­βα­λε τόν χω­ρι­σμό εἰς τρί­α τμή­μα­τα, λε­γό­με­να σέμ­πια :
α) τῶν Βου­νῶν καί τοῦ Κάμ­που, ὡς πε­ρι­ο­χή Βου­νοῦ ἐ­θε­ω­ρεῖ­το ἡ τοῦ Φα­λάν­θου – Στε­μνί­τσα, Δη­μη­τσά­να, Βυ­τί­να καί πε­ρι­ο­χή Κάμ­που ἡ πρός τό πε­δί­ον τῆς Με­γα­λο­πό­λε­ως μέ ὡ­ρι­σμέ­να πε­δι­νά χω­ριά, μέ φα­νε­ρά γρω­γρα­φι­κή συ­νο­χή πρός τά ΝΑ τῆς ἐ­παρ­χί­ας.
β) Λι­ο­δώ­ρας, ἡ πε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νη με­τα­ξύ τῶν πο­τα­μῶν Γορ­τυ­νί­ου καί Λά­δω­νος, πε­δι­νή καί πα­ρα­γω­γι­κή πε­ρι­ο­χή Ἡ­ραί­ας στά Δυ­τι­κά τῆς ἐ­παρ­χί­ας.
γ) Ἄ­κο­βας — Πέ­ρα Με­ριᾶς, ἀ­πό τήν γνω­στήν Ἄ­κο­βα, δηλ. τό δί­δυ­μον Βυ­ζί­τσι — Βερ­βί­τσα, πε­ρι­ο­χή Κλεί­το­ρος καί πρός τήν Ἠ­λεια­κή με­θό­ριο πέ­ριξ Ἐ­ρυ­μάν­θου.
Γρα­φι­κός εἶ­ναι ὁ συν­δυα­σμός στό Α΄ τμῆ­μα Βου­νά — Κάμ­πος, πε­ρι­γρα­φι­κός ὁ ὅ­ρος στό Γ΄ τμῆμα, πού ξε­κι­νᾶ ἀ­πό τήν πε­ρι­ο­χή Τρο­παί­ων, πε­ρι­λαμ­βά­νει τά χω­ριά τῶν τ. Δή­μων Ἐ­λευ­σῖνος καί Θελ­πού­σης πρός τά ὅ­ρια Ἠ­λεί­ας, ἀλ­λά καί τό Βο­ρει­ό­τε­ρο κεν­τρι­κό τμῆ­μα μέ τόν ὅ­ρο Πέ­ρα Με­ριά. Ὁ ὅ­ρος Λι­ο­δώ­ρα δέν ἔ­χει σα­φῆ ἐ­πε­ξή­γη­σι καί τό γε­γο­νός ὅ­τι πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται ἐ­πι­σή­μως σέ δι­οι­κη­τι­κόν ὅ­ρον ση­μαί­νει ὅ­τι εἶ­ναι γνω­στός ἀ­πό τά χρό­νια τῆς Τουρ­κο­κρα­τί­ας. Φαί­νε­ται ὅ­τι στό στό­μα τοῦ λα­οῦ ἐ­πι­κρα­τοῦ­σε ἀν­τί Ἡ­ραί­α Λι­ο­δώ­ρα, ἀ­φοῦ μά­λι­στα ὁ Θ. Κο­λο­κο­τρώ­νης τό χρη­σι­μο­ποι­εῖ εἰς τρεῖς τύ­πους, Λι­ο­δώ­ρα, Λι­ο­δῶ­ρες, Ἡ­λι­ο­δώ­ρα­[18].
Δέν προ­τί­θε­μαι ν’ ἀ­να­φερ­θῶ στά ἰ­δι­αί­τε­ρα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τοῦ ὑ­πό δου­λεί­αν βί­ου στήν πε­ρι­ο­χή τῆς Ἡ­ραί­ας, δι­ό­τι δέν ἔ­χω κά­μει ἰ­δι­κήν ἔ­ρευ­να, βέ­βαι­ον ὅ­μως εἶ­ναι ὅ­τι καί ἡ Ἡ­ραί­α ἀ­κο­λού­θη­σε τήν μοῖ­ρα τοῦ ὑ­πο­λοί­που τῆς χώ­ρας ἐν­τός πάν­το­τε τῆς Πε­λο­πον­νή­σου καί σ’ ὅ,τι ἀ­φο­ρᾶ στήν Ἀρ­κα­δί­α γε­νι­κώ­τε­ρα, στήν Γορ­τρυ­νί­α εἰ­δι­κώ­τε­ρα. Ἐν­νο­ῶ ὡς πρός τά δι­οι­κη­τι­κά καί φο­ρο­λο­γι­κά πράγ­μα­τα, μέ ὁ­ποι­εσ­δή­πο­τε ἰ­δι­ά­ζου­σες πε­ρι­πτώ­σεις τῆς Ἀρ­κα­δι­κῆς πε­ρι­ο­χῆς.
Δέν ἠμ­πο­ρῶ νά ὁ­μι­λή­σω μέ ἀ­κρί­βεια γιά τά χω­ριά πού ἀ­πήρ­τι­ζαν τό τμῆ­μα τῆς Λι­ο­δώ­ρας κα­τά τήν Πρώ­τη Τουρ­κο­κρα­τί­α. Ἀ­πό κα­τά­λο­γον ὅ­μως χω­ρί­ων τῆς Δευ­τέ­ρας Τουρ­κο­κρα­τί­ας με­τα­φέ­ρω τά ὀ­νό­μα­τα χω­ρί­ων Λι­ο­δώ­ρας ἀ­πό τόν γε­νι­κώ­τε­ρον πί­να­κα τοῦ τμή­μα­τος Κα­ρύ­ται­νας, ὡς ἑ­ξῆς :
Κο­κο­ρᾶ, Κα­κου­ραῖ­οι, Μερ­κίνι­ζα, Ἀ­να­ζή­ρι, Λο­γαύτι, Ἁ­γιά­ννης, Ἀ­νε­μο­δού­ρι, Λώ­τι, Κα­λύ­βια, Τζού­κα, Πυ­ρί, Βλά­χοι, Μπέ­τσι, Ἄ­σπρα Σπί­τια, Τζι­ά­ρε­σι, Λυ­κού­ρε­σι, Γοῦ­βες, Πρα­τί­τσα, Κα­ρα­χα­σά­νι, Ζου­λά­τι­κα, Μπου­γιά­τι, Σα­ρα­κί­νι, Ψά­ρι, Πα­λούμ­πα, Πα­πα­δᾶ, Τουρ­κόρ­ρα­φτη, Ἀ­ρά­χο­βα­[19].
Ἀ­πό τόν πα­ρόν­τα πί­να­κα τά πε­ρισ­σό­τε­ρα χω­ριά ἀ­να­φέ­ρον­ται στήν σχε­τι­κή ἀ­πο­γρα­φή τοῦ 1700, δηλ. τήν κα­τά­κτη­σι τῶν Ἑ­νε­τῶν κα­τά τήν 30ετία 1687-1715. Πα­ρα­τί­θε­ται ὁ πί­ναξ μέ ἀ­να­φε­ρό­με­να στήν ἀ­πο­γρα­φή Grimani χωριά Ἡ­ραί­ας[20] : Πα­λούμ­πα, Πα­πα­δᾶ, Κο­κο­ρᾶ, Τσι­ρίμ­πα­σι, Ζου­λά­τι­κα, Κα­κου­ραῖ­οι, Τουρ­κό­ψα­ρι, Σα­ρα­κί­νι, Μπου­γιά­τι, Λυ­κού­ρε­σι, Τσι­ού­κα, Λό­τι, Μπέ­τσι, Πυ­ρί, Ἀ­να­ζύ­ρι, χω­ρίς νά εἶ­ναι βέ­βαι­ον ὅ­τι καί ὡ­ρι­σμέ­να ἄλ­λα χω­ριά δέν ὑ­πῆρ­χαν τό 1700, ὡς Σέρ­βου, Τουρ­κόρ­ρα­φτι, Τσιρίμ­πα­σι.
