Φανταστείτε, αν τη δεκαετία του 1980, κατηγορούσε κάποιος δημοσίως τη Μελίνα Μερκούρη, ότι είχε σχέσεις και υπήρξε «σύντροφος» μαυραγορίτη και συνεργάτη των Ναζί ! Ότι ο Αρχηγός του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος στην Ελλάδα ήταν θείος της…
Αν ρωτούσαμε κάποιον σήμερα, θα έλεγε ότι ήταν ηρωίδα της Αντίστασης…!
Πόσο απέχει η αλήθεια από το ψέμα;
Έχουμε και λέμε λοιπόν. Στην πολύ γνωστή ταινία του Αλέκου Σακελάριου «Το ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο» η άτακτη μαθήτρια Γιαδικιάρογλου τιμωρείται από τους καθηγητές της «τρώγοντας» το ένα χαστούκι πίσω απ’ τ’ άλλο.
Ωραία ταινία, αληθοφανής και θύμιζε σε όλους τα μαθητικά μας χρόνια!
Αυτό βέβαια που δεν θα μπορούσαμε να φανταστούμε είναι πως μόνο τυχαία δεν ήταν τα χαστούκια αλλά και το όνομα Γιαδικιάρογλου !!!
Μόνο ένας Σακελάριος θα μπορούσε να βρεί ένα ευφάνταστο τρόπο για να θυμίσει τις μαύρες ημέρες της κατοχής, των μαυραγοριτών και των συνεργατών των Ναζί.
Δυστυχώς για ορισμένους, σε συτή την ιστορία εμπλέκεται η «ηρωϊδα της αντίστασης» Μελίνα Μερκούρη. Πως; Μάθετε λοιπόν:
Ο Αλέκος Σακελάριος είχε προστριβές με την γνωστή ηθοποιό τότε, τη Μελίνα Μερκούρη που τον προκαλούσε. «Έτσι είσαι, Θα σε φτιάξω!» φέρεται να της είπε καθώς γνώριζε καλά το παρελθόν της, με τον φίλο της τον μαυραγορίτη και συνεργάτη των Ναζί Φειδία Γιαδικιάρογλου.
Οφείλουμε εδώ να πούμε πως η Μελίνα είχε γενικώς μια νοοτροπία αρνητικότητας και αμφισβήτησης των πάντων, αλλά ταυτόχρονα και πάμπολλα στοιχεία κυνισμού και σνομπισμού. Υπό την έννοια αυτή, βεβαίως ήταν αντιστασιακή. Θα ήταν εξόφθαλμα άδικο να το αμφισβητήσουμε.
Ο Χριστόφορος Πετρίτης γράφει ότι η οικογένειά της ανήκε στον συντηρητικό χώρο. Ο παππούς της Σπύρος Μερκούρης είχε εκλεγεί επανειλημμένα δήμαρχος ως εκλεκτός των αντιβενιζελικών και μόνον όταν συνειδητοποίησε ότι δεν θα κέρδιζε άλλες εκλογές, προσχώρησε στο βενιζελικό στρατόπεδο. Ο πατέρας της, Σταμάτης, δεν ακολούθησε την πολιτική μεταστροφή του δικού του πατέρα, αλλά στα ίδια χρόνια (αρχές της δεκαετίας 1930) στήριξε αντίρροπη μεταστροφή από το βενιζελικό στο αντιβενιζελικό στρατόπεδο του στρατηγού Γεωργίου Κονδύλη, με τον οποίο συνδεόταν πολλαπλώς. Έτσι κατόρθωσε να εκλεγεί βουλευτής και να γίνει υπουργός του Κονδύλη το 1935. Ωστόσο, στα χρόνια εκείνα ο πρωτεύων πολιτικός νους της οικογένειας ήταν ο αδελφός του Σταμάτη, Γεώργιος Μερκούρης, ο οποίος είχε διατελέσει επανειλημμένα βουλευτής και υπουργός σε αντιβενιζελικές κυβερνήσεις, ενώ ήταν επιφανές στέλεχος του Λαϊκού Κόμματος. Μέχρι που είχε την πρωτοβουλία να μεταλαμπαδεύσει στην Ελλάδα το φασιστικό ρεύμα που υπήρχε στην Ευρώπη. Είχε πλέον μόλις επικρατήσει ο Χίτλερ στη Γερμανία, ενώ στην Ιταλία από το 1922 ο Μουσολίνι ήταν στην εξουσία, όταν ο Γ. Μερκούρης ίδρυσε το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδος. Το κόμμα ήταν πλήρως διασυνδεμένο με τα αντίστοιχα της Γερμανίας και της Ιταλίας και μάλιστα έλαβε μέρος σε διεθνές φασιστικό συνέδριο στην Ελβετία. Η πολιτική δράση του κόμματος ανακόπηκε στις 4 Αυγούστου 1936, όταν ο Ιωάννης Μεταξάς κήρυξε τη δικτατορία του, οπότε ανέστειλε τη λειτουργία όλων ανεξαιρέτως των πολιτικών κομμάτων.
