PROPAGANDA
Επειδή σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε, η πολιτική και οικονομική «συστημική» προπαγάνδα όχι μόνο δεν έχει περιοριστεί, αλλά αντιθέτως έχει ενταθεί με τα υποκείμενα της να χρησιμοποιούν μια ποικιλία τρόπων και μέσων για την επίτευξη της (μισές αλήθειες, στρογγυλοποιήσεις, απόκρυψη γεγονότων, υπερβολική προβολή σε κάποιες ειδήσεις, υπερπληροφόρηση, εκφοβισμός κλπ), καλό είναι να είμαστε σε θέση να ξεχωρίζουμε την προπαγάνδα από την είδηση. Άλλωστε, οι κυβερνητικές φλυαρίες, δημιουργούν κοινωνικές αντιλήψεις, οι οποίες χρησιμοποιούνται από συντεχνίες προς ίδιον όφελος και σε βάρος της κοινωνίας. «Οι λέξεις είναι το ισχυρότερο ναρκωτικό που χρησιμοποίησε ο άνθρωπος», είχε παρατηρήσει ο Ράιαν Κίπλινγκ. Δυστυχώς, η ελληνική κοινωνία η οποία χρόνια τώρα έχει εθιστεί στην ανοησία και είναι δύσκολο να αποτοξινωθεί. Από τη στιγμή που η πολυποίκιλη προπαγάνδα έκανε κοινωνική πεποίθηση τις όσες φλυαρίες ακούγονται, συμπερασματικά προκύπτει πως δεν υπάρχει ελπίδα ανάκαμψης…
Σκοπός της προπαγάνδας είναι να αλλάξει δραστικά τις απόψεις των άλλων αντί απλώς να μεταδώσει γεγονότα. Για παράδειγμα, η προπαγάνδα μπορεί να επιστρατευτεί προκειμένου να προϊδεάσει θετικά ή αρνητικά σε σχέση με κάποια ιδεολογική θέση, αντί να παρουσιάσει την ίδια την θέση. Η προπαγάνδα διαφοροποιείται από την «κανονική» επικοινωνία, επειδή επιδιώκει να διαμορφώσει απόψεις με έμμεσες και συχνά δόλιες μεθόδους. Η επίκληση στο συναίσθημα είναι ίσως η πιο απροκάλυπτη μέθοδος προπαγάνδας, αφού υπάρχουν πολλές άλλες μέθοδοι, λιγότερο φανερές και μάλιστα δόλιες. Για παράδειγμα, η προπαγάνδα μπορεί να διαδίδεται έμμεσα. Μπορεί να μεταδίδεται ως εύλογη προκατάληψη εντός μιας φαινομενικά ισορροπημένης και δίκαιης δημόσιας συζήτησης ή επιχειρηματολογίας. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί ακόμη καλύτερα σε συνδυασμό με την μέθοδο μετάδοσης ειδήσεων των μέσων μαζικής επικοινωνίας.
Η προπαγάνδα εκδηλώνεται απροκάλυπτα ή με πλάγιους τρόπους. Κατά την ενορχήστρωσή τους αξιοποιούνται όλα τα πορίσματα των ερευνών για αλλαγή στάσεων και πεποιθήσεων. Συνήθως γίνεται φανερή μετά το πέρας των συνεπειών τους, ενώ ενίοτε η σημασία της έχει υπερεκτιμηθεί ή τεχνηέντως υποτιμηθεί. Οι πολίτες ενδίδουν σε αυτή, συνειδητά ή ασυνείδητα ως αντίδραση σε μαζικά συναισθηματικά βιώματα και συλλογικές απειλητικές εμπειρίες. Το σίγουρο είναι πως η προπαγάνδα είτε ως αποσιώπηση είτε ως ψέμα είτε ως τεχνική υποθάλπει την κατάλυση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, διακυβεύει τα ιδεώδη και λεηλατεί την ελεύθερη βούληση.
Δυστυχώς η επιστήμη της ψυχολογίας και επικοινωνίας έχει περιγράψει αναλυτικά τις αχιλλείους πτέρνας της κοινής γνώμης και τα ευρήματα αυτά χρησιμοποιούνται κατά κόρον εις βάρος των αδαών. Η προπαγάνδα δημιουργεί ανάγκες ή επιτείνει τις υπάρχουσες. Δραματοποιεί λανθάνοντα ή υπαρκτά συναισθήματα, αναζωογονείται με την επανάληψη, γίνεται πιστευτή, όταν εκπέμπεται από πολλές πηγές, που αλληλοσυμπληρώνονται, είναι αποτελεσματικότερη όταν προβάλλει τα μηνύματά της σε φαινομενικά ουδέτερο πλαίσιο.
Γίνεται περισσότερο πετυχημένη όταν τα νοήματά της δεν είναι διεκδικητικά ή απαιτητικά, αλλά φαντάζουν ως λογικά αποκυήματα της σκέψης των πολιτών.
Δηλητηριάζει τον κριτικό λόγο, όταν ενσωματώνει τα αντίθετα επιχειρήματα με τέτοιο τρόπο, ώστε να τα γελοιοποιήσει, κάνοντας την κοινή γνώμη να υποθέσει πως μετέχει μιας δημοκρατικής αντιπαράθεσης.
