ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Στόχος των δύο διανοητών ήταν η ερμηνεία της ανάπτυξης του σύγχρονου καπιταλισμού στην Ευρώπη. (Giddens 1970:121) Ο Βέμπερ επιχειρεί να απεμπλέξει τον καπιταλισμό από τις υλιστικές ερμηνείες των μαρξιστών, εστιάζοντας σε μια ιδεολογική και κοινωνική ερμηνεία των αιτίων και της δομής του. Όντας μεταγενέστερος του Μαρξ, η μονογραφία του θεωρείται από πολλούς ως μια προσπάθεια επιβολής του ιδεαλισμού στον υλισμό.
ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑ
Η θέση του Max Weber
Για τον Βέμπερ ο Θεός, δημιουργεί για την ωφέλεια των ανθρώπων την έλλογη κοινωνική οργάνωση, που περιλαμβάνει και τις ρυθμισμένες κοινωνικές σχέσεις. Θέλημα Θεού λοιπόν αλλά και ανάγκη συμμόρφωσης στις βουλές του αποτελεί η εύρυθμη κοινωνική οργάνωση μέσω της εργασίας. (Κονιόρδος 2002:66) Έτσι αντίθετα με του καθολικούς, ο Θεός του καλβινισμού απαιτούσε από τους πιστούς του όχι μερικά «καλά έργα», αλλά μια ζωή καλών έργων συνδυασμένα μέσα σε ένα σύστημα. (Βέμπερ 2006:102)
Η ψυχολογική πίεση στον πιστό για τη συνεχή, μέσω της εργασίας επιτυχία στο επάγγελμα, οδηγεί στην προαγωγή έλλογων και μεθοδικών μορφών δραστηριότητας και εργασίας. Έτσι η θρησκευτικότητα των ασκητικών προτεσταντών, παράγει το μη αναμενόμενο αποτέλεσμα της παραγωγής του έλλογου καπιταλισμού, καθώς με τη μεταρρύθμιση, κάθε χριστιανός θα έπρεπε να είναι μοναχός σε όλη του τη ζωή, ασκώντας τα ασκητικά ιδεώδη μέσα στην εγκόσμια επαγγελματική ζωή. ,(Κονιόρδος 2002:68 & Βέμπερ 2006:106)
Ο μεταρρυθμισμένος πιετισμός προσπαθούσε να εξασφαλίσει τη σωτηρία μέσα στην επαγγελματική ζωή, ασκώντας ακόμη πιο αυστηρό έλεγχο της συμπεριφοράς στο επάγγελμα, αγκιστρώνοντας στέρεα, μια θρησκευτική επαγγελματική ηθική. (Βέμπερ 2006:115) Ο περιορισμός της κατανάλωσης και η συνεχής θρησκευτικά αξιολογούμενη προσπάθεια στην εργασία, οδηγεί κατά τον Βέμπερ, μέσα από τον ασκητικό εξαναγκασμό για την αποταμίευση, στο σχηματισμό κεφαλαίου. Το κεφάλαιο που πλέον δεν ξοδεύεται, διοχετεύεται σε παραγωγικές επενδύσεις και στην καπιταλιστική ανέλιξη.(Κονιόρδος 2002:74) Η σκληρή αδιάκοπη σωματική και πνευματική εργασία χρησίμευε όχι μόνο στην επιδίωξη μιας «άγιας ζωής», αλλά και σαν προληπτικό μέσο εναντίον των σεξουαλικών πειρασμών, των θρησκευτικών αμφιβολιών αλλά και της ηθικής αναξιότητας. Η δε απροθυμία για εργασία, η σπατάλη χρόνου και η πολυτέλεια αποτελούσαν συμπτώματα έλλειψης χάρης. (Βέμπερ 2006:138)
Για την εξέλιξη του καπιταλισμού τεράστια σημασία έχει και η επικρατούσα αντίληψη ότι ο πιστός πρέπει να κερδίζει όσο το δυνατόν περισσότερα και να αποταμιεύει όσο το δυνατόν περισσότερα, δηλαδή να γίνει πραγματικά πλούσιος. Αυτή η προτροπή συμβάλλει στη διάχυση μιας συγκεκριμένης οικονομικής πρακτικής που με τη σειρά της διαμορφώνει έναν επαγγελματικό ήθος το οποίο απαντάται εξίσου σε επιχειρηματίες και εργάτες. (Κονιόρδος 2002:74) Και οι δύο τάξεις είναι πεπεισμένες ότι επιτελούν έργο που υπηρετεί τη δόξα του Θεού αφού η κλήση στο επάγγελμα ή την επιχειρηματική δραστηριότητα είναι θεϊκή. (Κονιόρδος 2002:73)