Εκείνη παρέμενε σταθερά στο πατρικό οικογενειακό περιβάλλον, όπου την πρωτοκάθεδρη θέση του παππού Σπύρου (σε πολύ μεγάλη ηλικία πλέον) είχε πάρει ο θείος Γιώργος, ο αρχηγός του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδος. Ο Γεώργ. Μερκούρης δεν ήταν πλέον ενεργός πολιτικός αρχηγός, αλλά παρέμενε αμετάβλητα γερμανόφιλος.
Γεώργιος Μερκούρης, Αρχηγός του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος
Αυτός, ο δεύτερος «πατέρας» της Μελίνας, όπως η ίδια τον θεωρούσε, ο Γεώργιος Μερκούρης, που ουδέποτε έκρυψε τις πεποιθήσεις του, χρειάσθηκε να συλληφθεί από τις ελληνικές αρχές τον Απρίλιο 1941, πριν από την Κατοχή, ως επικίνδυνος γερμανόφιλος. Μόλις μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα, αφέθηκε ελεύθερος και η πρώτη του ενέργεια ήταν να επανασυστήσει το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδος, ελπίζοντας ότι θα αναλάμβανε την κυβέρνηση δίκην Κουίσλιγκ. Αντ’ αυτού διορίστηκε αργότερα ως διοικητής της Εθνικής Τράπεζας.
Η Μελίνα Μερκούρη, αν και πλέον ήταν έγγαμη, διατηρούσε άριστες σχέσεις με τον θείο της. Πριν ξεσπάσει ο πόλεμος είχε παντρευτεί τον Πάνο Χαροκόπο σ’ ένα χωριό της Πελοποννήσου. Αξιοσημείωτο είναι ότι με τον γάμο εκείνο σ’ ένα εκκλησάκι, για τον οποίο δεν είχε προβλεφθεί ούτε ποιος θα ήταν κουμπάρος, απέκτησε πνευματική συγγένεια μ’ ένα νεαρό τότε και οπωσδήποτε ασήμαντο επαρχιωτόπουλο, που κανείς δεν ήξερε ότι κάποτε σε μια κρίσιμη φάση θα γινόταν γνωστός στην Ελλάδα. Το όνομά του ήταν Ιωάννης Λαδάς. Πρόκειται για τον γνωστό συνταγματάρχη που υπήρξε από τους βασικούς πρωταγωνιστές στη δικτατορία της 21ης Απριλίου.
Ο θείος Μερκούρης πέθανε τον Δεκέμβριο 1943, διοικητής ων της Εθνικής Τράπεζας. Λίγοι συνόδευσαν τη σορό του, μεταξύ των οποίων κατοχικοί υπουργοί και βεβαίως Γερμανοί αξιωματικοί. Όπως θα μπορούσε να σκεφτεί λογικά κανείς, ανάμεσά τους ήταν και η Μελίνα, η οποία κατά και ήταν απαρηγόρητη. Αξιοσημείωτο είναι ότι στην κηδεία δεν παραβρέθηκε ο μοναδικός αδελφός του, ο Σταμάτης.
