Η Κύπρος, στην αδιάκοπη και πολυκύμαντη ροή του ιστορικού χρόνου, παρουσιάζει τούτο το χαρακτηριστικό γνώρισμα: αν και δέχτηκε πολλές και έντονες επιδράσεις απ’ τους γειτονικούς της λαούς, ωστόσο, δεν αποκόπηκε ποτέ απ’ την μητροπολιτική Ελληνική εστία. Ο πολιτισμός της, απ’ τα πανάρχαια χρόνια, αποτελεί ένα γονιμοποιό αδέλφωμα γηγενών, Ελληνικών και μεσανατολικών στοιχείων.
Η Ελληνική παρουσία στην Κύπρο σημειώνεται πρίν απ’ τον δέκατον τέταρτον αιώνα πρό Χριστού. Όταν τολμηροί Έλληνες έμποροι και τεχνίτες, έφθασαν ως τους παραλιακούς οικισμούς των για να ανταλλάξουν εμπορεύματα και να διδάξουν βιοτικές τέχνες. Αργότερα, ακολούθησε πυκνότερο μεταναστευτικό ρεύμα, μόνιμη εγκατάσταση και πλήρης εξελληνισμός των κατοίκων του μαγευτικού νησιού.
Από τότε, ως τα σήμερα, δεν σταμάτησε ούτε για μια στιγμή αυτή η επικοινωνία. Δεν αλλοιώθηκε ποτέ ο πληθυσμός της Κύπρου. Δεν νοθεύτηκε ποτέ επικίνδυνα η βιολογική και πολιτιστική της πραγματικότητα. Έμεινε και παραμένει Ελληνική. Βαθειά και πεντακάθαρα Ελληνική. Παρά τις εκάστοτε βαρβαρικές επιδρομές. Παρά τις γενικές κατακτήσεις. Παρά τις μακροχρόνιες τυραννικές παρουσίες. Το φανέρωσε όμορφα, αληθινά και συμπυκνωμένα ο μεγάλος μας Παλαμάς:
Στην Κύπρο της αέρινη
τη μακαρία γή
η αγνή ψυχή δεν έσβησε
και ζή και ζή και ζή !….
Γενναία μερίδα τιμής στον εξελληνισμό της αρχαίας Κύπρου έχει και η μαγευτική, η τολμηρή και γενναία μας Αρκαδία. Που το ξέρουμε? Μας το πληροφορούν οι αρχαίοι συγγραφείς, με κορυφαίο τον πατέρα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας τον θείον Όμηρο. Μας το βεβαιώνουν τα πλούσια ανασκαφικά ευρήματα. Μας το φωνάζουν οι γραφές κι’ οι επιγραφές που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη, σχίζοντας προσεκτικά τα φιλόξενα και στοργικά Κυπριακά σπλάχνα.
Ομηρική Μαρτυρία
Ο Όμηρος στην Ιλιάδα, αναφέρει τις Ελληνικές πολεμικές δυνάμεις σε πλοία, άνδρες και αρχηγούς, που συγκεντρώθηκαν στην Αυλίδα για να πάρουν μέρος στην πολύκροτη εκστρατεία εναντίον της Τροίας, με αρχηγό τους τον βασιλιά της Τεγέας Αγαπήνορα, γιό του Αργοναύτη Αγκαίου.
Όταν τελείωσε ο Τρωικός πόλεμος, οι Αρκάδες μπήκαν στα καράβια που πήραν τον δρόμο της επιστροφής. Πλησιάζοντας στην Κύπρο, τους έπιασε τόσο μεγάλη φουρτούνα, ώστε δεν μπόρεσαν να συνεχίσουν το ταξίδι τους. Δεν ήσαν και καλοί θαλασσινοί και δεν τόλμησαν να τα βάλουν με τα μανιασμένα κύματα. Έτσι, άραξαν στις Κυπριακές ακτές και εγκατασταθήκαν μόνιμα εκεί. Μα ας δούμε πως μας τα διηγείται ο ίδιος ο πρωτομάστορας της επικής ποίησης και ας μεταφέρουμε το ομηρικό κείμενο στην τωρινή μας γλώσσα: «Κατέφθασαν λοιπόν πολλά παλικάρια, από διάφορα μέρη της Αρκαδίας. Και να, απ’ τους πρόποδες της Κυλλήνης όπου βρίσκεται ο τάφος του Αιπύτου, ήλθαν αρκετοί γενναίοι κονταρομάχοι. Επίσης ήλθαν απ’ τον Φενεό και τον Ορχομενό όπου τρέφουν πολλά κοπάδια πρόβατα. Άλλοι ήλθαν από τη Ρίπη, τη Στρατία και την ανεμοδαρμένη Ενίσπη. Άλλοι απ’ την Τεγέα και την όμορφη Μαντίνεια κι άλλοι απ’ τον Στύμφαλο και την Παρρασία. Αρχηγός τους ήταν ο Αγαπήνωρ, ο γιός του Αγκαίου. Όλοι τους ήσαν εμπειροπόλεμοι και μπήκαν αρκετοί σε κάθε πλοίο απ’ τα εξήντα που τους έδωσε ο Αγαμέμνων, ο γενικός αρχηγός της εκστρατείας. Αυτά τα πλοία ήσαν γερά και καλοφτιαγμένα, ικανά να περάσουν χωρίς κίνδυνο το βαθυγάλαζο πέλαγος, μιας και οι Αρκάδες δεν είχαν ιδέα από θαλασσινές τέχνες».
