Η συζήτηση για την ένταξη της Ελλάδας στη Βορειοατλαντική Συμμαχία (ΝΑΤΟ) έλαβε χώρα μόλις τρία χρόνια μετά τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου. Η πόλωση και ο διχασμός παρέμεναν κεντρικά χαρακτηριστικά, τόσο σε επίπεδο κοινωνίας, όσο και –κυρίως– πολιτικού κόσμου αλλά και εξωτερικών συμμάχων της χώρας. Και αν για πολλούς o «από βορράν κίνδυνος» συνέχιζε να αποτελεί πηγή σοβαρής ανησυχίας, για αρκετούς άλλους Έλληνες, ορισμένοι εκ των οποίων στερούνταν κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης (αφού το ΚΚΕ ήταν εκτός νόμου και η Αριστερά εκπροσωπείτο στη Βουλή μόνον από την ΕΔΑ), ήταν βαθιά ριζωμένη η αντίληψη περί ιμπεριαλιστικών δυτικών δυνάμεων, που απειλούσαν την ελευθερία και την ανεξαρτησία των λαών, και οι οποίες είχαν επιβάλλει ουσιαστικά διά της ισχύος των όπλων και της οικονομικής εξάρτησης την ένταξη της Ελλάδας στο δυτικό στρατόπεδο. Στο επίπεδο αυτό, το κλίμα είχε πολωθεί ακόμη περισσότερο τα προηγούμενα χρόνια λόγω του Δόγματος Truman, σε μικρότερο βαθμό –λόγω της προφανούς συμβολής του στην προσπάθεια ανοικοδόμησης της χώρας– του Σχεδίου Marshall καθώς και της αυξανόμενης αμερικανικής διείσδυσης –συνήθως χωρίς καν τη στοιχειώδη τήρηση προσχημάτων–, επιρροής και συνακόλουθης εξάρτησης της Ελλάδας από τις ΗΠΑ.
Η συζήτηση στη Βουλή την 18η Φεβρουαρίου 1952 καταδεικνύει ότι οι πολιτικές δυνάμεις είχαν επίγνωση της βαρύτητας της συγκεκριμένης απόφασης. Οι τοποθετήσεις –αλλά και οι διαφωνίες– αποδεικνύουν ότι ο πολιτικός κόσμος γνώριζε ότι η χώρα βρισκόταν τη στιγμή εκείνη ενώπιον μιας επιλογής κόσμων, που δεν αφορούσε μόνον την εξωτερική πολιτική και την ασφάλεια, αλλά ταυτόχρονα και την οικονομική και την πολιτική της προοπτική.
Το διεθνές περιβάλλον σε αυτά τα πρώτα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου χαρακτηριζόταν από ένταση, κυρίως λόγω της απόκτησης πυρηνικών όπλων από τη Σοβιετική Ένωση, αλλά και την επικράτηση των κομμουνιστών, τόσο στον κινεζικό εμφύλιο όσο και τον Πόλεμο της Κορέας, γεγονότα που συνέβαλαν σημαντικά στην αναθεώρηση της αμερικανικής πολιτικής εθνικής ασφάλειας, στη στρατιωτικοποίηση του ΝΑΤΟ και στο γιγαντιαίων διαστάσεων ανταγωνισμό των εξοπλισμών, που ακολούθησε ανάμεσα στους δύο συνασπισμούς. Όσον αφορά στα καθ’ ημάς, παρά τον τερματισμό του αποκλεισμού του Βερολίνου και την απόσχιση της Γιουγκοσλαβίας του Τίτο από τη Μόσχα, παρέμενε έντονη η αίσθηση της εξωτερικής (από βορρά προερχομένης) απειλής για την ελληνική ασφάλεια, καθώς και της ανάγκης για συμμαχική κάλυψη μέσω της οργανικής ένταξης της χώρας στο δυτικό στρατόπεδο.