Εκείνη μισούσε την πείνα, αν και δεν την είχε γνωρίσει ποτέ στα προηγούμενα χρόνια. Ούτε και τώρα. Άλλωστε ο σύζυγός της ήταν ένας από τους πλουσιότερους Έλληνες με αμύθητης αξίας ακίνητα όχι μόνο στην ομώνυμη συνοικία της Καλλιθέας, που την είχε οικοπεδοποιήσει ο πατέρας του, αλλά και μεταξύ άλλων χιλιάδες στρέμματα στη Θεσσαλία. Από τα κτήματα εκείνα, τακτικά έφερναν οι άνθρωποί του τρόφιμα που επαρκούσαν για να διατραφούν όχι μία, αλλά πάρα πολλές οικογένειες. Αλλά και τα περιουσιακά του στοιχεία, όπως και τα εισοδήματά του, επέτρεπαν στο ζεύγος Χαροκόπου να μην διανοηθεί καν ότι υπάρχει πείνα στην Αθήνα. Ζούσε σ’ ένα τεράστιο ρετιρέ 400 τ.μ. μιας επιβλητικής μεσοπολεμικής πολυκατοικίας, που ήταν ιδιόκτητη και βρισκόταν χωρίς υπερβολή στο κεντρικότερο σημείο της Αθήνας: ακριβώς δίπλα από τη γαλλική πρεσβεία, στην αρχή της οδού Ακαδημίας.
Ο Πάνος Χαροκόπος ήταν πολύ μεγαλύτερός της, είχε δική του θαλαμηγό και ένα εντυπωσιακό ανοιχτό αυτοκίνητο. Και τα δύο επιτάχθηκαν από τους Γερμανούς, αλλά αυτό δεν εμπόδισε να διατηρεί το ζεύγος άριστες σχέσεις με πολλούς αξιωματικούς του κατοχικού στρατού, που ενίοτε γίνονταν και ιδιαίτερα στενές. Χάρη σ’ αυτές είχαν αποφύγει πολλές φορές να επιταχθεί το ρετιρέ τους, κάτι που είχε συμβεί σε όλες τις άλλες πλούσιες οικογένειες της Αθήνας.
Η Κατοχή είχε βρει τη Μελίνα να έχει εστιάσει το ενδιαφέρον της στο θέατρο, όπου φιλοδοξούσε να κάνει μια μεγάλη σταδιοδρομία. Και για να το επιτύχει αυτό, πίστευε πως ήταν χρήσιμο να έχει πολλές επαφές με ηθοποιούς, σκηνοθέτες και άλλους θεατρικούς παράγοντες. Έτσι λοιπόν, σε μέρες που όλοι ήταν στερημένοι από φαγητό και απολαύσεις, το σπίτι της οδού Ακαδημίας 4 ήταν ανοιχτό για τις παρέες της Μελίνας.
Στα χρόνια της Κατοχής η Μελίνα δεν έκανε αντίσταση. Είναι η μόνη περίοδος που πίστεψε ότι δεν είχε τίποτε να προσφέρει, γι’ αυτό και αντί για αντίσταση προτίμησε να έχει ιδιαίτερες σχέσεις με όσους Γερμανούς γνώριζε προσωπικά. Το ακριβές είναι ότι έκανε αντίσταση κατά των αντιστασιακών!
Όπως είχε γράψει ο «Λαβύρινθος», η Μελίνα μια κατοχική μέρα μεσημέρι είχε καταδώσει δύο νεαρούς αντιστασιακούς, προκειμένου να τους πιάσουν οι Γερμανοί. Αντιγράφουμε από το τεύχος του Δεκεμβρίου 2003:
Η σκηνή είναι αυθεντική. Διαδραματίζεται επί Κατοχής σ’ ένα περίφημο μπαρ της εποχής, το «Παν». Το κτίριο υπάρχει και σήμερα, στην οδό Ακαδημίας 4, μια μεσοπολεμική καλοφιαγμένη πολυκατοικία, δίπλα από την είσοδο της γαλλικής πρεσβείας. Στα κατοχικά χρόνια στο μπαρ σύχναζαν, ως επί το πλείστον, Γερμανοί αξιωματικοί και σκοτεινοί μαυραγορίτες. Ήταν οι μόνοι που είχαν τη διάθεση και το χρήμα για να πιουν ένα πανάκριβο προπολεμικό κονιάκ ή να γευθούν δυσεύρετα σνακς.