Εκτροχιάζουν την ορθή σκέψη παρουσιάζοντας ψευδή δεδομένα ή αποσιωπώντας άλλα. Σε κάθε περίπτωση η προπαγάνδα εκμεταλλεύεται το φόβο για τη διαφορετικότητα και την ανάγκη του ατόμου να μοιράζεται κοινές αξίες με τις ομάδες, στις οποίες ανήκει. Οι επαγγελματίες που τη σχεδιάζουν, αρχίζουν να παρουσιάζουν τις βασικές της θέσεις σε ανύποπτο χρόνο, εγείρουν ζητήματα εκ του μη όντος, μόνο και μόνο για να τεθούν έστω προς συζήτηση, επανέρχονται ξανά και ξανά, γνωρίζοντας ότι η αλλαγή, αν δεν είναι επαναστατική, είναι δύσκολη στην επίτευξή της. Η προσπάθειά τους εντείνεται, για να πείσουν τα μέλη της ομάδας – στόχου πως το περιεχόμενο της προπαγάνδας έχει ενσωματωθεί στις αξίες, τις συνήθειες και τους στόχους της ομάδας. Τέλος αφήνουν τους ψυχολογικούς μηχανισμούς της συμμόρφωσης και της υποταγής να συνεχίζουν το έργο της. Οποιοδήποτε μήνυμα – ακόμα κι εκείνα, που δεν ευσταθούν λογικά- μπορούν να αποτελέσουν επιδιώξεις της στρατηγικά σχεδιασμένης προπαγάνδας.
Η προπαγάνδα πετυχαίνει, όταν εξαπλώνεται σε κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής.
Η προπαγάνδα διασπείρεται ταχύτατα, όταν την ενστερνίζονται άτομα, που αποτελούν αυθεντίες για τον περίγυρό τους, τα οποία στη συνέχεια μετατρέπονται σε πολλαπλασιαστικούς φορείς της. Είναι γνωστό ότι δεν επηρεάζει και δεν αφορά άμεσα όλα τα μέλη μιας ομάδας. Και αυτά όμως θα αποδεχτούν τα νοήματά της, εάν ένα σημαντικό πρόσωπο του περιβάλλοντος τους αλλάξει απόψεις εξαιτίας της. Η προπαγάνδα αυτοτροφοδοτείται, επειδή τα άτομα που τροποποιούν τις πεποιθήσεις τους – σύμφωνα με τις θεωρίες της γνωστικής ασυμφωνίας, πρέπει να βρουν, να αποδεχτούν και να διασπείρουν ακλόνητα επιχειρήματα, τα οποία θα δικαιολογήσουν την αλλαγή από τις παλιές εκπεφρασμένες απόψεις τους. Η προπαγάνδα για να πετύχει χρειάζεται συνειδητοποιημένους ή μη συνεργάτες. Οφείλει να ανακαλύπτει τις αδυναμίες του συστήματος, τις προδιαθέσεις και τις τάσεις του, την αντίστασή του στην αλλαγή. Η προπαγάνδα δεν είναι αναγκαστικά αρνητική, ειδικά εάν οι στόχοι της ταυτίζονται με το γενικό καλό – π.χ. μια εκστρατεία για την πρόληψη των διάφορων μορφών καρκίνου, υπέρ της πρόληψης, για τη γνωριμία με μειονοτικές ομάδες κ.λπ. Πάντα, όμως η ύπαρξή της βασίζεται στην αρχή ότι ο λαός είναι αρκετά ανώριμος, ώστε να διαμορφώσει τις δικές του απόψεις, ελλιπώς πληροφορημένος για την ποικιλία των θεμάτων της κοινωνικής ζωής και εγκλωβισμένος σε αυθαίρετες, στερεοτυπικές ερμηνείες, οι οποίες πρέπει να αλλάξουν.
Οι πληροφορίες μιας προπαγανδιστικής απόπειρας μπορεί να απευθυνθούν με άμεσο τρόπο στο συναίσθημα ή στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης: π.χ. ένα εκατομμύριο άνεργοι στη Ελλάδα και ενάμιση εκατομμύριο ο αριθμός των μεταναστών, χωρίς να υπαινίσσονται καμιά λογική συνάφεια μεταξύ των εννοιών, που προβάλλονται. Άλλοτε ενδύονται το μανδύα της κοινής λογικής και με ψευδοεπιστημονικό τρόπο επιχειρούν να τεκμηριώσουν τη θέση τους: Η μείωση του εξωτερικού χρέους και ο έλεγχος των δημοσίων δαπανών μακροπρόθεσμα θα επιφέρουν ανάπτυξη (άσχετα αν η οικονομική θεωρία αδυνατεί να αποδείξει κάτι τέτοιο). Στην ελληνική πραγματικότητα ισχυρά προπαγανδιστικά μηνύματα αποτελούν τα κομματικά συνθήματα, προτάσεις συμπυκνωμένου συναισθήματος και ισχυρού συγκινησιακού φορτίου, που αποτελούν την επιτομή της πολιτικής ιδεολογίας και ουσιαστικά δε λένε τίποτα: «Αλλαγή» το 1981, «Απαλλαγή» το ’89, «Υπάρχει καλύτερη Ελλάδα», αργότερα – επιφωνηματική λογική κενή περιεχομένου. Οι στάσεις θεωρητικά προηγούνται της συμπεριφοράς, αλλά κατά πάσα πιθανότητα εδραιώνονται μετά την πράξη, η οποία ανακυκλώνει και επιβεβαιώνει το προπαγανδιστικό περιεχόμενο, αναγαγοντάς το σε προσωπική πεποίθηση και φιλοσοφία. Η μαζική αλλαγή των στάσεων μπορεί να οδηγήσει τη δυναμική των ομάδων σε σύγκρουση, εάν οι ηγέτες διεκδικήσουν το ρόλο τους, σε συμφιλίωση, εφόσον επικρατήσει ο ένας από τους δυο ή σε πόλωση, εάν οι ιδεολογικώς αντιπαρατιθέμενοι είναι ισοβαρείς.