Η κοινοβουλευτική συζήτηση της 18ης Φεβρουαρίου 1952 αφορούσε στην κύρωση του Πρωτοκόλλου Προσχώρησης, και προσέφερε τη δυνατότητα σε όλες τις πολιτικές δυνάμεις που εκπροσωπούνταν στο Κοινοβούλιο να τοποθετηθούν έναντι της ένταξης στο ΝΑΤΟ. Έτσι, οι θέσεις που εξέφρασαν αποτελούν τη σημαντικότερη καταχώρηση των πολιτικών απόψεων στην κρίσιμη εκείνη στιγμή. Η συζήτηση έχει ήδη προσελκύσει το ενδιαφέρον της έρευνας. Σε μια γενική οπτική, εκφράστηκαν δύο απόψεις για τη δυτική συμμαχία: η θετική, από τις δυνάμεις της Δεξιάς, του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς⋅ και η αρνητική, από την Αριστερά.
Ωστόσο, όπως θα δει ο προσεκτικός αναγνώστης, και μεταξύ των πρώτων –των φιλοδυτικών– δεν έλειπαν οι επιμέρους διαφοροποιήσεις, ανάλογα με την έμφαση που έδινε το κάθε κόμμα στις διάφορες διαστάσεις του ΝΑΤΟ, όπως τη στρατιωτική ασφάλεια, την προοπτική συνεργασίας στο οικονομικό επίπεδο –συνήθως, αυτό “μεταφραζόταν” σε μια ελπίδα για παροχή πρόσθετης οικονομικής βοήθειας για τη χώρα–, το επίπεδο των σχέσεων με τις δυτικές Μεγάλες Δυνάμεις και την –για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας– τυπικά ισότιμη συμμετοχή της σε μια συμμαχία με τις δυτικές Μεγάλες Δυνάμεις. Ωστόσο, όλοι οι υποστηρικτές της ένταξης συνέκλιναν στη διαπίστωση της σημασίας της για την αναγνώριση των ηθικών δικαιωμάτων που πρόβαλε η χώρα, ώστε να γίνει αποδεκτή ως πλήρες μέλος του δυτικού κόσμου.
Ο πρόεδρος της κυβέρνησης, Νικόλαος Πλαστήρας, τόνισε ότι «διά της ένταξης στο Βορειοατλαντικό Σύμφωνο τιμούνται οι θυσίες του ελληνικού λαού και του ελληνικού στρατού και ότι δὲν ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ μὴ παραδεχθῇ ὅτι, ὅταν ἡ Ἑλλὰς συμμετέχῃ εἰς τὸ Ἀτλαντικὸν Σύμφωνον μετὰ τῶν μεγάλων δυνάμεων, αἱ ὁποῖαι κατοικοῦνται ἀπὸ ἐλευθέρους καὶ δη μοκρατικοὺς λαούς, αἰσθάνεται ἑαυτὴν ἀσφαλεστέραν. Αἱ ἄλλαι θεωρίαι περὶ οὐδετερότητος καὶ περὶ «εἰρηνεύσεων»… δὲν ἔχουν καμμίαν σχέσιν μὲ τὸ γεγονὸς αὐτό».
Συνέχισε δε λέγοντας ότι δεν πρέπει να γίνεται καν λόγος ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να ακολουθήσει άλλη πολιτική από την ένταξη στο δυτικό στρατόπεδο και ότι με τον τρόπο αυτό η χώρα αποκτά ισχύ που της είναι απαραίτητη.
Τελικά, η Βουλή των Ελλήνων επικύρωσε τη συμφωνία ένταξης στο Βορειοατλαντικό Σύμφωνο, με μόνες αρνητικές ψήφους τις οκτώ της ΕΔΑ και τη μία του ανεξάρτητου βουλευτή της Αριστεράς Μιχάλη Κύρκου. Η επίσημη ένταξη της Ελλάδας πραγματοποιήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου 1952 και εορτάστηκε από το επίσημο κράτος με παρελάσεις και άλλες εκδηλώσεις.
Ο ηγέτης του Ελληνικού Συναγερμού, στρατάρχης Αλέξανδρος Παπάγος, υποστήριξε άνευ επιφυλάξεων την ένταξη στο Ατλαντικό Σύμφωνο, μιλώντας για αίσθημα πλήρους ικανοποίησης και για επιβράβευση της ελληνικής συνδρομής στους κοινούς αγώνες για την ελευθερία και τη δημοκρατία.