Για τη Μελίνα ήταν το δεύτερο σπίτι της κυριολεκτικά, για έναν επιπρόσθετο λόγο: στον τέταρτο όροφο της πολυκατοικίας ήταν η πολυτελής κατοικία του συζύγου της, του Πάνου Χαροκόπου. Κατέβαιναν σχεδόν καθημερινά, λοιπόν, για τα ποτά τους.
Στα σκαμνιά μπροστά από τη μπάρα κάθονται δύο άνδρες και όρθια ανάμεσά τους μια νεαρή ψηλή εντυπωσιακή γυναίκα. Και οι τρεις αποτελούν ένα ιψενικό τρίγωνο, όπως άλλωστε γνωρίζει όλο το Κολωνάκι αρκούντως σκανδαλισμένο. Οι δύο άνδρες είναι φίλοι και «κολλητοί», χωρίς να έχουν τίποτε το κοινό – πλην της ίδιας γυναίκας. Για κάποιους πιο ευφάνταστους, το ιψενικό τρίγωνο δεν έχει γωνία αιχμής τη γυναίκα, αλλά τον κοινό εραστή.
Η γυναίκα είναι βέβαια η εικοσάχρονη τότε Μελίνα Μερκούρη και οι δύο άνδρες είναι ο σύζυγός της Πάνος Χαροκόπος και ο μεγαλομαυραγορίτης Αλέξης (Φειδίας) Γιαδικιάρογλου.
Ο Χαροκόπος, γόνος παλιάς μεγαλοαστικής οικογένειας με σπουδές στην προπολεμική Αγγλία, είναι ο κλασικός τύπος του βαριεστημένου πάμπλουτου που δεν εργάζεται ποτέ, αλλά όλα τα έχει αφειδώς διαθέσιμα, λίρες, γυναίκες και άντρες. Ο Γιαδικιάρογλου, ελάχιστα χρόνια μεγαλύτερος από τη Μελίνα, είναι ένας ασύδοτος τύπος του υποκόσμου, ο οποίος αγοράζει σε εξευτελιστικές τιμές βιομηχανίες, τιμαλφή και ακίνητα αντί πινακίου φακής, εκβιάζει τους πάντες, κλέβει ακόμη και τους Γερμανούς, είναι ιδιοκτήτης χαρτοπαικτικών λεσχών και δεν υπάρχει κατοχική βρομιά και κομπίνα στην οποία να μην είναι ανακατεμένος. Κυκλοφορεί πάντοτε με σωματοφύλακες και πολυτελές αυτοκίνητο, συχνά μεθυσμένος και οπωσδήποτε με πιστόλι στην τσέπη.
Την εποχή αυτή, αυτοί είναι οι δύο άνδρες στη ζωή της Μελίνας, η οποία ονειρεύεται να γίνει μεγάλη ηθοποιός και να σπαρταράει το κοινό στα πόδια της. Οι τρεις τους, δηλαδή η Μελίνα, ο σύζυγος και ο εραστής πίνουν ήσυχα, με το ανάλογο ύφος σνομπ και παρακμής, όταν δύο νεαροί μπαίνουν στο μπαρ. Μόλις εκείνη τους βλέπει, εξοργίζεται και φωνάζει δυνατά, παρουσία Γερμανών και συνεργατών τους:
–Είναι κομμουνιστές! Πιάστε τους!