Με αυτόν τον τρόπο η απαραίτητη στον καπιταλισμό διαδικασία κεφαλαιακής συσσώρευσης, προάγεται από την αναγωγή της εργασίας σε θεάρεστο έργο, αλλά και από την αποφυγή της κατανάλωσης υπό τον φόβο της αμαρτίας. (Κονιόρδος 2002:68)
Με τη δικαίωση της επιχειρηματικής δραστηριότητας που αποσκοπεί στο κέρδος και όχι απλά στη διατήρηση του εισοδήματος, δίνεται μεγάλη ώθηση στην καπιταλιστική δραστηριότητα. (Κονιόρδος 2002:73) Αυτή η νέα ηθική αποδοχής κέρδους, ωθεί τους πιστούς στην δημιουργία όσο το δυνατόν μεγαλύτερου κέρδους, ενώ η άρνηση της πραγματοποίησης της, αποτελεί αντίθεση στη θεϊκή επιταγή. (Κονιόρδος 2002:72) Μια θεϊκή επιταγή που δεν εξαιρεί κανέναν. Όπως και οι φτωχοί, οι πλούσιοι πρέπει να υπακούν στη θεϊκή εντολή για εργασία, καθώς η εντολή για υποταγή στην εργασιακή μοίρα είναι απόλυτη. (Βέμπερ 2006:139)
Καθώς τα επιτεύγματα της εργασίας ενός ανθρώπου είναι ασταθή και ευκαιριακά έξω από ένα σταθερό επάγγελμα, η εξειδίκευση των επαγγελμάτων ευνοείται, καθώς κάνει δυνατή την απόκτηση δεξιοτεχνίας για τον εργάτη, ο οποίος μέσα από την ποσοτική και ποιοτική βελτίωση της παραγωγής, εξυπηρετεί το κοινό καλό. (Βέμπερ 2006:140) Δεν φτάνει λοιπόν μόνο η εργασία καθαυτή, αλλά ο Θεός απαιτεί την έλλογη επαγγελματική εργασία, μέσα από το χρησιμότερο και αποδοτικότερο επάγγελμα για τον καθένα. (Βέμπερ 2006:141) Η σπατάλη χρόνου σε μη επικερδείς δραστηριότητες στερεί τον χρόνο αυτό από τη δόξα του Θεού. Ο πιστός, πρέπει να διαχειριστεί σωστά τα αγαθά που η θεία χάρη του εμπιστεύθηκε. (Βέμπερ 2006:148)
Για τον Βέμπερ, κοιτίδα του σύγχρονου οικονομικού ανθρώπου στάθηκε η πουριτανική αντίληψη μιας οικονομικά ορθολογικής ζωής που αναπόφευκτα οδηγεί σε συσσώρευση κεφαλαίου. (Βέμπερ 2006:151-152)
Η Θέση του Karl Marx
Για τον Μαρξ οι σχέσεις παραγωγής αποτελούν μόνιμο πεδίο έντασης και τριβής των δύο μερών (εργάτη και κεφαλαιοκράτη). Οι εργάτες αποκτούν ταξική συνείδηση αναγνωρίζοντας την ανάγκη κατάργησης του καπιταλισμού μέσα από την ταξική πάλη, μια πορεία κοινωνικών και πολιτικών επαναστατικών αγώνων. (Κονιόρδος 2002:89) Ο Μαρξ δίνει στην εργασία μια διάσταση πέρα από την καθαρά οικονομική. Θεωρεί ότι εκτός από μέσο βιοπορισμού, συνιστά και φορέα υλοποίησης της προσωπικότητας και διαμόρφωσης της συνείδησης. Ταυτίζει δηλαδή την εργασία με αυτοπραγματοποίηση της ανθρώπινης προσωπικότητας.(Ρωμανός:14-15)
Ορίζει τη σχέση ανταλλαγής (κάθε σχέση που περιλαμβάνει το προϊόν), σαν κοινωνική σχέση, μια σχέση μεταξύ ανθρώπων. Στον καπιταλισμό αυτή η σχέση αντικαθίσταται με σχέση μεταξύ των πραγμάτων (εμπορευμάτων). (Αντωνοπούλου:136) Το σύνολο της κοινωνίας, των διαδικασιών, της δράσης και της αλληλεπίδρασης των σχέσεων που τη διέπουν ορίζεται από τους όρους της ανταλλαγής και το ρόλο του κάθε ατόμου στην παραγωγή. (Αντωνοπούλου:142)
Θεωρεί ότι μέσα από την καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας, ο εργάτης υποβιβάζεται σε εμπόρευμα, χάνει την ταυτότητα του και υποδουλώνεται στα αντικείμενα. Χάνει εν ολίγοις τον εαυτό του. (Μαρξ 1975:92-93) Ο εργάτης δεν επιβραβεύει τον εαυτό του στην εργασία, αφού αυτή δεν ανήκει στη βαθύτερη ύπαρξη του, δηλαδή είναι εξωτερική προς αυτόν. Η εργασία καταπιέζει τη φυσική του ενεργητικότητα καταστρέφοντας το πνεύμα του και απονεκρώνοντας τη σάρκα του. Νιώθει ότι είναι ο εαυτός του μόνο εκτός εργασίας. (Μαρξ 1975:95)
