Το Σύνταγμα της Ελλάδας είναι ο θεμελιώδης νόμος επάνω στον οποίο βασίζεται η διαμόρφωση ολόκληρης της νομοθεσίας της Ελλάδας όσον αφορά τα δικαιώματα και υποχρεώσεις του πολίτη, την οργάνωση και βασικούς κανόνες λειτουργίας του ελληνικού κράτους και των θεσμών. Μετά την Ελληνική Επανάσταση του 1821 δημιουργήθηκαν διάφορα βραχύβια συντάγματα που δεν ευδοκίμησαν είτε λόγω των αδυναμιών τους είτε λόγω της εσωτερικής διαμάχης μεταξύ των πολιτικών.
Πρώτο σύνταγμα ήταν αυτό που ψηφίστηκε από την Α’ Εθνοσυνέλευση στις 1 Ιανουαρίου 1822 στην Επίδαυρο με ονομασία «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος» και αναθεωρήθηκε το 1823 από την Β’ Εθνοσυνέλευση στο Άστρος με τον «Νόμο της Επιδαύρου». Η Γ’ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας το 1827 ψήφισε το «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος» το οποίο όμως αναστάλθηκε από την Δ’ Εθνοσυνέλευση του Άργους μετά από πρόταση του Ιωάννη Καποδίστρια.
Την 1η Φεβρουαρίου του 1832 οι Μεγάλες Δυνάμεις όρισαν τον πρίγκιπα της Βαυαρίας Όθωνα ως ηγεμόνα της Ελλάδας, αποδεχόμενες ταυτόχρονα τους όρους του πατέρα του, βασιλιά Λουδοβίκου της Βαυαρίας να μην τεθεί σε εφαρμογή το ετοιμαζόμενο στην Ελλάδα Σύνταγμα, αλλά η κυβέρνηση να είναι ισχυρή και μοναρχική και να έχει ο Όθωνας το δικαίωμα να παραχωρήσει Σύνταγμα, ανάλογα με την κρίση του.
Η βασιλεία του Όθωνα διήρκεσε μέχρι τις 12/24 Οκτωβρίου του 1862. Στην πρώτη περίοδο της βασιλείας του, 1833-1843, κυβέρνησε απολυταρχικά. Απόλυτη μοναρχία είναι το πολίτευμα, όπου τη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία ασκεί ο βαισλιάς, ενώ στο όνομά του ασκείται και η δικαστική εξουσία. Είναι, σύμφωνα με τους θεωρητικούς της απολυταρχίας, “ελέω Θεού Βασιλεύς”, δηλαδή βασιλιάς με τη θέληση του Θεού και δίνει λόγο μόνον στον Θεό.
Όμως η οικονομική κρίση που ταλάνιζε την Ελλάδα από το 1839, η δυσαρέσκεια των Ελλήνων από την μη παραχώρηση της Κρήτης στο ελληνικό κράτος και η φθορά του Όθωνα από τη μακρόχρονη άσκηση της εξουσίας ώθησαν τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα, το “αγγλικό”, το “γαλλικό” και το “ρωσικό” να συντονίσουν το φθινόπωρο του 1842 τις ενέργειές τους για την παραχώρηση Συντάγματος. Τον Αύγουστο του 1843 μυήθηκε στη “συνομωσία”, ο συνταγματάρχης Δημήτριος Καλλέργης, επικεφαλής του ιππικού στην πρωτεύουσα.
Τελικά ο Καλλέργης οδήγησε τις πρώτες πρωινές ώρες της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843 το ιππικό μπροστά στα ανάκτορα (στο κτίριο της σημερινής Βουλής) και απαίτησε την παραχώρηση Συντάγματος. Στον ίδιο χώρο έφθασαν και άλλοι στρατιωτικοί διοικητές, μυημένοι στο κίνημα, με τις μονάδες τους καθώς και πλήθος Αθηναίων. Ο Όθωνας αναγκάστηκε κάτω από την πίεση των πραγμάτων να αποδεχθεί την παραχώρηση Συντάγματος. Έτσι έληξε η περίοδος της απόλυτης μοναρχίας και άρχισε η νέα περίοδος της ιστορίας του ελληνικού κράτους, η περίοδος της συνταγματικής μοναρχίας.