Οι δύο νεαροί αιφνιδιάζονται και πριν προλάβουν Γερμανοί και εντόπιοι πιστολάδες να τους πιάσουν, βγαίνουν τρέχοντας από το μπαρ και εξαφανίζονται. Και οι δύο ήταν αθλητές άλλωστε και τελικά δεν τους πρόφτασαν. Γλύτωσαν έτσι από την κατάδοση της Μελίνας, που την ώρα εκείνη δεν σήμαινε τίποτε λιγότερο από θάνατο…
Ο ένας τουλάχιστον από τους δύο τότε νεαρούς αντιστασιακούς, που είχαν την απρονοησία να πέσουν στη Μελίνα, καθώς μπήκαν στο μπαρ για να γλυτώσουν κυνηγημένοι από άλλους Γερμανούς που τους είχαν θεωρήσει ύποπτους, σήμερα βρίσκεται στη ζωή. Όμως την ακρίβεια των όσων προαναφέρθηκαν μπορούν να βεβαιώσουν μία δημοσιογράφος και μία ηθοποιός, η Φρίντα Μπιούμπι και η Άννα Συνοδινού. Η πρώτη έχει ασχοληθεί στο σύνολό της με τη Μελίνα, καθώς μάλιστα με πολύ μόχθο έχει συνθέσει τη βιογραφία της. Και έχει πολλές αποκαλυπτικές πληροφορίες για την «αντιστασιακή» της δράση επί Κατοχής.
Ιδού τι γράφει στο αυτοβιογραφικό βιβλίο της η Άννα Συνοδινού που τιτλοφορείται: «Πρόσωπα και προσωπεία – Αυτοβιογραφικό χρονικό|, εκδ.Αφοί Βλάσση, Αθήνα, 1998
“Ο Γιώργος εργάζεται στο Ταμείο Ασφαλίσεως Αρτεργατών και κάνει παρέα με νέους που τον θαυμάζουν, τον Ίγκορ Πεζά, τον Σπύρο Μερκούρη, τον Γιάννη Καλφόπουλο, τον Λάλα Μεσολωρά, την Ζακλίν Τακβοριάν, την Ζινέτ Λακάζ, την Άσπα Μιχαλακοπούλου, με στέκι το ζαχαροπλαστείο του Μπόκολα.
Ένα απόβραδο, ανέβαινε με τον Καλφόπουλο την Ακαδημίας. Μπήκαν στο ισόγειο μπαρ Παν, που σύχναζαν οι πλούσιοι και οι κοσμικοί της Κατοχής. Πάνω από το μπαρ στον 4ο όροφο της Ακαδημίας 4, ήταν το σπίτι του Χαροκόπου που είχε παντρευτεί την πολύ νέα τότε Μελίνα Μερκούρη. Στο μπαρ καθόταν η Μελίνα ανάμεσα στον άντρα της και τον βιομήχανο Γιαδικιάρογλου, δοσίλογο και συνεργάτη των Γερμανών, που εκτελέστηκε ως προδότης από τον Ε.Λ.Α.Σ. Η Μελίνα, μόλις είδε τον Γιώργο με τον Καλφόπουλο ξεφώνισε: “Πιάστε τους κομμουνιστές”. Ήταν η εποχή που ο αδελφός του πατέρα της, Γ. Μερκούρης, είχε ιδρύσει το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδος. (Πληροφ. περιοδικού Τα Νέα του ΕΛΙΑ, αρ. 51, Απρίλιος – Ιούνιος 1998, σελ. 9).
Η Μελίνα, όπως δεν ήταν αντιστασιακή επί Κατοχής, δεν υπήρξε ποτέ φεμινίστρια, διότι απλούστατα ήταν της θεωρίας ότι για να επιτύχει πρέπει να χρησιμοποιεί τη γυναικεία φύση της. Είχε καλλιεργήσει στα δύσκολα κατοχικά χρόνια σχέσεις και φιλίες με ανθρώπους του θεάτρου, σιτίζοντάς τους με χρήματα του Χαροκόπου ή του μεγαλομαυραγορίτη Γιαδικιάρογλου.