Την αρχαία εποχή, η Αρκαδία δεν είχε διέξοδο προς την θάλασσα. Ήταν περιοχή εντελώς μεσογειακή. Γι’ αυτόν τον λόγο ο Αγαμέμνων εφρόντισε να τους εξασφαλίση εξήντα γερά και καλοφτιαγμένα καράβια. Οι αρχαίοι Αρκάδες, οι «βαλανηφάγοι», ήσαν άριστοι κτηνοτρόφοι, γεωργοί, αθλητές και πολεμιστές. Η θάλασσα τους ήταν άγνωστη. Απόδειξη, ότι, όταν τους έπιασε η μεγάλη θαλασσοταραχή κατά την επιστροφή τους απ’ την Τροία, κατέφυγαν στις Κυπριακές ακτές της Πάφου και έμειναν εκεί για όλη τους τη ζωή.
Μαρτυρία Παυσανία
Η μαρτυρία του Παυσανία είναι πολύ κατατοπιστική. Επισημαίνω μερικά σπουδαία στοιχεία. Η αποβίβαση των Αρκάδων στην Κύπρο, αν και αναγκαστική, δεν είχε προσωρινό χαρακτήρα. Απεφάσισαν να εγκατασταθούν μόνιμα εκεί. Είτε διότι δεν είχαν ελπίδες να επιστρέψουν με ασφάλεια στην πατρίδα, είτε διότι τους άρεσε το μέρος, είτε και για τα δυό μαζί, έβαλαν μπροστά σχέδια μόνιμης και σταθερής παραμονής στον φιλόξενο αυτόν τόπο. Όποιος θέλει να φύγη, όποιος βασανίζεται από το σαράκι του νόστου, δεν χτίζει πολιτείες και ναούς.
Για να γίνουν αυτά τα μεγάλα έργα, εχρειάστηκαν δύο παράγοντες. Χρόνος και εύνοια. Είναι αυτονόητο, ότι πρίν αρχίσει ο οργασμός της δημιουργίας, θα είχαν προηγηθή εγκάρδιες επαφές με το ντόπιο ανθρώπινο δυναμικό. Δεν δημιουργεί έργα ο νεοφερμένος σε περιβάλλον εχθρικό. Βασικός παράγοντας κάθε δημιουργίας είναι η γαλήνη, η ασφάλεια και η ησυχία.
Επικρατεί η γνώμη στον κύκλο των ειδικών, ότι από πολύ παλιότερα είχαν εγκατασταθή στην Κύπρο Αρκάδες, σαν έμποροι, σαν μετανάστες και αποικιστές. Οι νέοι του Αγαπήνορα, μαζί με τους παλιούς, ανακατεύτηκαν με τους γηγενείς κατοίκους και έπλασαν μια δυναμική και δημιουργική φυλή.
Οι Αρκάδες, εκτός από το γερό βιολογικό κύτταρο, έφεραν μαζί τους και τις συνήθειες, τις παραδόσεις, τα ήθη, τα έθιμα, τις δοξασίες, τις δεξιότητες και τις λατρείες τους. Αρχιτεκτονική, πολεοδομία, γλυπτική, πηλοπλαστική, οπλοτεχνία, υφαντική, τέχνη και τεχνική, γλώσσα και γραφή, γνώση και πράξη, μεταφυτεύθηκαν κι ανακατεύτηκαν με τα Κυπριακά και τεχνούργησαν ένα λαμπρό πολιτισμό. Τον Αρκαδοκυπριακό
Σπουδαία ευρήματα
Το μεταναστευτικό ρεύμα απ’ την Αρκαδία προς την Κύπρο, φαίνεται ότι έφτασε σε μεγάλη συχνότητα και πυκνότητα. Οι Αρκάδες, απλώθηκαν, διείσδυσαν και ρίζωσαν σ’ όλο το νησί. Αυτά δεν είναι ευσεβείς πόθοι. Αποδεικνύονται από τα αρχαιολογικά ευρήματα που έρχονται στην επιφάνεια, όλο και πιο πλούσια, όλο και πιο εύγλωττα.