Προκηρύχθηκαν εκλογές για την Εθνική Συνέλευση για την τελευταία εβδομάδα του Οκτωβρίου, οι οποίες όμως αναβλήθηκαν λόγω κακοκαιρίας και διεξήχθησαν μια εβδομάδα αργότερα λόγω κακοκαιρίας. Τελικά “Η της Γ’ Σεπτεμβρίου εν Αθήναις Εθνική των Ελλήνων Συνέλευσις” άρχισε τις εργασίες της στις 8 Νοεμβρίου του 1843 με πανηγυρική συνεδρίαση, στην οποία εκφώνησε λόγο και ο Όθωνας και διαλύθηκε στις 18 Μαρτίου 1844, αφού ανταποκρίθηκε στους λόγους για τους οποίους συγκλήθηκε.
Το Σύνταγμα, που αποτελούνταν στο σύνολό του από 107 άρθρα ψηφίστηκε από τους αντιπροσώπους του Έθνους στις 4 Μαρτίου 1844 και στις 18 του ίδιου μήνα ο Όθωνας έδωσε όρκο ότι θα τηρούσε το Σύνταγμα της χώρας.
Το Σύνταγμα του 1844 θέσπιζε το πολίτευμα της Συνταγματικής Μοναρχίας και καθρέφτιζε τον συμβιβασμό των επιδιώξεων των πολιτικών κομμάτων και των εξουσιών του βασιλιά. Τη νομοθετική εξουσία ασκούσε ο Βασιλιάς και τα δυο νομοθετικά σώματα, η Βουλή και η Γερουσία. Τα μέλη της Βουλής εκλέγονταν από τον λαό, αν και το δικαίωμα της ψήφου δεν παρέχονταν σε όλους ανεξαιρέτως τους Έλληνες. Η Γερουσία αποτελούνταν από ισόβια μέλη που διορίζονταν από τον βασιλιά. Η εκτελεστική εξουσία ανήκε στον βασιλιά και την ασκούσαν οι υπεύθυνοι Υπουργοί, που διορίζονταν από αυτόν. Η δικαιοσύνη απονέμονταν από δικαστές που επίσης διορίζονταν από τον βασιλιά. Τα παραπάνω συνιστούν και τα κύρια χαρακτηριστικά του πολιτεύματος της Συνταγματικής Μοναρχίας. Η περίοδος της Συνταγματικής Μοναρχίας στην Ελλάδα διήρκεσε μέχρι το 1864 οπότε και ψηφίστηκε νέο Σύνταγμα.
Ο εκλογικός νόμος ψηφίστηκε στις 18 Μαρτίου 1844, την τελευταία ημέρα πριν τη διάλυση της Εθνοσυνέλευσης. Καθιέρωνε την εκλογή των βουλευτών με πλειοψηφικό σύστημα δύο γύρων, που θα διεξάγονταν με άμεση, σχεδόν καθολική και μυστική ψηφοφορία. Ως βουλευτές εκλέγονταν εκείνοι που είχαν πάρει την απόλυτη πλειοψηφία στην πρώτη εκλογή. Επαναληπτική ψηφοφορία προβλέπονταν για τις έδρες όπου κανείς υοποψήφιος δεν συγκέντρωνε απόλυτη πλειοψηφία. Εκλογική περιφέρεια θεωρούνταν η επαρχία που εξέλεγε τους βουλευτές ανάλογα με τον πληθυσμό της. Ο Εκλογικός Νόμος του 1844 ήταν ίσως το πιο προοδευτικό νομοθέτημα της εποχής του.