Έχοντας το στοιχειώδες πλεονέκτημα της οικονομικής άνεσης, κατευθύνθηκε στο Παρίσι. Όπως αναφέρει το προαναφερθέν τεύχος του «Λαβύρινθου» (Δεκ. 2003), «εκεί σχετίστηκε με γνωστά ονόματα της τέχνης, πολλά των οποίων είχαν περιέργως έναν κοινό παρονομαστή: είχαν κατηγορηθεί ως δοσίλογοι κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Από τον Ζαν Κοκτώ και τον Σερζ Λιφάρ μέχρι τον Σασά Γκιτρύ και την Κολέτ, αδιάφορο αν υπήρχε ερωτική σχέση της με κάποιους ή κάποιες από όλα εκείνα τα γνωστά πρόσωπα, επέτυχε τελικά η Μελίνα να σαγηνεύσει γνωστότατο Γάλλο θεατρικό συγγραφέα παρωχημένης ηλικίας, ο οποίος με μύριες δυσκολίες και αντιδράσεις την επέβαλε».
Πρόκειται για τον Μαρσέλ Ασσάρ, ο οποίος όμως ήταν τότε ένας πολύ πετυχημένος θεατρικός συγγραφέας στη μεταπολεμική Γαλλία. Η παρέμβασή του ήταν καθοριστική για την πορεία της Μελίνας, η οποία τον χρησιμοποίησε επιτυχώς για την καθιέρωσή της στην Ελλάδα.
Αλλά, καθώς οι φιλοδοξίες ενός άπληστου ανθρώπου δεν ολοκληρώνονται ποτέ, η Μελίνα στα μέσα της δεκαετίας του 1950 έβαλε έναν άλλο στόχο: τη διεθνή καθιέρωσή της στον κινηματογράφο! Αν το έλεγε τότε φωναχτά, θα εισέπραττε τις ειρωνείες όσων την ήξεραν. Η ίδια όμως είχε απόλυτη αυτοπεποίθηση στον εαυτό της και το σχεδίασε καλά. Γνώριζε ότι η παγκόσμια κινηματογραφική βιομηχανία έχει αφ’ ενός επίκεντρο την Αμερική, αφ’ ετέρου δε ελέγχεται σχεδόν καθολικά από Εβραίους. Αναζητούσε λοιπόν ένα κατάλληλο πρόσωπο για να σαγηνεύσει, μέχρι που το βρήκε: Ζυλ Ντασέν. Δεν ήταν και μεγάλος σκηνοθέτης, αλλά ήταν Εβραιοαμερικανός.
Αυτό ήταν αρκετό για να του δηλώσει ότι τον ερωτεύτηκε και να τον …ζητήσει σε γάμο. Θα ήταν ακόμα πιο ενθουσιασμένη, αν ο Ντασέν ήταν πιο αρρενωπός τύπος και πιο σωματώδης. Αλλά και πάλι, αυτό δεν ήταν απογοητευτικό, διότι ο Ντασέν δεν ήταν ζηλιάρης.
Στο πλευρό του μικρόσωμου Εβραιοαμερικανού σκηνοθέτη περνούσε μια ακόμη κλίμακα στην ανοδική πορεία της, έστω και χωρίς θριαμβευτικές επιτυχίες. Ο Ντασέν ήταν χρήσιμος, όχι μόνον επειδή ήταν ο ίδιος σκηνοθέτης και μπορούσε να έχει αποφασιστικό λόγο για την επιλογή της στις ταινίες του, ούτε απλώς επειδή ως Εβραίος μιλούσε την ίδια γλώσσα με τους παράγοντες του παγκόσμιου κινηματογράφου. Ήταν κυρίως χρήσιμος διότι, γνωρίζοντας όλα τα μυστικά, μπορούσε να την καθοδηγεί και να την συμβουλεύει πώς θα γίνει πιο διάσημη.
Ο Ζυλ Ντασέν, όπως και οι περισσότεροι καλλιτέχνες τότε, ήταν αριστερών τάσεων. Η μεγάλη ευκαιρία ήρθε με την 21η Απριλίου. Ο Ντασέν άρπαξε την ευκαιρία και έπεισε τη σύζυγό του να εκδηλωθεί ως αριστερή από το εξωτερικό όπου βρίσκονταν. Έτσι θα κέρδιζε την πλήρη δημοσιότητα παγκοσμίως. Και πράγματι αυτό έγινε.