Είναι χρήσιμο να θυμηθούμε τα αποτελέσματα των εκλογών του Σεπτεμβρίου του 1951 και τη σύνθεση του Κοινοβουλίου: Ελληνικός Συναγερμός (Αλέξανδρος Παπάγος), 36,5% και 114 έδρες επί συνόλου 258, Λαϊκό Κόμμα (Κωνσταντίνος Τσαλδάρης), 6,6% και 2 έδρες, Εθνική Προοδευτική Ένωσις Κέντρου (ΕΠΕΚ, Νικόλαος Πλαστήρας), 23,49% και 74 έδρες, Κόμμα των Φιλελευθέρων (Σοφοκλής Βενιζέλος), 19,04% και 57 έδρες, Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (ΕΔΑ), 10,57% και 10 έδρες. Στο χρονικό διάστημα 1951 -1952 υπήρξε μια συγκυβέρνηση Πλαστήρα – Βενιζέλου (με μάλλον ισχνή πλειοψηφία, 131 έδρες σε σύνολο 258) και «ανύπαρκτη ψυχική συνοχή».
Η κοινοβουλευτική συζήτηση της 18ης Φεβρουαρίου 1952 με μοναδικό αντικείμενο την κύρωση της προσχώρησης της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ ξεκινά με την τοποθέτηση του Γεώργιου Βαρβούτη, υπουργού Άνευ Χαρτοφυλακίου, που αναπλήρωνε τον υπουργό Εξωτερικών, Σοφοκλή Βενιζέλο, ο οποίος βρισκόταν στη Λισαβόνα για την υπουργική σύνοδο των κρατών-μελών του Βορειοατλαντικού Συμφώνου (20-25 Φεβρουαρίου 1952). Η συζήτηση και η ψηφοφορία για την κύρωση, κατόπιν της ομόφωνης επιδοκιμασίας της αρμόδιας κοινοβουλευτικής επιτροπής, αποφασίστηκε από την κυβέρνηση να γίνουν πριν από τη σύνοδο της Λισαβόνας, για να εκφραστεί με πανηγυρικό τρόπο η βούληση της Ελλάδας να ενταχθεί στο Βορειοατλαντικό Σύμφωνο. Ο Γ. Βαρβούτης χαρακτήρισε το υπό συζήτηση θέμα «ἐξαιρετικῆς Ἐθνικῆς σημασίας» και τόνισε ότι η χώρα χάρις εἰς τὴν πίστιν της εἰς τὰ δημοκρατικὰ ἰδεώδη καὶ χάρις εἰς τὰς θυσίας, τὰς ὁποίας ὑπέστη περὶ τῶν ἰδεωδῶν αὐτῶν, καθίσταται πλέον ὀργανικὸν μέλος τῆς διεθνοῦς κοινωνίας, διὰ τὴν προάσπισιν τῶν αὐτῶν ἰδανικῶν. Αναφέρει ότι ύστερα από προσπάθειες της αμερικανικής και κατόπιν της βρετανικής κυβέρνησης, προωθήθηκε η υποψηφιό τητα της Ελλάδας και της Τουρκίας, η αρχική απόφαση ελήφθη στο Συμβούλιο των Υπουργών Εξωτερικών της Συμμαχίας στην Οττάβα (15-20 Σεπτεμβρίου 1951), ενώ στη συνέχεια υπογράφηκε το Πρωτόκολλο του Λονδίνου στις 17 Οκτωβρίου 1951. Κλείνοντας την αγόρευσή του, εξέφρασε την αγωνία της τότε κυβέρνησης, αλλά και του πολιτικού κόσμου και της χώρας γενικότερα, για μείωση των αμυντικών δαπανών και για οικονομική ανάπτυξη, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι βασική αρχή αποτελεί η «ἰσότης μεταξὺ εἰσφορᾶς καὶ ἀρωγῆς, καὶ ἡ λελογισμένη βοήθεια διὰ τὴν ἐξασφάλισιν οἰκονομικῆς σταθερότητος». Και ζήτησε την ηθική αναγνώριση ότι η Ελλάδα εκτέλεσε υποχρεώσεις, όταν δεν είχε υπογράψει καμία διμερή ή πολυμερή συμφωνία, και άρα είχε και αδιαμφισβήτητα δικαιώματα υπό τις παρούσες συνθήκες.