Η λειτουργία των αντιπροσωπευτικών θεσμών δεν υπήρξε απρόσκοπτη για λόγους περισσότερο πολιτικούς παρά νομικούς. Ο Όθωνας άσκησε προσωπική πολιτική, μέσω του διορισμού “βασιλικών” κυβερνήσεων, δηλαδή κυβερνήσεων μειοψηφίας που δεν απολάμβαναν της εμπιστοσύνης της Βουλής. Οι κυβερνήσεις προκειμένου να μείνουν στην εξουσία έφθαναν στο σημείο να νοθεύουν και τα αποτελέσματα των εκλογών. Παράλληλα ο Όθωνας μετέβαλε επανειλημμένως τη σύνθεση της Γερουσίας προκειμένου να μην ασκεί πολιτική αντιπολίτευσης.
Η βασιλεία του Όθωνα καταλύθηκε την νύχτα της 10ης προς 11η Οκτωβρίου 1862, όταν οι αρχηγοί κινήματος που είχε εκδηλωθεί εναντίον του Όθωνα τις προηγούμενες ημέρες εξέδωσαν το ακόλουθο ψήφισμα:
“Ψήφισμα του Έθνους”
Τα δεινά της Πατρίδος έπαυσαν. Άπασαι αι επαρχίαι και η πρωτεύουσα συνενωθείσαι μετά του στρατού έθεσαν τέρμα εις αυτά. Ως κοινή δέ έκφρασις του Ελληνικού Έθνους ολοκλήρου κηρύττεται και ψηφίζεται: Η βασιλεία του Όθωνος καταργείται. Η αντιβασιλεία της Αμαλίας καταργείται. Προσωρινή κυβέρνησις συνίσταται όπως κυβερνήση το κράτος μέχρι συγκαλέσεως της Εθνικής Συνελεύσεως, συγκειμένη εκ των εξής πολιτών: Δημητρίου Βούλγαρη Προέδρου, Κωνσταντίνου Κανάρη, Βενιζέλου Ρούφου. Εθνική συντακτική συνέλευσις καλείται αμέσως προς σύνταξιν της Πολιτείας και εκλογήν ηγεμόνος.
Ζήτω το Έθνος! Ζήτω η Πατρίς!
Εγένετο εις Αθήνας εν έτει σωτηρίω 1862 εν μηνί 8βρίω τη δεκάτη αυτού”.
Την επόμενη ημέρα ο Όθωνας παραιτήθηκε από τον ελληνικό θρόνο. Στις αρχές του 1863 οι Μεγάλες Δυνάμεις πρότειναν ως νέο βασιλιά της Ελλάδας τον πρίγκηπα Γουλιέλμο-Γεώργιο Γλύξμπουργκ της Δανίας, ο οποίος έγινε αποδεκτός από τους Έλληνες στις 18 Μαρτίου του ίδιου έτους με ψήφισμα της Β΄ Εθνικής Συνέλευσης των Ελλήνων ως “Γεώργιος Α’, Βασιλεύς των Ελλήνων” ώστε να υπάγονται υπό το στέμμα του και οι Έλληνες που ζούσαν έξω από τα σύνορα του μικρού ελληνικού κράτους. Η ανάρρηση του Γεωργίου στον ελληνικό θρόνο επισφραγίστηκε με τριμερή συνθήκη που υπέγραψαν οι Αγγλία, η Γαλλία και η Ρωσία την 1η Ιουλίου 1863 στο Λονδίνο. Συγκεκριμένα αναγνώριζαν την Ελλάδα ως κράτος μοναρχικό, ανεξάρτητο και συνταγματικό και συναινούσαν στην παραχώρηση των Ιονίων Νήσων στο ελληνικό κράτος.