Δέν πρέ­πει νά θε­ω­ρῆ­ται βέ­βαι­ον ὅ­τι δέν ὑ­πῆρ­χαν κα­τά τήν Πρώ­τη Τουρ­κο­κρα­τί­α ὅ­λα τά μή ἀ­να­φε­ρό­με­να στήν Ἑ­νε­τι­κή ἀ­πο­γρα­φή 1700 χω­ριά πε­ρι­ο­χῆς Ἡ­ραί­ας. Δι­ό­τι ἔ­ρευ­να σ’ ἄλ­λες πη­γές δυ­να­τόν νά ἀ­πο­δεί­ξη ὅ­τι καί ἄλ­λα πού δέν πε­ρι­λαμ­βά­νει ἡ ἀ­πο­γρα­φή νά ὑ­πῆρ­χαν. Σύγ­κρι­σις πρός τόν πί­να­κα τοῦ 1700 πρέ­πει νά γί­νη μέ τά ὀ­νό­μα­τα κα­τοι­κου­μέ­νων χω­ρί­ων στήν ἀ­πο­γρα­φή 1828 τῆς Γαλλ­λι­κῆς ἐ­πι­στη­μο­νι­κῆς Ἐ­πι­τρο­πῆς, πού συ­νώ­δευ­σε τόν στρα­τη­γό Μαι­ζών. Ὁ πί­ναξ πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στήν γνω­στή Expédition Scientifique de la Morée καί εὑ­ρίσκε­ται πρό­χει­ρη­[21], ὡς ἑ­ξῆς : Κα­σι­δο­χώ­ρι, Συ­ριά­μου, Μαυ­ρά­δι, Τσίπο­λι, Ρε­κού­νι, Λαγ­κά­δια, Ἀ­τσί­χω­λος, Βλα­χόρ­ρα­φτη, Ζού­λα, Σα­ρα­κί­νι, Ἐγ­κλέ­νο­βα, Τρύ­πες, Βαρ­δά­κι, Κο­κο­ρᾶ, Κα­κου­ραί­ι­κα, Τσι­ρίμ­πα­σι, Λογαύ­τι, Ἀνα­ζή­ρι, Ἀ­νε­μο­δού­ρι, Ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης, Πυ­ρί, Τσού­κα, Βλά­χοι, Μπέ­τσι, Νε­μού­τα, Βαρ­βί­τσα, Δό­ρι­ζα, Πουλ­χά­ρι, Σε­κούν­δου, Βυ­ζί­τσι, Βά­ναι­να, Πα­λαι­ο­χώ­ρι, Στρού­ζα, Πέ­τα, Μπέλε­σι, Ἄ­σπρα Σπί­τια, Λυ­κού­ρε­σι, Γοῦβες, Τσαρεσι, Τελάλι.
Τέ­λος, πο­λυ­πλη­θής κα­τά­λο­γος χω­ρί­ων πού ἀ­πήρ­τι­σαν τόν πρῶ­τον Δῆ­μον Ἡ­ραί­ας κα­τά τήν ὀρ­γά­νω­σιν τοῦ ἐ­λευ­θέ­ρου Ἑλ­λη­νι­κοῦ κρά­τους πα­ρα­τί­θε­ται γιά τε­λι­κή σύγ­κρι­σι καί μέ πα­ρα­βο­λή πρός τόν χάρ­τη τοῦ τμή­μα­τος Ἡ­ραί­ας, ἀλ­λά ἐ­δῶ κα­τα­γρά­φον­ται κα­τ’ ἀλ­φα­βη­τι­κήν σει­ράν καί μέ τά ἀρ­χι­κά τῶν χωριῶν ὀ­νό­μα­τα, ὡς ἑ­ξῆ­ς[22] : Πα­λούμ­πα, Ἁ­γιά­ννης, Ἀ­να­ζύ­ρι, Ἀ­νε­μο­δού­ρι, Ἀ­ρα­μου­ζᾶ, Ἀ­ρά­πη­δες,  Βλά­χοι, Γα­ρατ­ζη­νοῦ, Ζου­λά­τι­κα, Κα­λύ­βια, Κα­ρα­χα­σά­νι, Κα­κου­ραῖ­οι, Κο­κο­ρᾶ, Λυ­κού­ρε­σι, Λώ­τι, Μπά­λα, Μπαρ­δά­τσι, Μπέ­τσι, Μπου­γιά­τι, Μπού­ζη, Μπρα­τίτσα, Πα­πα­δᾶ, Πυ­ρί, Τουρ­κόρ­ρα­φτι, Σα­ρα­κί­νι, Σαρ­λαί­ι­κα, Σέρ­βου, Τσιρίμ­πα­σι, Τουρ­κό­ψα­ρι.
Αὐ­τά σέ γε­νι­κές γραμ­μές χω­ρίς νά θί­ξω τά τῆς Ἐ­πα­να­στά­σε­ως. Κο­λι­ό­που­λοι — Πλα­που­ταῖ­οι καί Πα­λουμ­παῖ­οι δε­κα­τρεῖς κα­πε­τα­ναῖ­οι κα­τα­λαμ­βά­νουν ξε­χω­ρι­στό κε­φά­λαι­ο στήν τοπική μας Ἱστορία.

Ὡστόσο, ἡ Ἡραία καυχᾶται δικαίως, διότι οἱ Πλαπουταῖοι ἵδρυσαν στό Μπέτζι στίς 20 Μαρτίου 1821 στρατόπεδο, ἀνταποκρινόμενοι στό κάλεσμα τοῦ Ἔθνους γιά τήν μεγάλη μας Ἐπανάστασι τοῦ 1821 καί μάλιστα προτρέχοντες[23].
Ζη­τεῖ­ται ἤ­δη ἡ συγ­κα­τά­θε­σις τοῦ ἀ­κρο­α­τη­ρί­ου, γιά ἕ­να ἀ­κό­μα σταθ­μό σ’ ἕ­να ἀ­πό τά κεν­τρι­κώ­τε­ρα πα­ρα­γω­γι­κά καί προ­ο­δευ­τι­κά χω­ριά, τό ὁ­ποῖ­ον συν­δέ­ε­ται μέ τήν πρώ­τη Τουρ­κο­κρα­τί­α καί δι­α­σώ­ζει ἕ­να πο­λύ ἐν­δι­α­φέ­ρον χρι­στι­α­νι­κό μνη­μεῖ­ο, πού μέ ἀ­πα­σχό­λη­σε πρό 60 πε­ρί­που ἐ­τῶ­ν[24]. Ἀ­να­φέ­ρω γνω­στή – πα­σί­γνω­στη πα­ρα­τή­ρη­σι, ὅ­τι τό­ποι μέ ἀ­νά­πτυ­ξι στόν το­μέ­α τοῦ Πο­λι­τι­σμοῦ κα­τα­λεί­πουν μνη­μεῖ­α. Καί ἀ­κρι­βῶς συμ­βαί­νει τό χω­ριό αὐ­τό τῆς Ἠ­ραί­ας νά δι­α­σώ­ζη ἕ­να μνη­μεῖ­ον, πού μᾶς με­τα­φέ­ρει στήν ἡ­μί­γνω­στη πε­ρί­ο­δο τῆς πρώ­της Τουρ­κο­κρα­τί­ας.