Μέσα σε λίγα 24ωρα η Μελίνα πείσθηκε να εκδηλωθεί «εναντίον της χούντας». Ήταν ικανοποιημένη γιατί για πρώτη φορά αποκτούσε πολιτική ταυτότητα…
Και ερχόμαστε στον Σακελάριο…
Όπως αναφέρει ο Τάσος Κ. Κοντογιαννίδης, στην έκδοση «Ο μύθος Αλέκος Σακελλάριος» «Στη δεκαετία του 50 υπήρχε διαμάχη μεταξύ δεξιών και αριστερών («δημοκρατικών» όπως αυτοαποκαλούνταν) ηθοποιών.
Πολλοί τότε αυτάρεσκα δέχονταν το χαρακτηρισμό του κουλτουριάρη και όταν άκουγαν «Σακελάριος» έβγαζαν μπιμπίκια. Τότε ο Αλέκος είχε προστριβές με γνωστή ηθοποιό που τον προκαλούσε. «Θα σε φτιάξω!» της είπε. Ήξερε καλά το παρελθόν της, με τον φίλο της τον μαυραγορίτη Γιαδικιάρογλου, που της είχε χαρίσει ένα μενταγιόν, το οποίο μέσα στην πείνα της κατοχής του το έδωσε σε μια γνωστή του Σακελάριου Κολωνακιώτισσα για να πάρει λίγο αλεύρι, φασόλια και φάβα. Όταν η Κολωνακιώτισσα το είδε αργότερα κρεμασμένο στο λαιμό της και τη ρώτησε που το βρήκε, εκείνη αφελέστατα είπε «σ΄αρέσει;». Δεν άντεξε η άλλη, το άρπαξε, το τράβηξε και τη χαστούκισε! Έτσι λοιπόν ο Σακελλάριος που γύριζε την ταινία «Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο», έβαλε το όνομα Γιαδικιάρογλου σε ρόλο της ταινίας, που υποδυόταν μαθήτρια και κάθε τόσο οι καθηγητές φώναζαν «Γιαδικιάρογλου!» και της άστραφταν χαστούκια!».
Η Ροζίτα Σώκου έχει πει για τη Μελίνα Μερκούρη δημοσίως: Στην Κατοχή τα είχε με τον πιο φανερό συνεργάτη των Γερμανών, «Εμείς τη Μελίνα… τα ξέραμε όλα της τα κουτσομπολιά. Στα 17 της σηκώθηκε κι έφυγε και πήγε στην Κωνσταντινούπολη με τον Γιώργο Παππά, ο οποίος ήταν και κ…λάγνος! Θέλω να πω, ότι εμένα δεν με απασχολούσε καθόλου κι εγώ τη λάτρεψα όταν έκανε τη Στέλλα παρότι σε όλη την Κατοχή τα είχε με τον πιο φανερό συνεργάτη των Γερμανών, τον Γιαδικιάρογλου, ο οποίος έδωσε σε συνάδελφο δικό μου ένα μπουκάλι λάδι κι εκείνος του έδωσε ένα χρυσό μενταγιόν με αλυσίδα και το φορούσε η Μελίνα και καμάρωνε»!
Αλλά και η Μελίνα Μερκούρη είχε παραδεχτεί ότι είχε ερωτευτεί τον Γιαδικιάρογλου, τον οποίο αναφέρει σε βιβλίο της με το όνομα, Αλέξης….
Έτσι, όταν ήρθε το πέρασμα του χρόνου έγραψε γι’ αυτήν την «ντροπιαστική» σχέση στο βιβλίο της. Εκεί, για δικούς της λόγους, αναφέρεται στο πρόσωπο του μόνο ως «ο Αλέξης». Η Μερκούρη στους φίλους της εκμυστηρεύτηκε, ότι με τα χρήματα του εραστή της , αλλά και την ενίσχυση του πλούσιου συζύγου της, συχνά βοηθούσε την αντίσταση και την ΕΠΟΝ, στην οποία συμμετείχε ο αδελφός της…!!!