Η αναγνώριση της ανεξαρτησίας του νεοελληνικού κράτους (1830) από τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής -Αγγλία Γαλλία και Ρωσία- συνδυάσθηκε με την εκ μέρους τους επιβολή μοναρχικού πολιτεύματος στη χώρα. Την έλευση του ‘Οθωνα στην Ελλάδα (1833), τον οποίο αυτές οι ίδιες επέλεξαν, ακολούθησε μία δεκαετής περίοδος απόλυτης μοναρχίας. Δεδομένου δε ότι στο πολίτευμα της απόλυτης μοναρχίας το σύνολο της κρατικής εξουσίας ανήκει στον “ελέω Θεού Μονάρχη”, κατά την περίοδο αυτή δεν ήταν δυνατόν να λειτουργήσει λαϊκή αντιπροσωπεία, η οποία να επεξεργάζεται και να ψηφίζει τα νομοθετήματα, ασκώντας παράλληλα και δημόσιο έλεγχο των πράξεων της εκτελεστικής εξουσίας. Λόγω της απουσίας Κοινοβουλίου, η άσκηση της νομοθετικής εξουσίας ανήκε εξ ολοκλήρου στην εκτελεστική εξουσία.
Ο αυταρχικός τρόπος με τον οποίο κυβερνούσε ο ‘Οθων οδήγησε, τελικά, στη στάση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, της οποίας θεσμική απόρροια υπήρξε το Σύνταγμα του 1844. Το Σύνταγμα του 1844 καθιέρωνε το πολίτευμα της περιορισμένης -συνταγματικής- Μοναρχίας. Η εκτελεστική εξουσία “ανήκε” στον βασιλέα και την ασκούσαν οι υπουργοί “αυτού”, οι οποίοι ήσαν και υπεύθυνοι για τις πράξεις του. Το πρόσωπο του μονάρχη χαρακτηριζόταν μάλιστα “ιερόν και απαραβίαστον”.
Στη νομοθετική εξουσία ο βασιλεύς συμμετείχε άμεσα με τη νομοθετική πρωτοβουλία και την κύρωση των νόμων, έμμεσα δε με τη διάλυση της Βουλής και τον διορισμό των γερουσιαστών. Σημαντικό χαρακτηριστικό του Συντάγματος ήταν η καθιέρωση δύο νομοθετικών σωμάτων. Το πρώτο ήταν η Βουλή, τα μέλη της οποίας δεν μπορούσαν να είναι λιγότερα από 80 και εκλέγονταν κάθε τρία χρόνια, σύμφωνα με τον εκλογικό νόμο του 1844, με καθολική σχεδόν ψηφοφορία. Το δεύτερο νομοθετικό σώμα ήταν η Γερουσία, της οποίας τα μέλη δεν μπορούσαν να είναι λιγότερα από 27, αριθμό τον οποίο ο μονάρχης μπορούσε να αυξήσει “κατά τας ανάγκας” μέχρι το ½ του συνόλου των βουλευτών. Το Σύνταγμα καθιέρωνε την ισοβιότητα των γερουσιαστών και όριζε, ως απαραίτητες προϋποθέσεις για τον διορισμό τους, τη συμπλήρωση του 40ου έτους της ηλικίας και την προηγούμενη κατοχή ορισμένων αξιωμάτων.
Η ίδρυση δεύτερου νομοθετικού σώματος, του οποίου τα μέλη διορίζονταν από τον μονάρχη με μόνους περιορισμούς τα προεκτεθέντα τυπικά προσόντα, αποτελούσε σοβαρό παράγοντα αποδυνάμωσης του κατ’ εξοχήν αντιπροσωπευτικού σώματος, της Βουλής. Η ψήφιση των νόμων απαιτούσε την σύμπτωση βουλήσεων της Βουλής και της Γερουσίας, επί πλέον δε την μοναρχική κύρωση.
Η λειτουργία των αντιπροσωπευτικών θεσμών υπό το Σύνταγμα του 1844 δεν υπήρξε πάντως απρόσκοπτη και δεν κατόρθωσε να αναπτύξει τις κοινοβουλευτικές του δυνατότητες. Αυτό οφείλεται σε λόγους περισσότερο πολιτικούς παρά νομικούς, διότι οι κανόνες τους οποίους το Σύνταγμα προέβλεπε σχετικά με την υπουργική ευθύνη μπορούσαν να ευνοήσουν την εισαγωγή του κοινοβουλευτικού συστήματος, όπως συνέβη στη Γαλλία υπό τον μοναρχικό Χάρτη του 1830, του οποίου εμφανείς επιρροές έφερε το ελληνικό Σύνταγμα.