Πρό­κει­ται γιά τό Ρά­φτι ἤ τοῦ Ρά­φτη, τοῦ ὁ­ποί­ου τό ὄ­νο­μα στίς πη­γές πα­ρα­δί­δε­ται ὡς Τουρ­κόρ­ρα­φτι, ἀν­τι­τι­θέ­με­νον πρός τό Βλα­χόρ­ρα­φτι. Προ­φα­νῶς στά δύ­ο ὄ­χι ἀ­πο­μα­κρυ­σμέ­να Γορ­τυ­νια­κά χω­ριά ὡ­ρι­σμέ­νοι κά­τοι­κοι ἦ­σαν ρά­φτες καί στό μέν ἕ­να χω­ριό ἔρ­ρα­βαν πε­λά­τες χω­ρι­κῶν ἐνδυμάτων χρι­στια­νούς κατοίκους Ἕλ­λη­νες τῆς πε­ρι­ο­χῆς πού ἐκαλοῦντο Βλά­χοι, εἰς δέ τό ἄλ­λο ἔρ­ρα­βαν Τούρ­κους πε­λά­τες, ἐξ οὗ καί τό χω­ριό Τουρ­κόρ­ρα­φτι. Εἶ­ναι γνω­στή ἡ ἐ­πω­νυ­μί­α τῶν χω­ρι­κῶν μέ τ’ ὄ­νο­μα Βλά­χοι καί δή τά χω­ρά­φια τους ἐ­κα­λοῦν­το βλά­χι­κα, ἐ­νῶ τῶν κα­τοί­κων τῶν με­γα­λυ­τέ­ρων κω­μῶν ἤ πό­λε­ων κά­θε πε­ρι­ο­χῆς ὠ­νο­μά­ζον­το χω­ρα­ΐ­τες ἤ τσο­πε­λαῖ­οι καί τά χω­ρά­φια τους Τσο­πε­λαί­ι­κα[25].
Πρέ­πει νά προ­σθέ­σω ὅ­τι στόν ρά­φτη τοῦ χω­ριοῦ οἱ Τοῦρ­κοι πού προσήρ­χον­το γιά νά ρά­ψουν ἐν­δύ­μα­τά τους θά ἦ­σαν πολ­λοί καί ἴ­σως στό πε­δι­νό πα­ρα­γω­γι­κό χω­ριό νά κα­τοι­κοῦ­σαν με­ρι­κοί καί μο­νί­μως, ἀλ­λά τό χω­ριό Τουρ­κόρ­ρα­φτι δέν νο­μί­ζω ὅ­τι τό ὄ­νο­μα ἔ­λα­βε ἀ­πό τήν συ­χνή πα­ρου­σί­α Τούρ­κων, οὔτε ἀ­πό ἄ­σκη­σι ἐ­παγ­γέλ­μα­τος ἀ­πό Τούρ­κους ρά­φτες, για­τί οἱ Τοῦρ­κοι ἦ­σαν ἀ­κα­τάλ­λη­λοι γιά τήν ἄ­σκη­σι οἱ­ου­δή­πο­τε ἐ­παγ­γέλ­μα­τος, ἐ­νῶ παν­τοῦ συναλ­λα­γές εἴ­χαν μέ Ἕλ­λη­νες ἐμ­πό­ρους γιά τήν προ­μή­θεια ἀ­γα­θῶν. Τό πῶς τό πρῶ­τον συν­δε­τι­κόν Τουρ­κο- προ­σε­τέ­θη στό γει­το­νι­κό χω­ριό Ψά­ρι, σ’ ἀν­τί­θε­σι μά­λι­στα πρός τό ὁ­μώ­νυ­μον τῶν Τρι­κο­λώ­νων, τό Τουρκόρ­ρα­φτι, δέν εἶ­ναι εὔ­κο­λο νά ἐ­ξη­γή­σω, ὑ­πο­θέ­τω ὅ­μως, ἄν τό χω­ριό δέν ἦ­ταν τούρ­κι­κο τσι­φλί­κι, ὅ­τι μαρ­τυ­ρεῖ κά­ποι­ον ἀ­κα­θό­ρι­στον σύν­δε­σμο τῶν κα­τα­κτη­τῶν μέ τό χω­ριό, ἀ­φοῦ μά­λι­στα καί ἡ ἐ­τυ­μο­λο­γί­α τοῦ χω­ριοῦ Psari δέν εἶ­ναι δε­δο­μέ­νη, τό δέ το­πω­νύ­μιον τοῦ­το δέν εἶ­ναι σπά­νιο, ἀλ­λ’ ἀ­παν­τᾶ καί ἀλ­λοῦ.
Ἐρ­χό­με­θα τώ­ρα στό μνη­μεῖ­ο. Γιά τόν κι­νού­με­νον πρός Πα­λούμ­πα στήν ἐ­παρ­χια­κήν ὁ­δό εὐ­θύς με­τά τήν δι­α­κλά­δω­σιν πρός Μάρ­κου, σέ μί­α χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή καμ­πή τοῦ ἁ­μα­ξι­τοῦ δρό­μου οἱ φι­λό­τι­μοι ξε­νι­τε­μέ­νοι Ρα­φταῖ­οι ὑ­πό τήν ὀρ­γά­νω­σί των σέ Σύλ­λο­γο ἔ­χουν στή­σει πι­να­κί­δα μέ βέ­λος, πού πλη­ρο­φο­ρεῖ ὅ­τι χα­μη­λά κά­τω στόν μι­χόν χα­ρά­δρας εὑ­ρί­σκε­ται τοῦ χω­ριοῦ τό «Κρυ­φό Σχο­λειό». Τοῦ κτί­σμα­τος τού­του πα­ρα­τί­θε­ται φω­το­γρα­φι­κόν ἀ­πεί­κα­σμα, πού ἐ­λή­φθη κα­τά τήν στιγ­μή τῆς ἐ­πι­σκέ­ψε­ώς μας (φω­το­γρ. Ν. Γκι­ώ­νη). Πρός αὐ­τό προ­σπέ­λα­σις ἀ­πό τοῦ Ρά­φτη γί­νε­ται μέ ἀ­νη­φο­ρι­κό κου­ρα­στι­κό μο­νο­πά­τι.