Ο αρχηγός του Λαϊκού Κόμματος, Κωνσταντίνος Τσαλδάρης, εξέφρασε κάποιες επιφυλάξεις ως προς την, όπως ανέφερε, αιφνιδιαστική εισαγωγή του νομοσχεδίου προς συζήτηση και ψήφιση, αλλά και ως προς την εξασφάλιση ισότητας μεταξύ των κρατών-μελών του Συμφώνου, λέγοντας ότι η Τουρκία κατάφερε να εξασφαλίσει κάποιες τροποποιήσεις, κάτι που θα μπορούσε να πράξει και η Ελλάδα. Άσκησε μια μάλλον ήπια κριτική για την καθυστερημένη (κατά τρία έτη, όπως είπε χαρακτηριστικά) είσοδο της Ελλάδας και υπονόησε ότι μια συνεργασία με την Τουρκία ενδεχομένως να εξασφάλιζε στις δύο χώρες μεγαλύτερη επιρροή και ειδικό βάρος στους κόλπους της Συμμαχίας. Με μια δόση υπερβολής χαρακτήρισε τη διεύρυνση του Ατλαντικού Συμφώνου, με την ένταξη Ελλάδας και Τουρκίας και στο μέλλον άλλων κρατών, ως την οριστική «ἐπιτύμβιον πλάκαν εἰς τὴν ἰδέαν τοῦ πολέμου», αφού στην ουσία δεν επρόκειτο μόνον για αμυντικό σύμφωνο αλλά για διεθνή πολιτικο-οικονομικό οργανισμό. Τόνισε μάλιστα ότι οι σκοποί του Συμφώνου, σε πλήρη αρμονία με τις διατάξεις του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, είχαν περιεχόμενο και χαρακτήρα περισσότερο κοινωνικό και λιγότερο στρατιωτικό και πολιτικό.
Ο εκπρόσωπος της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ), Ιωάννης Πασσαλίδης, είπε ότι το Σύμφωνο δεν προάγει την πολιτική της ειρήνευσης στο εξωτερικό πεδίο, την οποία το κυβερνών κόμμα δήλωνε ότι εφαρμόζει στο εσωτερικό μέτωπο. Εξέφρασε την άποψη ότι ο ἀγὼν κατὰ βάθος γίνεται μεταξὺ τοῦ καπιταλιστικοῦ συστήματος καὶ τοῦ σοσιαλιστικοῦ τοιούτου, καὶ ὅλα τὰ ἄλλα περὶ δημοκρατίας καὶ πολιτισμοῦ ἀποτελοῦν ἕναν πέπλον και ότι η Ελλάδα μπορεί να συμβάλει στη γεφύρωση του χάσματος ανάμεσα στα δύο συστήματα. Προειδοποίησε ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να αποφύγει την τύχη του 1922, όταν είχε «θυσιαστεί» από τους συμμάχους της για τα πετρέλαια της Μοσούλης, και πρότεινε να ακολουθηθεί το παράδειγμα της Σουηδίας που αποφάσισε να μείνει εκτός συνασπισμών
Ο ανεξάρτητος βουλευτής της Αριστεράς (είχε αποχωρήσει από την ΕΔΑ), Μιχάλης Κύρκος, συμφώνησε όσον αφορά στην κρισιμότητα και τη σημασία του υπό συζήτηση θέματος, αλλά δήλωσε ότι το Δημοκρατικό Ριζοσπαστικό Κόμμα θα καταψήφιζε το νομοσχέδιο, διότι θεωρούσε ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική θα πρέπει να διέπεται από τις ακόλουθες τρεις αρχές: πρώτον, η Ελλάδα θα έπρεπε να μείνει ουδέτερη στη σύγκρουση των δύο συνασπισμών⋅ δεύτερον θα έπρεπε να διατηρεί καλές σχέσεις και με τους δύο συνασπισμούς και όλες τις Μεγάλες Δυνάμεις⋅ και, τρίτον, να συμφωνούσαν οι Μεγάλες Δυνάμεις –ΗΠΑ, Σοβιετική Ένωση, Αγγλία και Γαλλία– να εγγυηθούν από κοινού την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας. Έτσι, θα μπορούσε να μειώσει τα τεράστια οικονομικά βάρη για την άμυνά της και να ασχοληθεί με την ανοικοδόμησή της.
