ΕΦΑΓΑ ΧΥΛΟΠΙΤΑ: Γύρω στα 1815 υπήρχε κάποιος κομπογιαννίτης, ο Παρθένης Νένιμος, ο οποίος ισχυριζόταν πως είχε βρει το φάρμακο για τους βαρύτατα ερωτευμένους. Επρόκειτο για ένα παρασκεύασμα από σιταρένιο χυλό ψημένο στο φούρνο. Όσοι λοιπόν αγαπούσαν χωρίς ανταπόκριση, θα έλυναν το πρόβλημά τους τρώγοντας αυτή τη θαυματουργή πίτα – και μάλιστα επί τρεις ημέρες, κάθε πρωί, τελείως νηστικοί.
ΤΡΩΕΙ ΤΑ ΝΥΧΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑ ΚΑΒΓΑ: Ένα από τα αγαπημένα θεάματα των Ρωμαίων και αργότερα των Βυζαντινών, ήταν η ελεύθερη πάλη. Οι περισσότεροι από τους παλαιστές, ήταν σκλάβοι, που έβγαιναν από το στίβο με την ελπίδα να νικήσουν και να απελευθερωθούν. Στην ελεύθερη αυτή πάλη επιτρέπονταν τα πάντα γροθιές, κλωτσιές, κουτουλιές, ακόμη και το πνίξιμο. Το μόνο που απαγορευόταν αυστηρά ήταν οι γρατζουνιές. Ο παλαιστής έπρεπε να νικήσει τον αντίπαλό του, χωρίς να του προξενήσει την παραμικρή αμυχή με τα νύχια, πράγμα, βέβαια, δυσκολότατο. Γιατί τα νύχια των δυστυχισμένων σκλάβων, που έμεναν συνέχεια μέσα στα κάτεργα, ήταν τεράστια και σκληρά από τις βαριές δουλειές που έκαναν. Γι’ αυτό, λίγο προτού βγουν στο στίβο, άρχιζαν να τα κόβουν, όπως μπορούσαν καλύτερα και συνήθως με τα δόντια τους. Από το γεγονός αυτό βγήκε κι η φράση «τρώει τα νύχια του για καβγά».
ΜΑΛΛΙΑΣΕ Η ΓΛΩΣΣΑ ΜΟΥ: Στη βυζαντινή εποχή υπήρχαν διάφορες τιμωρίες, ανάλογες, βέβαια, με το παράπτωμα. Όταν π.χ. ένας έλεγε πολλά, δηλαδή έλεγε λόγια που δεν έπρεπε να ειπωθούν, τότε τον τιμωρούσαν με έναν τρομερό τρόπο. Του έδιναν ένα ειδικό χόρτο που ήταν υποχρεωμένος με το μάσημα να το κάνει πολτό μέσα στο στόμα του. Το χόρτο, όμως, αυτό ήταν αγκαθωτό, στυφό και αρκετά σκληρό, τόσο που κατά το μάσημα στο στόμα του πρηζόταν και η γλώσσα, το ελατήριο δηλαδή της τιμωρίας του, άνοιγε, μάτωνε και γινόταν ίνες-ίνες, κλωστές-κλωστές, δηλαδή, όπως είναι τα μαλλιά. Από την απάνθρωπη τιμωρία βγήκε και η παροιμιώδης φράση: “μάλλιασε η γλώσσα μου”, που τις λέμε μέχρι σήμερα, όταν προσπαθούμε με τα λόγια μας να πείσουμε κάποιον για κάτι και του το λέμε πολλές φορές.
ΜΟΥ ΕΦΥΓΕ ΤΟ ΚΑΦΑΣΙ: Στα Τούρκικα καφάς θα πει κεφάλι, κρανίο. Όταν, λοιπόν, η καρπαζιά, που έριξαν σε κάποιον είναι δυνατή λέμε: “του έφυγε το καφάσι”, δηλαδή, του έφυγε το κεφάλι από τη δύναμη του κτυπήματος. Το ίδιο και όταν αντιληφθούμε κάτι σπουδαίο, λέμε: “μου έφυγε το καφάσι” , δηλαδή, μου έφυγε το κεφάλι από τη σπουδαιότητα.