Στον καπιταλισμό η εργασία του άμεσου παραγωγού (εργάτη) χάνει τα ποιοτικά της χαρακτηριστικά αφού γίνεται απλή ανάλωση εργασιακής δύναμης. Η τεχνογνωσία απομακρύνεται από τον εργάτη και ενσωματώνεται στις μηχανές. Οι μηχανές ενσωματώνουν όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά της ειδικευμένης εργασίας, μετατρέποντας τον εργάτη σε ένα απλό εξάρτημα τους. (Αντωνοπούλου:123-124)
Το προϊόν της εργασίας του, δεν ανήκει στον ίδιο τον εργάτη. Ο μόχθος του, δίνει χαρά ή απόλαυση μέσω της κατανάλωσης του προϊόντος σε κάποιον άλλο, μέσα από μια ανελεύθερη δραστηριότητα όπως η εργασία στο ζυγό ενός άλλου ανθρώπου. (Μαρξ 1975:101) Η εργασία του ατόμου στον καπιταλισμό έχει μόνο έμμεση σχέση με το προϊόν το οποίο παράγει, γιατί μόνο κάτω από την εξουσία και την πρωτοβουλία του κεφαλαίου μπορεί να υπάρξει παραγωγή. (Αντωνοπούλου:125)
Πολύ σημαντικό αποτέλεσμα του καπιταλισμού θεωρεί ο Μαρξ την αλλοτρίωση. Στα Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα διακρίνει τρεις μορφές αλλοτρίωσης: την αλλοτρίωση του εργάτη από το προϊόν της εργασίας του-το οποίο φαντάζει στα μάτια του πλέον σαν «ξένο αντικείμενο» αφού το ιδιοποιείται κάποιος άλλος. Έτσι το αντικείμενο πλέον αποκτά μια δύναμη ανεξάρτητη από αυτόν που το παρήγαγε.
Επίσης, αλλοτρίωση ή «αυτοαλλοτρίωση», όπως χαρακτηρίζει την αποξένωση του εργάτη από τον εαυτό του (συνέπεια της αποξένωσης του από το προϊόν) και την ίδια την εργατική του ταυτότητα. Τέλος η αλλοτρίωση περιλαμβάνει τη νόθευση του συλλογικού χαρακτήρα της παραγωγικής δραστηριότητας, λόγω του καταμερισμού της εργασίας. (Μάρξ 1975:92-100)
Διαβλέπει μια πολιτική και οικονομική απολύτρωση στην οποία θα οδηγηθεί ο άνθρωπος μέσα από τη χαλιναγώγηση των καπιταλιστικών μέσων παραγωγής που θα επιφέρει η κομμουνιστική επανάσταση. (Ρωμανός: 22-23)
ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΕΣ
Ο Βέμπερ τονίζει τον ιδεοτυπικό χαρακτήρα της μαρξικής αντίληψης. Θεωρεί ότι η μαρξική προσέγγιση αποτελεί απλά έναν ιδεότυπο, ενώ παράλληλα μετατοπίζει το ενδιαφέρον του στη μοναδικότητα της κυριαρχίας του καπιταλιστικού συστήματος στη Δύση. (Κονιόρδος 2002:92)
Ο Μαρξ τονίζει τη σημασία των ενεργών φορέων κοινωνικής δράσης, όπως ονομάζει τα τμήματα των κοινωνικών τάξεων. Με αμεσότερο τρόπο, ο Βέμπερ σχετίζεται με την εμπειρική πραγματικότητα μέσα από την κατασκευή του ιδεότυπου. Ο Μαρξ παρουσιάζει μια ολιστική προσέγγιση της ιστορίας, εξετάζοντας σαν σύνολο την ιστορική πορεία, μέσα από την κοινωνική μεταβολή. (Κονιόρδος 2002:93)
Οι δύο στοχαστές συμφωνούν ότι ο ανορθολογισμός που διέπει τον καπιταλισμό αποτελεί σημαντικό πρόβλημα, αλλά τον αποτιμούν διαφορετικά. Ο μεν Μαρξ υποστηρίζει ότι αποτελεί εγγενή αδυναμία του συστήματος, ενώ ο Βέμπερ ότι αποτελεί προϊόν εξωκοινωνικών και υπεριστορικών δυνάμεων. (Κονιόρδος 2002:94)