Ο ‘Οθων άσκησε προσωπική πολιτική, μέσω του διορισμού “βασιλικών” κυβερνήσεων, δηλαδή κυβερνήσεων μειοψηφίας, που δεν απολάμβαναν την εμπιστοσύνη της Βουλής. Οι κυβερνήσεις αυτές, προκειμένου να διαμορφώσουν φιλική πλειοψηφία στη Βουλή, προέβαιναν συχνά ακόμη και στη νόθευση των εκλογών τόσο κατά το στάδιο της διεξαγωγής τους όσο και κατά το στάδιο του ελέγχου του κύρους τους, που γινόταν τότε από τη Βουλή, δηλαδή από την εκάστοτε πλειοψηφία. Παράλληλα, ο ‘Οθων μετέβαλε επανειλημμένως τη σύνθεση της Γερουσίας προκειμένου να μην τον αντιπολιτεύεται. Η πολιτική του ‘Οθωνα επικρίθηκε εντόνως από τις εκσυγχρονιστικές πολιτικές δυνάμεις της εποχής. Τόσο στη Βουλή όσο και στη Γερουσία διατυπώθηκαν αιτιάσεις κατά του Στέμματος, των οποίων συνισταμένη ήταν η ανάγκη να γίνει σεβαστή η θέληση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.
Το διαρκώς ογκούμενο ρεύμα δυσαρέσκειας κατά της δυναστείας των Βιττελσβάχων είχε ως αποτέλεσμα την κατάλυσή της, την νύκτα της 10ης Οκτωβρίου 1862, ύστερα από αλυσσιδωτές εξεγέρσεις σε όλη τη χώρα.
Οι κοινοβουλευτικές ρυθμίσεις του Συντάγματος του 1864.
Στο Σύνταγμα του 1864, το οποίο υπήρξε καρπός της επαναστατικής αλλαγής, εκδηλώθηκε μία σαφής τάση του συντακτικού νομοθέτη να αναβαθμίσει τον ρόλο του Κοινοβουλίου. Στις διατάξεις για την οργάνωση, τις αρμοδιότητες και τη λειτουργία της Βουλής, το Σύνταγμα εισήγαγε μία σειρά νέων ρυθμίσεων, οι οποίες εξειδίκευαν, στο πεδίο του κοινοβουλευτικού δικαίου, τη μετάβαση από τη συνταγματική μοναρχία στην βασιλευομένη δημοκρατία:
Καταργήθηκε η Γερουσία.
Για την ανάδειξη της Βουλής καθιερώθηκε, με ρητή συνταγματική διάταξη, η αρχή της καθολικής ψηφοφορίας. Οι βουλευτές εκλέγονταν για 4ετή θητεία “δι’ αμέσου, καθολικής και μυστικής δια σφαιριδίων ψηφοφορίας”, ταυτόχρονα “καθ’ όλην την επικράτειαν”.
Καθιερώθηκε το ασυμβίβαστο των καθηκόντων των βουλευτών με τα καθήκοντα των εμμίσθων δημοσίων υπαλλήλων και των δημάρχων.
Ο βασιλεύς διατηρούσε το δικαίωμα να διαλύει τη Βουλή κατά την κρίση του, αλλά το περί διαλύσεως διάταγμα έπρεπε να φέρει την υπογραφή των μελών του Υπουργικού Συμβουλίου.
Το Σύνταγμα του 1864 περιλάμβανε όλες τις διατάξεις του προηγουμένου Συντάγματος, που καθιέρωναν την υπουργική ευθύνη και τις αντίστοιχες ελεγκτικές αρμοδιότητες της Βουλής έναντι της εκτελεστικής εξουσίας, προβλέποντας επί πλέον τη δυνατότητα σύστασης από τη Βουλή “εξεταστικών των πραγμάτων επιτροπών”.