Τό ἀ­ξι­ο­σπού­δα­στο αὐ­τό μνη­μεῖ­ον δι­α­σώ­ζει ἴ­χνη ἁ­γι­ο­γρα­φι­ῶν τοῦ ἔ­τους 1597 καί τοῦ­το μαρ­τυ­ρεῖ ἐ­πι­γρα­φή μέ δυσ­νό­η­τον το­πω­νύ­μιον Μη­λιγ­γοί (ὄ­νο­μα κτί­το­ρος;) καί μέ τήν ἀ­να­γρα­φή τῆς χρο­νο­λο­γί­ας μέ τρεῖς τρό­πους, ἀ­πό θε­με­λι­ώ­σε­ως κό­σμου ΖΡΕ = 7105, ἀ­πό Χρι­στοῦ ΑΦϟΖ΄ = 1597 καί Ἐ­γί­ρας ΑΡΖ = 1107[26]. Στη­ρί­ζω λοι­πόν τήν γνώ­μη ὅ­τι πολ­λοί Τοῦρ­κοι ἔ­φθα­ναν στόν ρά­φτη τοῦ χω­ριοῦ ἤ με­ρι­κοί ἔ­με­ναν ἐ­κεῖ, φι­λι­κά ἴ­σως φε­ρό­με­νοι πρός τούς κα­τοί­κους, ὥστε γιά νά τούς κο­λα­κεύ­σουν ἐ­ση­μεί­ω­σαν πρός χά­ριν των στήν ἐ­πι­γρα­φή καί τήν ἀ­πό Ἐ­γί­ρας χρο­νο­λο­γί­α, πρᾶγ­μα πρω­το­φα­νές.
Ἄν τό μο­νύ­δριον τοῦ Τα­ξιά­ρχου ἐ­χρη­σι­μο­ποι­ή­θη ὡς Κρυ­φό Σχο­λει­ό, κα­τά τόν ἰ­σχυ­ρι­σμόν τοῦ Συλ­λό­γου Ρα­φταί­ων, δέν γνω­ρί­ζω, χρει­ά­ζε­ται ὅ­μως σχε­τι­κές μαρ­τυ­ρί­ες. Τό μο­νύδριον πα­ρα­μέ­νει ὡς ἀ­ξι­ο­σέ­βα­στον μνη­μεῖ­ον. Γιά κά­θε ἐ­πι­σκέ­πτη ―καί στόν ὁ­μι­λη­τή― λαμ­πρός τό­πος θρη­σκευ­τι­κῆς καί ἐ­θνι­κῆς προσευ­χῆς. Γιά τούς κα­τοί­κους ὑ­ψη­λόν χρέ­ος σε­βα­σμοῦ καί συν­τη­ρή­σε­ως τοῦ μνη­μεί­ου ἄλ­λά μέ τά ἐν­δε­δειγ­μέ­να τε­χνι­κά μέ­σα. Ἄν ἡ με­τά­βα­σις δέν κα­τα­στῆ ἄ­νε­τη μέ ἁ­μα­ξι­τήν ὁ­δό, μέ­λη­μα τῶν Ρα­φταί­ων ἄς εἶ­ναι νά γί­νε­ται μέ κά­θε τρό­πο χω­ρίς κίν­δυ­νο καί του­ρι­στι­κῶς εὐ­χά­ρι­στον περιπάτου γιά τόν πε­ζο­πό­ρο καί μάλιστα για τόν ἐ­ρα­στή τῶν γρα­φι­κῶν μέσων διακινήσεως μέ τά ὑποζύγια τῆς ὑπομονῆς.

Ἐ­πί­με­τρον.
Ἡ­μέ­ρα χα­ρᾶς γιά τό Πα­νελ­λή­νιον ἡ ἐ­πέ­τει­ος τῆς Πα­λιγ­γε­νε­σί­ας, ἡ συμ­βο­λι­κή 25ηΜαρ­τί­ου μέ τό δι­πλό νό­η­μα πού πε­ρι­έ­χει. Ἡ­μέ­ρα τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­σμοῦ, μέ τήν ἐν­σάρ­κω­σι τοῦ Θε­οῦ γιά τήν σω­τη­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που καί ἡ­μέ­ρα τῆς Ἐ­θνι­κῆς ἐ­ξε­γέρ­σε­ως γιά τήν πο­λι­τι­κή ἀ­πο­κα­τά­στα­σι τῶν Ἑλ­λή­νων. Δι­πλός ἑ­ορ­τα­σμός λοι­πόν. Πα­νη­γυ­ρί­ζει ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α καί τό Ἑλ­λη­νι­κόν Ἔ­θνος. Εἴ­με­θα ὑ­πε­ρή­φα­νοι ὡς χρι­στια­νοί καί ὡς Ἕλ­λη­νες. Ὁ Γορ­τύ­νιος δά­σκα­λος καί ποι­η­τής εἶ­χε δι­α­κη­ρύ­ξει ὅ­τι σή­με­ρα, τέ­τοι­α ἡ­μέ­ρα «χα­ρά ἔ­χουν τά βου­νά» καί «τά Κά­στρα πε­ρι­φά­νεια», «για­τί γι­ορ­τά­ζει ἡ Πα­να­γιά», «γι­ορ­τά­ζει κ΄ ἡ πα­τρί­δα».
Ἐ­δώ σή­με­ρα ἀ­πό τήν ἐν­το­λή τῆς Ἐ­θνι­κῆς Συ­νει­δή­σε­ως γιά τό με­γα­λούρ­γη­μα τοῦ 1821 παρακινεῖ ἕ­να χρέ­ος, ἕ­να ξε­χω­ρι­στό χρέ­ος. Νά ξε­κι­νή­ση ὁ λό­γος ἀ­πό τόν τό­πο μας καί τούς ἀν­θρώ­πους μας. Για­τί δι­εκ­δι­κοῦν πρω­τεῖ­α στόν ἀ­πε­λευ­θε­ρω­τι­κόν Ἀ­γῶ­να τοῦ 1821 καί στήν ἑ­πτα­ε­τῆ δι­ε­ξα­γω­γή του. Ἑ­πτά ὁ­λό­κλη­ρα χρό­νια ἐ­χρει­ά­στη­κε ἡ Ἐ­λευ­θε­ρί­α γιά νά ἐ­πα­νεγ­κα­τα­στα­θῆ στήν ἀρ­χαί­α πα­τρί­δα της αἱ­μα­τω­μέ­νη καί τα­λαι­πω­ρη­μέ­νη, ἀλ­λά ὀρ­θή καί δυ­να­μι­κή. Ἔ­χει ση­μα­σί­α ὅ­τι οἱ ἄν­θρω­ποι αὐ­τοῦ τοῦ τό­που ἦ­σαν πα­ρόν­τες ἀ­πό τήν πρώ­τη στιγ­μή, ἔ­δω­καν αἷ­μα καί πνεῦ­μα.
Ἀ­πό τήν πρώ­τη ἀ­να­πό­λη­σι τῶν ἱ­στο­ρι­κῶν γε­γο­νό­των, ἀ­να­τρέ­χει εὐ­θύς ἀ­μέ­σως ἡ μνή­μη στόν θρυ­λι­κόν ἄρ­χον­τα τῆς Λι­ο­δώ­ρας τόν Κό­λια Πλα­πού­τα. Προ­ήρ­χε­το ἀ­πό τούς Ντρέ­δες τῆς Τρι­φυ­λί­ας, συν­δέ­ε­ται μέ τ’ Ἀρ­βα­νι­το­χώ­ρια καί τά Σου­λι­μο­χώ­ρια καί νέ­ος ἐγ­κα­τε­στά­θη στοῦ Πα­λούμ­πα, γε­νάρ­χης τῆς οἰ­κο­γε­νεί­ας, νοι­κο­κύ­ρης, Κλε­φταρ­μα­το­λός, ἀ­φω­σι­ω­μέ­νος στήν οἰ­κο­γέ­νεια τοῦ Μο­ρα­γιά­νη γε­ρό-Δε­λη­γιά­ννη, πρῶ­τος ἀ­νά­με­σα στούς δώ­δε­κα Πα­λουμ­παί­ους κα­πε­τα­ναί­ους τῆς πα­ροι­μί­ας. Τόν Κό­λια πε­ρι­βάλ­λει ὁ θρῦ­λος καί κον­τά του ἀ­να­φέ­ρον­ται ὀ­νό­μα­τα ἄλ­λων χρό­νων καί και­ρῶν : Μαυ­ρο­ει­δής Πι­τσού­νης, Θα­να­σᾶς ἀ­πό Τουρ­κόρ­ρα­φτι, Δῆ­μος ἀ­πό τούς Ἀ­ρά­πη­δες, Λιά­κος Πα­λουμ­πι­ώ­της, Τσού­κας, Κα­ψο­κα­λυ­βι­ώ­της καί με­ρι­κοί ἄλ­λοι πού ἀ­νή­κουν στό κλέ­φτι­κο.