Οι έννοιες που δίνει ο καθένας για τον καπιταλισμό, επίσης διαφέρουν. Για τον Μαρξ ο όρος αφορά τη γενίκευση της εμπορευματικής οικονομίας, δηλαδή την παραγωγή αγαθών αποκλειστικά προς πώληση. Ο Βέμπερ δεν ασχολείται καθόλου με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Για αυτόν ο καπιταλισμός γαλουχήθηκε και άνθισε κάτω από τις προτεσταντικές διδαχές για την εργασία και τον καπιταλισμό. (Κονιόρδος 2002:95) Για τον Μαρξ ο οικονομικός παράγοντας έχει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του ιδεολογικού οικοδομήματος της κοινωνίας, ενώ για τον Βέμπερ ο ιδεολογικός παράγοντας ήταν αυτός που καθόρισε την οικονομική δραστηριότητα. (Κονιόρδος 2002:88-91) Το ιδεολογικό εποικοδόμημα ελέγχεται σύμφωνα με τον Μαρξ από τους κατόχους των μέσων παραγωγής, διαμορφώνοντας αυτό που αποκαλεί κυρίαρχη ιδεολογία με σκοπό την καθιέρωση και αναπαραγωγή των σχέσεων εξάρτησης. (Μαρξ-Ένγκελς 1997:8)
Ο Βέμπερ αποδέχεται ότι τα ψυχολογικά θεμέλια του δυτικού καπιταλισμού δεν είναι μοναδικά. Αναγνωρίζει ότι ανάλογες ηθικές προσεγγίσεις για τα οικονομικά ζητήματα είχαν αναπτύξει και άλλες θρησκείες, αλλά και εκδοχές του χριστιανισμού, αλλά θεωρεί τον προτεσταντισμό μοναδικό ως προς τη χρονική στιγμή και το γεωγραφικό χώρο που εμφανίστηκε. Ο Μαρξ αγνοεί τις ψυχολογικές επιδράσεις που γέννησαν τον καπιταλισμό και εστιάζει στις ψυχολογικές επιδράσεις που αυτός επέφερε, όπως η αλλοτρίωση. (Κονιόρδος 2002:98)
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Ο Μαρξ προσανατολίζεται περισσότερο στο ατομικό επίπεδο, στον άνθρωπο, στον εργάτη. Ο Βέμπερ εστιάζει κυρίως σε ιδεολογικούς και θρησκευτικούς θεσμούς. Ο Μαρξ πιστεύει ότι ο παραγόμενος πλούτος θα πρέπει να ανήκει στον εργάτη, του οποίου ο μόχθος παράγει το εμπόρευμα. Ο Βέμπερ πιστεύει ότι αν ο Θεός ήθελε να ανυψώσει τον εργάτη από τη θέση του, θα το έπραττε με κάποιον τρόπο. Μέχρι τότε όμως η εκμετάλλευση της εργασίας του ανήκει στον εργοδότη.
Έτσι, ο Βέμπερ απενοχοποιεί τον καπιταλισμό από τις αδικίες που του προσάπτει ο Μαρξ.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1.Κονιόρδος Σ., Η θέση του Βέμπερ για την Προτεσταντική Ηθική της Εργασίας, Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα 2002
2.Marx K., Engels F., Η Γερμανική Ιδεολογία Α’ τόμος, μτφρ. Φιλίνη Κ., Εκδόσεις GUTENBERG Αθήνα 1997
3. Giddens A., Ο Marx, o Weber και η εξέλιξη του καπιταλισμού, στο Η θέση του Βέμπερ για την Προτεσταντική Ηθική της Εργασίας μτφρ. Χρονόπουλος Σ., Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα 2002
4. Weber Μax, Η Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού, μτφρ. Κυπραίος Μ.Γ., Εκδόσεις GUTENBERG, Αθήνα 2006
5. Αντωνοπούλου, Μ., Οι Κλασικοί της Κοινωνιολογίας: Κοινωνική Θεωρία και Νεότερη Κοινωνία, Εκδόσεις Σαβάλλα, Αθήνα 2008
6. Μαρξ Κ., Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα, Εκδόσεις Γλάρος, Αθήνα 1975
7. Β. Ρωμανός, «Χειραφέτηση και Εργασία: Marx και Arendt» στο Χ. Καρακιουλάφη και Μ. Σπυριδάκη (επιμ), Εργασία και Κοινωνία: Διεπιστημονικές Προσεγγίσεις, Εκδόσεις Διόνικος, Αθήνα, 201
[…] truestory.gr […]