Οι αρχαιολόγοι, θεωρούν εξαιρετικής σημασίας, δύο χάλκινα αγάλματα που βρέθηκαν στην αρχαία πόλη Έγκωμη. Η Έγκωμη βρισκόταν στην επαρχία της Αμμοχώστου, κοντά στο σημερινό χωριό που έχει την ίδια ονομασία. Οι ανασκαφές, ξέθαψαν τα ισχυρά τείχη, τους κανονικούς δρόμους, τα βολικά σπίτια, την άριστη ρυμοτομία, τα δημόσια κτίρια, τις πλατείες, τους ναούς, τους βωμούς, τα χυτήρια μετάλλων, χιλιάδες αγγεία, αγάλματα και πολλά άλλα καλλιτεχνικά αντικείμενα.
Μας ενδιαφέρουν πολύ τα δύο χάλκινα αγάλματα που αναφέραμε προηγουμένως. Το ένα, παρασταίνει τον Αρκαδικό θεό Απόλλωνα, τον λεγόμενο Κεραιάτη. Το ύψος του φθάνει τα πενηνταπέντε εκατοστό και είναι φτιαγμένο από συμπαγή χαλκό. Στο κεφάλι του έχει κέρατα, όπως ακριβώς συνέβαινε στην Αρκαδία. Ο θεός στέκεται όρθιος, φοράει περισκελίδα και στο κεφάλι του φέρνει περικεφαλαία κωνικού σχήματος, καμωμένη από δέρμα προβάτου. Τα μεγάλα κέρατα, είναι φυτρωμένα από την περικεφαλαία. Το αριστερό του χέρι, ακουμπάει στο στήθος. Το δεξί του, στρέφεται μπροστά με τεντωμένη παλάμη και με κλειστά δάχτυλα, εκτός απ’ τον αντίχειρα. Στη μέση φοράει ζώνη, που του χαρίζει ιδιαίτερη κομψότητα.
Το άγαλμα είναι τόσο τέλεια καμωμένο, ώστε φαίνεται σαν ζωντανό. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του είναι λεπτά, αρμονικά κι όμορφα και στα χείλη του χαράζεται ένα χαριτωμένο χαμόγελο. Το έργο βρέθηκε μέσα στον κεντρικό ναό της Έγκωμης. Τώρα είναι τοποθετημένο στο Κυπριακό Μουσείο της Λευκωσίας.
Σε άλλο ναό βρέθηκε το δεύτερο άγαλμα. Είναι κι αυτό από χαλκό και παρασταίνει ένα θεό με γένεια και με κέρατα. Στο δεξί του χέρι κρατάει ακόντιο και στο αριστερό ασπίδα. Κι αυτό, θεωρείται μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας, αν και η ταυτότητά του δεν έχει ακόμη εξακριβωθή. Να είναι τάχα, ο Αρκαδικός θεός Πάν? Η μορφή, επιτρέπει μια τέτοια υπόθεση. Μα η ασπίδα και το ακόντιο μας κάνουν κάπως διστακτικούς. Υπάρχουν οι τολμηροί που υποστηρίζουν αυτή την πιθανοφανή άποψη: το άγαλμα ίσως αποτελεί συγκερασμό αρκαδοκυπριακής συνεργασίας.
Για να υπάρχουν αυτά τα αγάλματα και κυρίως το πρώτο, που εικονίζει τον Αρκαδικό θεό Απόλλωνα τον Κεραιάτη, θα πή ότι είχε επιβληθή η λατρεία του θεού αυτού στην πόλη Έγκωμη. Αυτό βεβαιώνεται από σχετική επιγραφή που βρέθηκε στην πόλη Λάρνακα. Κοντά στο άγαλμα, βρήκαν αρκετά χάλκινα κρανία (βουκράνια). Αυτά τα φορούσαν οι λατρευτές, την εποχή των θρησκευτικών τελετών προς τιμήν του Αρκαδικού θεού Απόλλωνα του Κεραιάτη.
Τα παραπάνω σημαίνουν ότι οι Αρκάδες κάτοικοι της πόλης θα ήσαν πολλοί και ισχυροί. Η καθιέρωση μιας θρησκευτικής λατρείας μέσα στις λαϊκές μάζες, προϋποθέτει κυριαρχία στον διοικητικό, οικονομικό και πολιτιστικό τομέα. Το ίδιο και η ανάπτυξη της τέχνης και μάλιστα της μεταλλοτεχνίας, που είναι προχωρημένη μορφή εικαστικής έκφρασης. Υπάρχουν κι άλλα ευρήματα σε πολλές Κυπριακές τοποθεσίες, που δείχνουν πειστικά κι ολοφάνερα την Αρκαδική παρουσία στην Κύπρο, απ’ τον δέκατον τέταρτον αιώνα π.χ και μετά.