ΤΟΥΜΠΕΚΙ: «Τουμπεκί» λέγεται τουρκικά ο καπνός για τον αργιλέ, που τον κάπνιζαν στα διάφορα καφενεία της παλιάς εποχής. Τον αργιλέ τον ετοίμαζαν οι «ταμπήδες» των καφενείων και επειδή αυτοί έπιαναν την κουβέντα κι αργούσανε να τον σερβίρουν στον πελάτη, εκείνος με τη σειρά του φώναζε: «κάνε τουμπεκί».. Όσοι κάπνισαν ναργιλέ ήταν και από φυσικού τους λιγομίλητοι και δεν τους άρεσε η «πάρλα», οι φλυαρίες. Με τις ώρες κρατούσαν στα χείλη τους το «μαρκούτσι» του ναργιλέ, απολαμβάνοντας μακάρια και σιωπηλά το τουμπεκί, που σιγόκαιγε στον λουλά. Και αν κάνεις, που κι αυτός κάπνιζε ναργιλέ δίπλα του, άνοιγε πλατιά κουβέντα, οι μερακλήδες της παρέας του έλεγαν: «Κάνε τουμπεκί», δηλαδή, κάπνιζε και μη μιλάς. Τώρα για το «ψιλοκομμένο» τουμπεκί, ήταν η τέχνη του «ταμπή» να του το προσφέρει ψιλοκομμένο, που ήταν και καλύτερο.
ΣΠΟΥΔΑΙΑ ΤΑ ΛΑΧΑΝΑ: Η έκφραση αυτή ξεκίνησε από το εξής περιστατικό, Σε κάποιο χωριό πριν από το 1821 , πέρασε ο απεσταλμένος του Τούρκου δυνάστη για να εισπράξει τον επαχθή φόρο της δεκάτης. Όλοι όμως οι χωρικοί του απήντησαν ότι αδυνατούσαν να πληρώσουν τον φόρο γιατί τα λάχανα τους (λάχανα παρήγαγε το χωριό) έμεναν απούλητα. Τότε ο φορατζής επέδειξε το «έξυπνο πνεύμα» που διέκρινε ανέκαθεν τους Τούρκους. Είπε πως θα έστελνε να παραλάβει τα λάχανα ως πληρωμή των φόρων. Οι χωρικοί δέχτηκαν αναλογιζόμενοι την μικρή αξία του εμπορεύματος. Έτσι έμεινε η φράση που υποδηλώνει κάτι με μικρή αξία , ασήμαντο.
ΤΟΝ ΚΟΛΛΗΣΕ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ: Η φράση «τον κόλλησε στον τοίχο», που τη λέμε συνήθως, όχι μονάχα όταν ένα άτομο αδικεί ένα άλλο, αλλά κι όταν ακόμη βάζουμε κάποιον αναιδή στη θέση που του αξίζει, έχει τις ρίζες τις, σ’ ένα παράξενο περιστατικό που συνέβη στο Βυζάντιο.
Στον καιρό του Ρωμανού του Διογένη, ένας από τους στρατηγούς του, ο Ιωάννης Δημαράς, βγήκε μια νύχτα στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης μαζί με τη συντροφιά του και όσους διαβάτες έβλεπε μπροστά του, τους έπιανε μαζί με την παρέα του και τους κολλούσε για πλάκα στον τοίχο μ’ ένα είδος ρετσινιού και πίσσας, που υπήρχαν σε κάθε γωνιά, για να φωτίζονται οι δρόμοι.
Το αστείο αυτό έκανε τόση εντύπωση την επόμενη το πρωί, ώστε από εκείνη την ημέρα πολλοί άρχοντες της Κωνσταντινούπολης, έβγαιναν σχεδόν κάθε νύχτα στους δρόμους, για να βρουν κανέναν αργοπορημένο και να τον κολλήσουν στον τοίχο. Από τότε, έμεινε ως τα χρόνια μας η συγκεκριμένη φράση.
Μπάρμπα στην Κορώνη! Λέγεται, ότι η γνωστή φράση, έχω μπάρμπα στην Κορώνη….μια εκδοχή της…προέρχεται από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας και υποδηλώνει ότι σήμερα ονομάζουμε «μέσο» ή «βύσμα». Προέκυψε – λέγεται – από κάποιον πασά της Τρίπολης που για να ευχαριστήσει έναν συγγενή του, που τον είχε βοηθήσει σε προσωπικές του υποθέσεις, τον έχρισε μπέη στην Κορώνη. Ο μπέης, με τη σειρά του, λειτουργούσε ως συνεκτικός κρίκος μεταξύ του Πασά και του τοπικού πληθυσμού, με άλλα λόγια ήταν ο φορέας των πελατειακών σχέσεων. Ο μπέης, με τη σειρά του, θέλοντας να είναι εξυπηρετικός προς του Κορωναίους, εκπλήρωνε τις επιθυμίες τους δίνοντας συστατικά γράμματα προς τον πασά της Τρίπολης!!