Τά Κο­λι­ό­που­λα, πού ἀ­νέ­δει­ξαν ἱ­στο­ρι­κά πλέ­ον τ’ ὄ­νο­μα τῆς οι­κο­γε­νεί­ας Πλα­πού­τα καί τοῦ Πα­λούμ­πα καί τῆς Ἠ­ραί­ας ὅ­λης συν­δέ­ον­ται ἀ­μέ­σως μέ τήν Ἑλ­λη­νι­κή Ἐ­πα­νά­στα­σι ἀ­πό τίς πρῶ­τες στιγ­μές πού ἐ­ξε­κί­νη­σε. Ἀ­πό τούς συγ­χρό­νους τῆς με­γά­λης ἐ­ξορ­μή­σε­ως ἱ­στο­ρι­ο­γρά­φους ὁ κα­λύ­τε­ρα πλη­ρο­φο­ρη­μέ­νος Πρω­το­σύγ­κελ­λος Ἀμ­βρό­σιος Φραν­τζῆς προ­σφέ­ρει θε­τι­κές εἰ­δή­σεις γιά ὅ­σα συ­νέ­βαι­ναν στόν χῶ­ρο τῆς Λι­ο­δώ­ρας. «Οἱ ἀ­δελ­φοί Πλα­πού­ται, Δη­μή­τριος καί Γε­ωρ­γά­κης, υἱ­οί τοῦ Κό­λια δι­α­δε­χθέν­τες τήν ὑ­πη­ρε­σί­αν τοῦ πα­τρός των, ὀ­πα­δοί τῆς πο­λυ­πει­ρί­ας καί ἱ­κα­νό­τη­τός του, με­μυ­η­μέ­νοι εἰς τά τῆς Φι­λι­κῆς Ἑ­ται­ρεί­ας, εἶ­χαν τήν βε­βαι­ό­τη­τα ὅ­τι τήν 25η Μαρ­τί­ου ἔ­μελ­λε νά ἐ­κρα­γῆ ἡ Ἑλ­λη­νι­κή Ἐ­πα­νά­στα­σις, συν­νε­νο­η­θέν­τες με­τά τοῦ Θ. Κο­λο­κο­τρώ­νη καί τι­νῶν ἄλ­λων, συ­νή­θροι­σαν ἐκ τῆς ἰ­δί­ας αὐ­τῶν κώ­μης Πα­λούμ­πα 50 ὁ­πλο­φό­ρους, λα­βόν­τες δέ πρῶ­τον τάς εὐ­χάς τοῦ γέ­ρον­τος πα­τρός των καί προ­σκα­λέ­σαν­τες τόν ἱ­ε­ρέ­α ἔ­ψα­λον ἐν τῶ μέ­σω τῆς κώ­μης των Λι­τα­νί­αν καί οὕ­τως ἀ­σπα­σά­με­νοι τάς Ἁ­γί­ας εἰ­κό­νας καί ἀλ­λή­λους, με­τέ­βη­σαν τήν 20η Μαρ­τί­ου εἰς τήν κώ­μη Μπέτ­ζι, λέ­γον­τες ὅ­τι ἔ­φθα­σεν ἡ στιγ­μή καί ἡ πα­τρίς ἐ­λευ­θε­ροῦ­ται ἀ­πό τάς χεῖ­ρας τῶν τυ­ράν­νων. Μέ­χρι τῆς 21ης Μαρ­τί­ου συ­νή­χθη­σαν εἰς τήν κώ­μην Μπέτ­ζι 800 πε­ρί­που Ἕ­λη­νες ὁ­πλο­φό­ροι μέ ση­μαί­ας ἀ­νοι­κτάς ἀ­πό κά­θε κώ­μην, πρός τούς ὁ­ποί­ους οἱ Πλα­που­ταῖ­οι ὠ­μί­λη­σαν μέ τήν χω­ρι­κήν αὐ­τῶν ρη­το­ρι­κήν οὕ­τως : ἀ­δελ­φοί, ὅ­σα βλέ­πε­τε ἀ­νέλ­πι­στα μή θε­ω­ρεῖ­τε ὅ­τι εἶ­ναι τρε­λά καί ἀ­νό­η­τα πράγ­μα­τα, πλη­ρο­φο­ρη­θῆ­τε μέ ὅ­λην τήν ἀ­λή­θειαν ὅ­τι τά γρά­φουν τά βι­βλί­α μας καί ἀν δέν πι­στεύ­ε­τε τούς λό­γους μας, ρω­τᾶ­τε καί τούς ἱ­ε­ρεῖς πού τά γνω­ρί­ζουν νά σᾶς εἰ­ποῦν…».
Τί ση­μαί­νουν αὐ­τά; Ση­μαί­νουν ὅ­τι οἱ Πλα­που­ταῖ­οι τήν 20η Μαρ­τί­ου 1821 στοῦ Μπέτ­ζι ἔ­στη­σαν τό πρῶ­το Ἑλ­λη­νι­κό Στρα­τό­πε­δο, δη­λα­δή πρίν ξη­με­ρώ­ση ἡ 25η Μαρ­τί­ου. Δεύ­τε­ρον, κα­τά τήν χω­ρι­κήν ρη­το­ρι­κήν Πλα­πού­τα, Ἐ­πα­νά­στα­σις καί Ἐ­λευ­θε­ρί­α τῆς Ἑλ­λά­δος ἐρ­χό­ταν ὡς θέ­λη­μα Θε­οῦ καί ὅ,­τι γρά­φουν τά βι­βλί­α δέν ξε­γρά­φε­ται. Τρί­τον, μέ­σα ἀ­πό τήν καρ­διά τῆς Λι­ο­δώ­ρας ἐρ­χό­ταν τό πρῶ­το μή­νυ­μα ἐ­νάρ­ξε­ως τῆς Ἐ­πα­να­στά­σε­ως, μέ κα­ταρ­τι­σμέ­νο Στρα­τό­πε­δο 800 συ­νει­δη­τῶν ὁλ­πο­φό­ρων. Ση­μα­σί­αν ἀ­κό­μη ἔ­χει ὅ­τι ἐν­τός τῶν ἡ­με­ρῶν οἱ Δε­λη­γι­αν­ναῖ­οι ὠρ­γά­νω­σαν μέ 400 ἐ­νό­πλους ἀ­πό τό τμῆ­μα Ἀ­κο­βας καί Πέ­ρα Με­ριᾶς δεύ­τε­ρο Στρα­τό­πε­δο καί ἐ­γι­ναν δύ­ο τά Στρα­τό­πε­δα. Ἀς ση­μει­ω­θῆ ὅ­τι οἱ πα­λαι­οί κά­ποι τῶν Δε­λη­γι­αν­ναί­ων, οἱ Πλα­πού­ται, δέν πα­ρέ­λει­ψαν νά συν­νε­ο­νο­η­θοῦν μέ τόν Θε­ό­δω­ρον Κο­λο­κο­τρώ­νη, πλη­σί­ον τοῦ ὁ­ποί­ου ὁ Δη­μη­τρά­κης θά πο­λε­μῆ κα­θ’ ὅ­λην τήν δι­άρ­κι­ε­α τοῦ Ἱ­ε­ροῦ Ἀ­γῶ­νος. Μα­ζί στό Κλέ­φτικο, μα­ζί στήν Ζά­κυν­θο (ἀ­ξι­ω­μα­τι­κοί στήν Ἀγ­γλι­κή Ὑ­πη­ρε­σί­α), μα­ζί καί με­τά τό τέ­λος τῆς Ἐ­πα­να­στά­σε­ως μέ­χρι τήν Δί­κη ἐ­ναν­τί­ον των ἀ­πό τήν Ἀν­τι­βα­σι­λεί­α τοῦ Ὀ­θω­νος.