Αρκαδοκυπριακή Διάλεκτος
Όμως εκείνο που έχει το μεγαλύτερο βάρος στον αβρό και καρποφόρο εναγκαλισμό Αρκαδίας και Κύπρου, είναι η γλώσσα. Η ξεχωριστή εκείνη αρχαία Κυπριακή γλώσσα που σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό των ειδικών, λέγεται Αρκαδοκυπριακή Διάλεκτος. Δεν ήταν μόνο προφορική αυτή η διάλεκτος, αλλά και γραπτή.
Οι Κύπριοι είχαν δική τους γραφή. Είναι διαφορετική από τη Μινωική και λέγεται «συλλαβική κυπριακή γραφή». Οι ειδικοί επιστήμονες τοποθετούν την ακμή και χρήση της, γύρω στα 1500 π.χ, αλλά δεν κατάφεραν ακόμη να την αποκρυπτογραφήσουν, παρά τις έντονες προσπάθειες τους. Τα σύμβολά της αποτελούνται από ευθείες και καμπύλες γραμμές (γραμμική γραφή) και τα βρήκαν χαραγμένα σε πήλινες πινακίδες ή ζωγραφισμένα επάνω σε αγγεία. Αργότερα, τα χάραζαν επάνω σε φύλλα χαλκού. Επιφάνειες σαν αυτές, με τέτοια γραφή, βρέθηκαν πολλές στην Παλαίπαφο, στο Κίτιο, στην Έγκωμη και αλλού. Τα ονόματα των πόλεων μας θυμίζουν Αρκαδικές εγκαταστάσεις κι Αρκαδικές πολύπλευρες εξάρσεις.
Ειδικά στην πόλη Έγκωμη, βρέθηκε ένας πήλινος κύλινδρος γραμμένος σ’ ολόκληρη την επιφάνεια με σύμβολα μεταγενέστερης εποχής (γύρω τα 1200 π.χ).
Εκατό χρόνια αργότερα (γύρω στα 1100 π.χ) παρουσιάστηκαν αρκετά εργαλεία χάλκινα, με χαραγμένες επάνω τους διάφορες επιγραφές, όπως χάλκινα πιάτα, γεωργικά ή ξυλουργικά χάλκινα αντικείμενα, ραβδιά, εξαρτήματα αργαλειού και χάλκινα νομίσματα (τάλαντα). Φαίνεται πως η μόρφωση είχε αναπτυχθή τόσο πολύ, ώστε οι τεχνίτες ήξεραν να γράφουν και οι άνθρωποι του λαού να διαβάζουν. Τα αντικείμενα αυτά, ήσαν για τις πλατειές λαϊκές τάξεις και όχι για τους παλατιανούς, τους άρχοντες και το ιερατείο. Επομένως, η μόρφωση θα είχε ευρύτερη διάδοση.
Αυτός ο τρόπος γραφής με τα γραμμικά σύμβολα, κράτησε ως τον τέταρτον προχριστιανικόν αιώνα. Από τότε κι ύστερα άρχισε να υποχωρή και να παίρνει τη θέση του σιγά – σιγά, ο γνωστός Ελληνικός τρόπος γραφής της εποχής εκείνης.
Σύμφωνα με μια ισχυρή άποψη των ειδικών, η αρχαία Κυπριακή γραφή διαμορφώθηκε απ’ τις αμοιβαίες επιδράσεις Αρκάδων και Κυπρίων. Μέχρι τώρα, οι επιστήμονες, κατάφεραν να ταξινομήσουν εβδομήντα έξη γραφικά στοιχεία (γράμματα) και πέντε αριθμούς. Ας ελπίσουμε ότι σύντομα θα γίνει η αποκρυπτογράφηση και θα στερεωθεί αδιάσειστα η ωραία θεωρία.
Πάντως εμείς οι Αρκάδες, είμαστε περήφανοι για τη συμβολή μας στον εξελληνισμό της Κύπρου. Το αίμα μας και το πνεύμα μας επότισαν και μπόλιασαν για καλά το πανέμορφο Κυπριακό δενδράκι. Δεν θα επιτρέψουμε στα ασιανά καύματα να το μαράνουν και να το ξεράνουν. Θα το προστατέψουμε όσο μπορούμε. Με τα χέρια και με τα μαχαίρια…..
Χρυσόστομος Κριμπάς – από τα «Αρκαδικά Χρονικά» έκδοση 1977.
Α.Κ.Β
Ιούλιος 2006