Ο Αλέξανδρος Μπαλτατζής εξήρε την εθνική σημασία της εισόδου της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ στο πλαίσιο του αγώνα για τη δημοκρατία και την ειρήνη, και εξέφρασε την επιδοκιμασία του για την εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης, που ήταν σύμφωνη με τα ιδεώδη και τις θυσίες του ελληνικού λαού.
Ο Λεωνίδας Καραμαούνας, εκ μέρους των Αριστερών Φιλελευθέρων, διαχώρισε τη θέση του από την υπόλοιπη Αριστερά και τάχθηκε υπέρ του νομοσχεδίου και της ένταξης της χώρας στο ΝΑΤΟ.
Το λόγο έλαβε στη συνέχεια ο Νικόλαος Μπακόπουλος –στενός συνεργάτης του Γεώργιου Παπανδρέου, πρώην υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων στην κυβέρνηση Σοφοκλή Βενιζέλου (1951), ο οποίος διαφώνησε έντονα με την άποψη ότι το Βορειοατλαντικό Σύμφωνο είχε μόνο κοινωνικό και πολιτικό χαρακτήρα.
Υπογράμμισε ότι αντιθέτως είχε μια πολύ έντονη στρατιωτική διάσταση, ότι για την προάσπιση της ειρήνης απαιτείτο στρατιωτική προπαρασκευή και αποφασιστικότητα προάσπισης των εθνικών ιδεωδών, και ότι η Ελλάδα με την ένταξη στο ΝΑΤΟ αναλάμβανε στρατιωτικές υποχρεώσεις τις οποίες θα έπρεπε να εκπληρώσει εφόσον απαιτείτο. Στη συνέχεια, επιτέθηκε κατά της ΕΔΑ και της Αριστεράς γενικότερα, την οποία χαρακτήρισε «γυμνὴ ὀπαδὸ καὶ ὄργανον τῆς Ρωσσίας» και την κατηγόρησε ότι «δὲν διαπνέεται ἀπὸ ἐθνικὰ ἰδεώδη» και προσπαθεί να υπονομεύσει την εθνική ενότητα.
… «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο»!
Στις 14 Αυγούστου του 1974 η οικουμενική κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή αποσύρει την Ελλάδα από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ μετά τον Αττίλα 2. Σε κυβερνητική ανακοίνωση αναφέρεται ότι «…το ΝΑΤΟ αποδείχθηκε ανίκανο να παρεμποδίσει την Τουρκία από την εξαπόλυση νέας βάρβαρης και απρόκλητης επίθεσης κατά της Κύπρου… Το ΝΑΤΟ δεν έχει επομένως λόγο ύπαρξης και δεν μπορεί να εκπληρώσει το σκοπό για τον οποίο συνεστήθη, αφού δεν μπορεί να αποτρέψει τον πόλεμο μεταξύ δύο μελών του….»
Έξι χρόνια αργότερα και 70 μέρες πριν από την είσοδο της Ελλάδας στην ΕΟΚ, η κυβέρνηση Ράλλη αποφασίζει την επάνοδο της χώρας στο ΝΑΤΟ στις 19 Οκτωβρίου 1980. Η απόφαση γίνεται ευμενώς δεκτή από τις δυτικές κυβερνήσεις. Το σοβιετικό πρακτορείο ειδήσεων «Τας» μεταδίδει: «Η Ελλάδα ενέδωσε στις πιέσεις των Αμερικανών».
Στο εσωτερικό μέτωπο, ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ εκφράζουν την πλήρη και έντονη αντίθεσή τους στην επανένταξη της χώρας μας στις δομές της Ατλαντικής Συμμαχίας και διοργανώνουν μαχητικά συλλαλητήρια. Ήταν η εποχή του «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο»…!!
Γράφει ο Τάκης Κάμπρας