Δέν πρό­κει­ται σέ μί­α σύν­το­μη ἀ­να­φο­ρά στήν ἐ­ναρ­ξι τῆς Με­γά­λης Ἐ­πα­να­στά­σε­ως νά ἐ­κτα­θῆ ὁ λό­γος στά με­γά­λα γε­γο­νό­τα. Ἀλ­λά δέν γί­νε­ται νά μή μνη­μο­νευ­θῆ ἀ­μέ­σως ὅ­τι ὁ Δη­μή­τριος Πλα­πού­τας εὑ­ρέ­θη πλη­σί­ον τοῦ Θε­ο­δώ­ρου Κο­λο­κο­τρώ­νη στήν πο­λι­ορ­κί­α τῆς Κα­ρύ­ται­νας. Ἀ­πό τήν Κα­λα­μά­τα ὁ Θο­δω­ρά­κης εὑ­ρέ­θη στίς 27 Μαρ­τί­ου στό στε­νό τοῦ Ἁ­γί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου ἀ­πέν­ταν­τι στήν Κα­ρύ­ται­να, ἐ­πε­ρί­με­νε νά πε­ρά­σουν οἱ οἰ­κο­γέ­νει­ες τῶν Τούρ­κων ἀ­πό τό Φα­νά­ρι, κα­ρα­βά­νι ὁ­λό­κλη­ρο συ­νο­δευ­ό­με­νο ἀ­πό στρα­τι­ω­τι­κό σῶ­μα τῶν Τούρ­κων. Συμ­πο­λε­μοῦ­σε σῶ­μα Μα­νια­τῶν. Ἀ­να­φέ­ρει ὁ ἴ­διος ὁ Κο­λο­κο­τρώ­νης στά ἀ­πο­μνη­μο­νεύ­μα­τά του : «… ἔ­σω­σαν τά φου­σέ­κια μας. Τά Κο­λι­ό­που­λα ἦ­ταν 6 ὧ­ρες μα­κριά εἰς τό Πο­τά­μι τοῦ Ρου­φιᾶ, εἰς τό χω­ριό Τσού­κα, ἀ­κού­ον­τας τό του­φέ­κι ἐ­κί­νη­σαν, πλήν δέν ἔ­φθα­σαν, εἶ­χαν τε­τρα­κό­σιους, εἰς τήν ὥ­ραν ἀλ­λ’ ἔ­πει­τα ἀ­πό μι­σήν ὥ­ραν, ἀ­κού­ον­τας τήν μπα­τα­ρί­α τῶν Κο­λια­ίων οἱ Τοῦρ­κοι ἐ­βγή­καν ἀ­γνάν­τια νά ἰ­δοῦν, ἐ­φρά­ξα­μεν τόν τό­πον, νά μή πε­ρά­σουν οἱ Τούρ­κοι τό Γε­φύ­ρι…..».
Σ’ αὐ­τήν τήν πρώ­τη νί­κη Κο­λο­κο­τρώ­νη, μέ 500 ψυ­χές νά πέ­σουν στό πο­τά­μι, δέν ἐπρό­λα­βαν οἱ Λι­ο­δω­ραῖ­οι τοῦ Πλα­πού­τα, ἔ­φθα­σαν ὅ­μως καί ἔ­λα­βαν μέ­ρος στήν πο­λι­ορ­κί­α τῆς Κα­ρύ­ται­νας τήν ἑ­πο­μέ­νη ἡ­μέ­ρα 28 Μαρ­τί­ου καί με­τά τήν λύ­σιν τῆς πο­λι­ορ­κί­ας, βα­πτι­σμέ­νοι πλέ­ον στό πῦρ, ἐμ­πῆ­καν στήν τρο­χιά τοῦ Πο­λέ­μου, ἐ­κτε­λοῦ­σαν πα­ραγ­γε­λί­ες τοῦ Κο­λο­κο­τρώ­νη, πρῶ­τοι κον­τά του στήν προ­σπά­θεια νά συ­στή­ση Στρα­τό­πε­δο στήν Πιά­να, Χρυ­σο­βί­τσι, Ἀ­λω­νί­σται­να. Μα­ζί του στήν συ­νέ­χεια εὑ­ρί­σκον­το στό Στρα­τό­πε­δο τοῦ Πά­πα­ρη, ἔ­λα­βαν μέ­ρος στίς συ­σκέ­ψεις ἐ­κεί με­τά τήν ἀ­τυ­χί­α τῆς Βλα­χο­κε­ρα­σιᾶς ἀ­νή­με­ρα τό Πά­σχα καί ἀ­κο­λού­θως στήν πρώ­τη ὀρ­γά­νω­σι Στρα­το­πέ­δου Βαλ­τε­τσί­ου καί κα­θε­ξῆς ἐ­ως τήν Δευ­τέ­ρα καί ἀ­ξι­ό­λο­γη ἀ­να­μέ­τρη­σι μέ τούς Τούρ­κους στήν πε­ρί­φη­μη νί­κη τοῦ Βαλ­τε­τσί­ου (12 καί 13 Μα­ΐ­ου 1821).
Ἡ Ἑλ­λη­νι­κή Ἐ­πα­νά­στα­σις σο­βα­ρόν πο­σο­στόν τε­λι­κῆς ἐ­πι­τυ­χί­ας της, ν’ ἀ­πο­κα­τα­στή­ση τήν πο­λι­τι­κή ἐ­λευ­θε­ρί­α στήν πα­τρί­δα, ὀ­φεί­λει στούς Λι­ο­δω­ραί­ους τοῦ Πλα­πού­τα, για­τί ἔ­δω­καν πα­ρών ἀ­πό τήν πρώ­τη στιγ­μή μέ τό Στρα­τό­πε­δο στοῦ Μπέτ­ζι καί τήν κα­τά συ­νέ­χειαν συμ­με­το­χή τους στήν δι­ε­ξα­γω­γή τοῦ Πο­λέ­μου, μέ ἀ­νά­λο­γον πο­σο­στόν καί στόν ἀ­παί­σιον Ἐμ­φύ­λιον Πό­λε­μο. Ἑ­πο­μέ­νως συ­νε­τέ­λε­σαν στήν ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­σι τῆς Ἑλ­λά­δος σο­βα­ρά. Ἡ Ἐ­λευ­θε­ρί­α στε­φα­νώ­νει μέ τό ἀ­τί­μη­το στε­φά­νι τῆς δό­ξας τό μέ­τω­πο τοῦ ἀρ­χη­γοῦ Δη­μη­τρί­ου Πλα­πού­τα, τοῦ ἀ­δελ­φοῦ του Πα­ρα­σκευ­ᾶ καί ὅ­λων τῶν συμ­πο­λε­μι­στῶν του.
Χρέ­ος τε­λι­κόν τῆς ὀ­μι­λί­ας εἶ­ναι νά κα­τα­θέ­ση νο­ε­ρῶς εἰ­δι­κόν στε­φά­νι στήν μνή­μη τοῦ Γε­ωρ­γά­κη Πλα­πού­τα, πού ἔ­πε­σε πρῶ­τος αὐ­τός θύ­μα στήν σκλη­ρά μά­χη ἐ­ναν­τί­ον τῶν Λα­λαί­ων κα­τά τήν πρώ­τη φά­σι τῆς τε­λι­κῆς νι­κη­φό­ρας μά­χης στις 13 Ἰ­ου­νί­ου 1821, εὑ­ρι­σκό­με­νος ἐ­πι­κε­φα­λῆς τῶν Κα­ρυ­τι­νῶν. Τό Πού­σι ἐ­χώ­ρι­σε τά δύ­ο ἀ­δέλ­φια πο­λύ ἐ­νω­ρίς. Ἐ­πι­σφραγί­ζει τόν χω­ρι­σμό καί τήν ὀ­μι­λί­α ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης Βα­λα­ω­ρί­της :
«πά­ψε Ρου­φιᾶ, τό βογ­γη­τό, σί­γη­σε, μή θε­λή­ση
τ’ ἀ­δέλ­φια νά χω­ρί­σης, για­τί ὁ Πλα­πού­τας καί νε­κρός κρα­τεῖ τό με­τε­ρί­ζι
».

[1] Ὁ­μι­λί­α στοῦ Πα­λούμ­πα, ὅ­που τήν 9 Αὐ­γού­στου 2007 ὠρ­γα­νώ­θη Ἡ­ραι­α­τι­κή Ἑ­σπε­ρίς ἀ­πό τόν Δῆ­μο Ἡ­ραί­ας. Τήν ὀρ­γά­νω­σι Ἡ­με­ρί­δος εἰ­ση­γή­θη­σαν στόν Δῆ­μο δύ­ο μέ­λη τῆς ὁ­μά­δος ἐ­πι­τό­πιας ἐ­πι­σκέ­ψε­ως ἐ­ρευ­νη­τι­κῆς ἐ­πί τοῦ Βου­φα­γί­ου ὄ­ρους τόν Ἰ­ού­νιον 2007 Βασ. Κ. Ἀ­να­στα­σό­που­λος καί Γε­ωργ. Π. Θε­ο­χά­ρης, οἱ ὁ­ποῖ­οι καί κα­θώ­ρι­σαν τό θέ­μα τῆς Ὁ­μι­λί­ας, πα­ρεμ­φε­ρές πρός τήν δη­μο­σι­ευ­μέ­νη στόν Δ΄ τό­μο τῶν «Γορ­τυ­νια­κῶν» μα­κράν με­λέ­τη μου. Ἤ­δη κα­τά τήν δη­μο­σί­ευ­σι τῆς Ὁ­μι­λί­ας μέ προ­σθῆ­κες καί τε­κμη­ρί­ω­σι ἐ­τη­ρή­θη ὁ τύ­πος τῆς Ὁ­μι­λί­ας καί πα­ρέ­μει­ναν πλη­ρο­φο­ρι­ές, πα­ρα­τη­ρή­σεις καί κρί­σεις τῆς με­λέ­της τῶν «Γορ­τυ­νια­κῶν», ἐ­νῶ ὁ τό­μος ἔ­χει τε­θῆ πλέ­ον εἰς κυ­κλο­φο­ρί­αν, χά­ριν ἐ­νη­με­ρώ­σε­ως τῶν Ἡ­ραια­τῶν καί κα­τ’ ἀ­ξί­ω­σιν τῶν δύ­ο λο­γί­ων τῆς συν­τρο­φιᾶς, Β. Κ. Ἀ­να­στα­σο­πού­λου καί Γ. Π. Θε­ο­χά­ρη, πρός τούς ὁ­ποί­ους καί ἀ­φι­ε­ρώ­νε­ται.
[2] Ὁ Λά­δων εἶ­ναι κα­τ’ ἐ­ξο­χήν Γορ­τυ­νια­κό πο­τά­μι καί πολ­λα­πλῶς συν­δέ­ε­ται μέ τήν χώ­ρα μας. Σχε­τι­κά βλ. τό με­λέ­τη­μα Χρ. Δη­μη­τρο­πού­λου, Λά­δων ὁ πο­τα­μός τῆς Γορ­τυ­νί­ας, «Γορ­τυ­νια­κά», τ. Δ΄ (2007), σσ. 131-170.
[3] Τά­σου Ἀθ. Γρι­τσο­πού­λου, Ἱ­στο­ρι­κές καί χω­ρο­γρα­φι­κές δι­ε­ρευ­νή­σεις στήν πε­ρι­ο­χή Χα­ρά­δρας Λου­σί­ου, «Γορ­τυ­νια­κά», τ. Δ΄ (2007), σσ. 20 κ.ἑξ.
[4] Αὐτόθι, σσ. 10-11, 15-16, ὅπου καί βιβλιογραφία.
[5] Τ. Ἀθ. Γρι­τσο­πού­λου, Ἱ­στο­ρί­α τοῦ Γε­ρα­κί­ου, Ἀ­θῆ­ναι 1982, σσ. 136-139, ὅπου καί σχετική βιβλιογραφία.
[6] Τ. Ἀθ. Γρι­τσο­πού­λου, Ἱ­στο­ρί­α τῆς Τριπολιτσᾶς, τ. Α΄, Ἀθῆναι 1972, σσ. 74 κἑξ., ὅπου βιβλιογραφία.
[7] Τ. Ἀθ. Γρι­τσο­πού­λου, Ἀρ­κα­δί­α, ΘΗΕ, τ. Γ΄ (1963), σσ. 154-156, μετά τῆς σχετικῆς βιβλιογραφίας. Πρβλ. καί Μητρ. Ἀλεξάνδρου Παπαδοπούλου, Ἱστορία τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας, τ. Α΄, Ἀθῆναι 2006, σσ. 18 κἑξ., 27 κἑξ., ὅπου καί βιβλιογραφία.
[8] Γιά τήν παλαιοχριστιανική βασιλική τῆς Θέλπουσας βλ. Ν. Μουτσοπούλου, Ἡ ἀρχιτεκτονική τῶν Ἐκκλησιῶν καί μοναστηρίων Γορτυνίας, ἐν Ἀθήναις 1956, σσ. 6-14.
[9] Τό θέμα ἐκ νέου ἔχω ἐξετάσει προσφάτως. Βλ. Τ. Ἀθ. Γριτσοπούλου, Ἱστορικές καί χωρογραφικές διερευνήσεις, «Γορτυνιακά», τ. Δ΄ (2007), σσ. 34κἑξ., 63 κἑξ., ὅπου καί βιβλιογραφία.
[10] Τ. Ἀθ. Γριτσοπούλου, Χωρογραφικές καί ἱστορικές διερευνήσεις, σσ. 42-48, 50 κἑξ.
[11] Ν. Μουτσοπούλου, Ἡ ἀρχιτεκτονική τῶν Ἐκκλησιῶν καί μοναστηρίων Γορτυνίας, ἐν Ἀθήναις 1956, σσ. 6-19.
[12] Ν. Μουτσοπούλου, Ἡ ἀρχιτεκτονική τῶν Ἐκκλησιῶν καί μοναστηρίων Γορτυνίας, ἐν Ἀθήναις 1956, σσ. 33-37.
[13] Αὐτόθι, σσ. 120-121.
[14] Τ. Ἀθ. Γριτσοπούλου, Χωρογραφικές καί ἱστορικές διερευνήσεις, σσ. 77 κἑξ.
[15] Τ. Ἀθ. Γρι­τσο­πού­λου, Ἱ­στο­ρί­α τῆς Τριπολιτσᾶς, τ. Α΄, Ἀθῆναι 1972, σσ. 96 κἑξ., 103 κἑξ., ἐπί τῆ βάσει τῶν πηγῶν ἀναφορά. Ὁλόκληρη ἡ Ἀρκαδία ἀπό τό 1324 ὑπήγετο στό δεσποτάτο τοῦ Μυστρᾶ, μέ τήν ὑποταγή δέ καί κατασκαφή τοῦ Νυκλίου ὠργανώθη τό Ἑλληνικό φρούριο τοῦ Μουχλίου. Γιά τά ἐκκλησιαστικά τῆς φραγκικῆς καί μεταφραγκικῆς περιόδου βλ. αὐτόθι, σσ. 123 κἑξ.
[16] Δ. Α. Zakythinos, Le despotat grec de Morée, τ. Α΄ , Παρίσι – Ἀθήνα 1932, σσ. 131 κἑξ., 142 κἑξ. Ἀναφέρεται καί κατά τίς ἀρχές τοῦ 15ου αἰῶνος εἰρηνική κάθοδος νομάδων Ἀλβανῶν καί ἐγκατάστασις εἰς Πελοποννησιακές ἐπαρχίες. Βλ. Τ. Ἀθ. Γρι­τσο­πού­λου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία και Χριστιανικά μνημεῖα Κορινθίας, τ. Α΄, ἀθῆναι 1973, σ. 44.
[17] Π. Β. Σακελλαρίου, Ἡ Πελοπόννησος κατά τήν δευτέραν Τουρκοκρατίαν, Ἀθῆναι 1939, σσ. 108-109.
[18] Θ. Κολοκοτρώνη, Διήγησις συμβάντων τῆς Ἑλληνικῆς φυλῆς, φωτομηχανική ἐπανέκδοσις, Εἰσαγωγή – Εὑρετήριον – Ἐπιμέλεια Τ. Ἀθ. Γριτσοπούλου, ἔκδοσις τῆς Ἑταιρείας Πελοποννησιακῶν Σπουδῶν, Ἀθῆναι 1981, σσ. 1, 23, 179, 197.
[19] Τ. Ἀθ. Γριτσοπούλου, Στατιστικαί εἰδήσεις περί Πελοποννήσου, «Πελοποννησιακά», τ. Η΄ (1971), σ. 447.
[20] Β. Παναγιωτοπούλου, Πληθυσμός καί οἰκισμοί τῆς Πελοποννήσου, Ἀθήνα 1995, ἑκασταχοῦ (ἀπό τό Εὑρετήριο).
[21] Μιχ. Χουλιαράκη, Γεωγραφική Διοικητική και πληθυσμιακή ἐξέλιξις τῆς Ἑλλάδος 1821-1971, τ. Α΄, Μέρ. Ι, Ἀθῆναι 1972, σ. 37.
[22] Ἰωάν. Ἐμ. Νουχάκη, Ἑλληνική Χωρογραφία, ἐκδ. γ΄, τ. Β΄, ἐν Ἀθήναις 1901, σσ. 611-612.
[23] Τ. Ἀθ. Γρι­τσό­που­λος, Ἡ ἐ­πέ­τει­ος τῆς Πα­λιγ­γε­νε­σί­ας γιά τούς Ἠ­ραιά­τες, «Φω­νή τῆς Γορ­τυ­νί­ας», φ. 1151, Ἰ­ού­νιος 2007 καί «Γορ­τυ­νί­α», φ. 244, Ἰ­ού­νιος 2007. Ὁ λό­γος προσ­στί­θε­ται ὡς ἐ­πί­με­τρον στήν πα­ροῦ­σα δη­μο­σί­ευ­σι. Στό τέ­λος αὐ­τοῦ ἐρ­ρί­φθη ἡ γνώ­μη νά φω­το­τυ­πη­θῆ τό Ἀρ­χεῖ­ον Πλα­πού­τα, ἀ­πο­κεί­με­νον στήν Δη­μο­σί­α Βι­βλι­ο­θή­κη Ἀν­δρί­τσαι­νας, νά ἐκ­δο­θῆ καί νά ἀ­πο­τε­θοῦν τά φω­το­αν­τί­γρα­φα στό Ἀρ­χον­τι­κό Πλα­που­ταί­ων στοῦ Πα­λούμ­πα. Ἡ πρό­τα­σις υἱ­ο­θε­τή­θη ἀ­πό τόν Δῆ­μον Ἠ­ραί­ας καί ἀ­πο­μέ­νει ὁ χρό­νος πραγ­μα­το­ποι­ή­σε­ως.
[24] Τ. Α. Γρι­τσο­πού­λου, Τό πα­ρά τό χω­ρί­ον Ρά­φτη μο­νύ­δριον τοῦ Τα­ξιά­ρχου, «Γορ­τυ­νια­κόν Ἡ­με­ρό­λο­γιον», τχ. 5 (1951), σσ. 17-20.
[25] Τ. Α. Γριτσοπούλου, Ἀράχοβα ἡ Γορτυνιακή καί τό ἐξ αὐτῆς δημῶδες ἆσμα τοῦ Κλέφτη Δήμου, ἐν Ἀθήναις 1948, σ. 15 καί ὑποσ. 3.
[26] Στήν πα­ρου­σί­α­σι τοῦ μνη­μεί­ου κα­κή συμ­πλή­ρω­σις τοῦ γράμ­μα­τος τῶν ἑ­κα­τον­τά­δων στήν ἀ­πό κτί­σε­ως κό­σμου χρο­νο­λό­γη­σι ἐ­νε­φά­νι­σε ἔ­τος ἱ­δρύ­σε­ως 1697, δηλ. πα­ρου­σι­ά­ζε­το κα­τά 100 ἔ­τη νε­ώ­τε­ρο τό μνη­μεῖ­ο. Τό ἀ­βλέ­πη­μα ἐ­πα­νωρ­θώ­θη προ­σφά­τως. Τ. Α. Γρι­τσο­πού­λου, Χω­ρο­γρα­φι­κές καί ἱ­στο­ρι­κές δι­ε­ρευ­νή­σεις στήν πε­ρι­ο­χή τῆς χα­ρά­δρας Λου­σί­ου, «Γορ­τυ­νια­κά», τ. Δ΄ (2007), σσ. 89-90

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο