Βρυκόλακες στην Ελλάδα

Α. Βρυκόλακες στην Ελλάδα

Β.  Οι Βρυκόλακες στην Ελλάδα τον 17ο, 18ο  και 19ο αιώνα.

Γ. Βρυκόλακες στην Υπάτη και στα χωριά της Ελλάδος

Οι θρύλοι που αφορούν τους βρικόλακες είναι τόσο παλιοί όσο η ίδια η ανθρωπότητα. Οι αρχαίοι Έλληνες, η Μεσοποτάμιοι, οι Εβραίοι και οι Ρωμαίοι έχουν δεκάδες ιστορίες στη μυθολογία τους όπου εμφανίζονται δαίμονες και κακά πνεύματα, και οι περισσότεροι πιστεύουν ότι αυτά τα διαβολικά πλάσματα είναι οι πρόγονοι των βρικολάκων, όπως τους έχουμε στο μυαλό μας σήμερα- κυρίως λόγω του βιβλίου του Στόκερ “Κόμης Δράκουλας”.

Ο όρος “βρικόλακας”, με τα χαρακτηριστικά που γνωρίζουμε σήμερα, έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής στις αρχές του 18ου αιώνα από δοξασίες αλλά και αληθινές μαρτυρίες από κατοίκους των Βαλκανίων και της Δυτικής Ευρώπης.

Εκείνα τα χρόνια, η πεποίθηση ότι τα βαμπίρ υπάρχουν, προκάλεσε μαζική υστερία στην Ευρώπη, με αποτέλεσμα πολλοί άνθρωποι να κατηγορούνται για βαμπιρισμό και να θανατώνονται με παλούκια στην καρδιά τους -ο μόνος τρόπος να σκοτώσεις έναν “αθάνατο” βρικόλακα, σύμφωνα με τις πιο δημοφιλείς πεποιθήσεις.

Α. Βρικόλακες στην Ελλάδα

Στις 15 Μαρτίου 1870, ο Φιλολογικός Σύλλογος Παρνασσός, ο αρχαιότερος και ίσως ο σημαντικότερος πολιτιστικός σύλλογος της Αθήνας, ασχολήθηκε σοβαρά με το θέμα των βρυκολάκων. Το μέλος του Συλλόγου και αργότερα και Πρόεδρός του, ο σπουδαίος λαογράφος Νικόλαος Πολίτης, ανέγνωσε τα κάτωθι ενώπιον του Φιλολογικού Συλλόγου, που δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό “ΙΛΙΣΣΟΣ”. Η παρούσα πραγματεία αποτελεί απόσπασμα ανέκδοτου, μέχρι τότε, συγγράμματος για τα ήθη και τα έθιμα των νεότερων Ελλήνων.

Η πρόσοψη του κτιρίου όπου στεγαζόταν ο σύλλογος, σε φωτογραφία του 1896

Όσον αφορά στην ετυμολογία της λέξης “βρυκόλακας”, υπάρχουν διάφορες ερμηνείες, με επικρατέστερη εκείνη του Λέοντα Αλλάτιου, που υποστήριζε ότι προερχόταν από το “βούρκος” και “λάκκος”. Δεν είναι απίθανο, όμως, να προέρχεται από το ρήμα “βρύκομαι”, δηλαδή τρώγω, καταναλώνω. Στην Κρήτη και σε άλλα νησιά του Αιγαίου, ο νεκροζώντανος ονομάζεται “καταχανάς”, που αποδίδεται στον αιμοβόρο, στον σκληρό, στον άτεγκτο.

Λέων Αλάτιος (1586-1669)

Οι δοξασίες των αρχαίων Ελλήνων για τη μετά θάνατον κατάσταση της ψυχής, οι φοβερές τιμωρίες στον Άδη, η ατέρμονη περιπλάνηση της ψυχής ενός άταφου σαρκίου και το μετέπειτα χριστιανικό τελετουργικό πρωτόκολλο, οδήγησαν τον λαό μας να πλάσει με ζωηρότατα χρώματα στη φαντασία του τους βρυκόλακες, όπου η ίδια η γη τούς εκδίωκε από το ησυχαστήριο του τάφου και ξερνούσε το αποτρόπαιο βδέλυγμά τους.

Βρυκόλακες θεωρούνταν ότι γίνονταν οι ασεβείς και οι κακούργοι, οι οποίοι είχαν διαπράξει εν ζωή τρομερά ανοσιουργήματα, τρεφόμενα από τα κακεντρεχή τους αισθήματα. Μάλιστα, ακόμα και μετά θάνατον, επεδίωκαν να ταράζουν και να βλάπτουν με κάθε μέσο τους ζωντανούς.

Νικόλαος Πολίτης (03/03/1852 – 12/01/1921)

Επίσης, βρυκολάκιαζαν όσοι δε θάβονταν, μια πρόληψη που έχει αναμφίβολα τις ρίζες της στην αρχαία ιδέα ότι όσοι δεν τύγχαναν ταφής, περιπλανιόνταν γύρω από τα ύδατα της Στυγός και αποκλείονταν από το άβατο του Άδη. Βρυκολάκιαζαν, ακόμη, και όσοι έβρισκαν εξαιρετικά βίαιο θάνατο, όπως υποστήριζε ο Ηλιόδωρος ο Εμεσηνός.

Αλλά το κυριότερο αίτιο για να μεταστραφεί κάποιος σε βρυκόλακα ήταν ο αφορισμός. Όταν κάποιος εισέπραττε κατάρες, ώστε να αποκλειστεί από τη μεταθανάτια γαλήνη, υποπίπτοντας στη δυσμένεια επισκόπου και αφοριζόταν τελικώς, πιστευόταν ότι το κορμί του θα έμενε άλιωτο και θα διωκόταν από το κοιμητήριο τις νύχτες, τριγυρίζοντας άσκοπα στις πόλεις και στους αγρούς, σκορπίζοντας τον τρόμο και τον θάνατο.

Οι Σλάβοι του Μαυροβουνίου, κατά τον Jacques Louis Vialla de Sommieres, πίστευαν πως αν ο επίσκοπος έδινε άφεση αμαρτιών σ’ έναν αφορισμένο, πάνω από τον τάφο του, ημέρα Σαββάτου, τότε το τέως άλιωτο σώμα του βρυκόλακα θα μπορούσε επιτέλους να αποσυντεθεί κι επομένως, να γαληνέψει το πνεύμα του.

Jacques Louis Vialla (1764 – 1849)

Ο Κασσιανός έγραφε ότι έγινε κάποτε, σε άγνωστο τόπο, μερική σύνοδος εκατό επισκόπων και αφού συζήτησαν για διάφορα θέματα, όλοι συμφωνούσαν μεταξύ τους, εκτός από έναν επίσκοπο, που εναντιώθηκε στις αποφάσεις τους. Τότε, οι υπόλοιποι επίσκοποι τον αναθεμάτισαν κι εκείνος πέθανε αφορισμένος.

Το σώμα του αφορισμένου επισκόπου δεν είχε αποσυντεθεί για έναν ολόκληρο αιώνα και παρέμεινε στο μνήμα του σαν ακέραιο κομμάτι από σίδερο βαρύ κι αλύγιστο. Μετά από εκατό χρόνια και πάλι, ξαναέγινε μερική σύνοδος εκατό επισκόπων στην ίδια περιοχή, οι οποίοι αποφάσισαν πως έπρεπε επιτέλους να συγχωρήσουν τον αναθεματισμένο επίσκοπο. Μετά τη δέουσα προσευχή, το άλυτο σώμα του μετατράπηκε αυτομάτως σε σκόνη και η ψυχή του ξεκίνησε για το ουράνιο ταξίδι της.

Άγιος Κασσιανός ο Ρωμαίος

Ο Ιταλός περιηγητής Scrofani, ο οποίος είχε επισκεφτεί την Ελλάδα κατά τα έτη 1794-1795, παρέθετε τα εξής: “Οι Έλληνες φρονούν ότι τα εκκλησιαστικά αναθέματα καθιστούν αδιάλυτο το σώμα του αφορισμένου και ότι η ψυχή του πλανιέται ανήμερη κι ανήσυχη, σκορπώντας τον θάνατο στους διαβάτες, ενώ τρέφεται αποκλειστικά με ανθρώπινο αίμα. Η παράλογη αυτή δεισιδαιμονία πολλαπλασίασε τους αφορισμούς και γέμισε τα νεκροταφεία με βρυκόλακες. Έτσι, εάν οτιδήποτε ταράξει τις ζωές των Ελλήνων, για παράδειγμα αν ακουστεί ανεξήγητος θόρυβος μέσα στη νύχτα ή απροσδιόριστες κραυγές ή ζημιές, που δεν ξέρουν πού να της αποδώσουν, ξαφνικό κακό ή αναπάντεχος θάνατος, τότε για όλα κατηγορούν τους αφορισμένους βρυκόλακες, που έχουν κατακλύσει τα νεκροταφεία τους. Μόλις διαδοθεί η είδηση ότι τους καταδιώκει βρυκολακιασμένος, που είναι νεκρός μιας ή δυο ημερών το πολύ, άντρες, γυναίκες και παιδιά σπεύδουν αμέσως στα κοιμητήρια και ξεθάβουν το ύποπτο πτώμα. Αν το βρουν ατόφιο, απευθύνονται πάραυτα στον επίσκοπο, για να το εξορκίσει.

Ο εξορκισμός τελείται με τον ακόλουθο τρόπο: Στον τόπο που διέμενε ο βρυκόλακας, αφήνεται ένα χρηματικό ποσό για τον επίσκοπο, ώστε να τελέσει τον εξορκισμό. Οι συγγενείς του νεκρού, κατόπιν, είναι υποχρεωμένοι να παραθέσουν μεγαλοπρεπές συμπόσιο στο νεκροταφείο. Αν είναι φτωχοί, τα έξοδα βαρύνουν τον πλουσιότερο κάτοικο του χωριού. Ο επίσκοπος, ενδεδυμένος τα ιερά του άμφια, προστάζει, εν ονόματι του Θεού, τον νεκρό να φάει από τα παρατιθέμενα φαγητά. Αν δε συμβεί αυτό, βεβαιώνεται ότι είναι πράγματι βρυκόλακας.

Το βιβλίο του Ιταλού περιηγητή Scrofani, για την περιήγησή του στην Ελλάδα του 18ου αιώνα

Ακολούθως, ο επίσκοπος θέτει τη μίτρα του επί κεφαλής, σπάει σε μια λεκάνη τριάντα ένα αυγά και προσθέτει άνθη πορτοκαλιάς, αλεύρι, κρασί εξαιρετικό και τα ανακατεύει με κλωνιά από μυρτιά. Έπειτα, αλείφει το σώμα με το μείγμα επτά φορές και διατάσσει να το θάψουν εμπρός του, απειλώντας με τρομερό ανάθεμα εκείνον, που θα τολμήσει να το ξεθάψει.

Μετά το πέρας της τελετής, ο επίσκοπος μαζί με τους παπάδες πίνουν το υπόλοιπο μείγμα και τρώνε τα φαγητά, που αρνήθηκε να φάει ο βρυκολακιασμένος. Υπήρξα αυτόπτης μάρτυρας μιας τέτοιας τελετής”, υπογράμμιζε ο περιηγητής Scrofani.

Αν μετά από μια τέτοια τελετή, ο βρυκόλακας δεν ησύχαζε, αποφάσιζαν ή να κάψουν το πτώμα του ή να το μεταφέρουν σε κάποιο ερημονήσι, ώστε να διασχίσει θάλασσα, που ήταν το μόνο σίγουρο αντιφάρμακο.

Ενίοτε, όμως, κι άλλα περιστατικά εμπόδιζαν τον βρυκόλακα να ημερέψει, όπως φαίνεται από τις διηγήσεις του Γάλλου βοτανολόγου και περιηγητή Joseph Pitton de Tournefort, σχετικά με τον περίφημο Βρυκόλακα της Μυκόνου.

Όταν ο Tournefort βρισκόταν στη Μύκονο, ανάμεσα στο 1700 και 1702, διαδόθηκε πως κάποιος νεκρός είχε βρυκολακιάσει και κακοποιούσε ανθρώπους και ζώα. Αρχικά, το γεγονός δε θεωρήθηκε σπουδαίο, αλλά σταδιακά, τα φαινόμενα κλιμακώθηκαν επικίνδυνα. Έτσι, οι προεστοί και ο ιερέας του νησιού αποφάσισαν να εξορκίσουν τον δαίμονα εννέα ημέρες μετά την ταφή του. Τη δέκατη ημέρα τελέστηκε λειτουργία στο νεκροταφείο, όπου ξέθαψαν το άλιωτο πτώμα του βρυκόλακα, αφαίρεσαν την καρδιά του και την έκαψαν.

Παρόλα αυτά, το κακό βυσσοδομούσε. Τότε, κάποιος Αλβανός τούς συμβούλεψε να πάψουν να τρυπούν το κορμί του με το χριστιανικό ξίφος, που έφερε λαβή σχήματος σταυρού, αλλά με τουρκικό ξίφος, ώστε να τον εξολοθρεύσουν και μην ξαναεμφανιστεί ποτέ πια. Έτσι κι έγινε…

Joseph Pitton de Tournefort (05/06/1656 – 28/12/1708)

Ενίοτε, αντί να προβαίνουν σε παρόμοιες τελετές, οι Έλληνες προτιμούσαν να καρφώνουν το σώμα του βρυκόλακα στη γη, ώστε να μη μπορεί να βγει από το μνήμα του, όπως ανέφερε ο Scrofani ότι είχε συμβεί στη Ζάκυνθο. Άλλοτε, για να αποφεύγουν τις τρομακτικές ενοχλήσεις από βρυκόλακες, τοποθετούσαν στην πόρτα του σπιτιού τους ένα καρφί, που το είχαν πάρει από νεκροκρέβατο.

Όταν κάποιος ασθενής υπέθετε ότι η αρρώστια του προερχόταν από επενέργεια βρυκόλακα, καλούσε ιερέα και πήγαινε μαζί του στον τάφο εκείνου, που υποπτευόταν ότι είχε βρυκολακιάσει και που επιζητούσε το κακό του. Έτσι, έσχιζαν το πτώμα και του αποσπούσαν την καρδιά, την οποία τρυπούσαν με βελόνες ή αγκάθια, βέβαιοι πως ο βρυκόλακας θα γαληνέψει και θα εγκαταλείψει τον κακόβουλο σκοπό του.

Οι προλήψεις αυτές προφανώς σχετίζονταν με τις μεσαιωνικές δεισιδαιμονίες. Όπως διηγούνταν ο Βρετανός διπλωμάτης και ιστορικός Sir Paul Rycaut, όταν κάποια γυναίκα δυσκολευόταν να γεννήσει και κατά τις ωδίνες του τοκετού πέθαινε μαζί με το παιδί της, τους έβαζαν στον ίδιο τάφο και τους παλούκωναν μαζί, ώστε να μη βρυκολακιάσουν.

Sir Paul Rycaut (23/12/1629 – 16/11/1700)

Μια άλλη, λιγότερη γνωστή και συνηθισμένη πρόληψη ανέφερε ο Λέων Αλλάτιος σ’ ένα σύγγραμμά του. Στο παραμορφωμένο σώμα του βρυκόλακα εισέρχεται ένας δαίμονας, που αποζητά να φέρνει μονάχα τη δυστυχία και τον πόνο στους θνητούς.

Ο δαίμονας συχνά έβγαινε από το μνήμα του τις αφέγγαρες νύχτες και κατευθυνόταν σε κατοικημένα μέρη. Στο πρώτο σπίτι που συναντούσε στο διάβα του, άνοιγε την πόρτα και καλούσε, γεγωνυία τη φωνή, να δει αν κάποιος τον ακούει. Εάν κάποιος τύχαινε να αποκριθεί στο απόκοσμο κάλεσμά του, την επόμενη κιόλας ημέρα βρισκόταν νεκρός. Εάν, όμως, δεν αποκρινόταν, τότε διέφευγε τον κίνδυνο και γλίτωνε τη ζωή του.

Γι΄ αυτόν τον λόγο, οι Χιώτες ποτέ δεν απαντούν σε κάλεσμα με την πρώτη φορά, αλλά αντιθέτως, αν επαναληφθεί η πρόσκληση, βεβαιώνονται ότι δεν είναι βρυκόλακας και τότε μόνο αποκρίνονται.

Ενίοτε, οι βρυκόλακες ιστορούνται ως παντελώς αβλαβείς, που υποφέρουν οι ίδιοι, όμως, καθώς δεν ετάφησαν. Ο διακεκριμένος Έλληνας ιστορικός Κωνσταντίνος Σάθας, στη διήγησή του για τον βρυκόλακα Μαραβέλη, ανέφερε τα εξής στο “Χρονικό του Γαλαξειδίου” :

Κωνσταντίνος Σάθας (1842 – 1914)

“Ο αρματωλός Νίκος Μαραβέλης, βαριά τραυματισμένος κατά τη διάρκεια μιας συμπλοκής με τους Τούρκους, απεσύρθη σ’ ένα σπήλαιο στα Σάλωνα, όπου, τελικά, ξεψύχησε από τις αγιάτρευτες πληγές του. Το σπήλαιο εκείνο ονομάστηκε “Σπηλιά του Μαραβέλη” και εν καιρώ, άρχισαν να το περιβάλλουν έντονες δεισιδαιμονικές παραδοξολογίες.

Πολλές φορές, που έτυχε να περνώ από εκεί, άκουσα τους νεαρούς αγωγιάτες να ανακράζουν:

“Νίκο Μαραβέλη
Μην τρως το μέλι!”

Ενώ στο σπήλαιο εκείνο τα σμήνη των μελισσών αποθήκευαν το ολόγλυκο μέλι τους, κανένας δεν αποκοτούσε να εισέλθει και να το πάρει, καθώς πιστευόταν ότι επιθετικά δαιμόνια φύλασσαν την είσοδο. Οι άνθρωποι υποστήριζαν πως ο ηρωικός Μαραβέλης, καθώς εξέπνεε, υπερφυσικά δαιμόνια κατέλαβαν την ψυχή του και συγχρόνως, μετατράπηκε σε απέθαντο, αφού παρέμεινε άταφος και αλειτούργητος”.

Σάλωνα, γκραβούρα εποχής

Εν γένει, οι βρυκόλακες θεωρούνταν σκληρότατοι, κακουργότατοι και αιμοδιψείς. Συχνά, τους περιέγραφαν με κατάμαυρο, σχεδόν καψαλισμένο σώμα και τρομακτικά αγριεμένο πρόσωπο, που προκαλούσε φρενήρη πανικό, αποστροφή και επαναλαμβανόμενους εφιάλτες.

(Το άρθρο, όπως δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΙΛΙΣΣΟΣ”, στις 15/03/1870)

          Β.  Οι Βρυκόλακες στην Ελλάδα τον 17ο, 18ο  και 19ο αιώνα.

Η εκστρατεία των καθολικών στην Ελλάδα για τον προσηλυτισμό των πιστών της ανατολικής Εκκλησίας συστηματοποιείται στις αρχές του 17ου αιώνα.
Ο πάπας Παύλος Ε’ οργανώνει την εγκατάσταση ιεραποστόλων στις Κυκλάδες το 1613.

Το 1642 οι καθολικοί κατόρθωσαν να εγκατασταθούν στην Σαντορίνη. Ο Γάλλος ιερωμένος Francois Richard ήταν ένας από τους πρωτοπόρους της εκστρατείας προσηλυτισμού στο αιγαίο.
Έζησε πολλά χρόνια στην Σαντορίνη.

Ολόκληρο κεφάλαιο του χρονικού του Richard αναφέρεται στις δοξασίες περί βρυκολάκων. Έχει τίτλο «Οι ψευδοαναστημένοι που οι έλληνες ονομάζουν βρυκολάκους».
Περιγράφει τρομακτικά περιστατικά ομαδικών παρακρούσεων των κατοίκων της Σαντορίνης. Πεθαμένοι που ξαναγυρίζουν στη ζωή και εξοντώνουν τη νύχτα τους νησιώτες, φρικαλέες σκηνές εκταφής «βρυκολακιασμένων», τελετές εξορκισμών από τους ιερείς πάνω στα πτώματα μέσα στους ναούς, ανατριχιαστικοί ανασκολοπισμοί των άλιωτων πτωμάτων με τσεκούρι και σκαπάνες.
Αυτόπτης μάρτυρας των σκήνων αυτών ο Ιησουίτης ιεραπόστολος δεν αμφισβητεί διόλου την εμφάνιση των βρυκολάκων και την κακοποιό δράση τους:

Κάθε τόσο οι έλληνες παπάδες, αφού προηγουμένως πάρουν άδεια του μητροπολίτη, πηγαίνουν στο νεκροταφείο, διαβάζουν μερικές ευχές και ύστερα ξεθάβουν το νεκρό
που υποπτεύονται πως έχει βρυκολακιάσει. Κι αν βρουν το πτώμα ολόκληρο, φρέσκο και ματωμένο, είναι βέβαιοι πως ο νεκρός έγινε όργανο του σατανά.
Αρχίζουν τότε τους εξορκισμούς και δεν σταματούν αν δεν δουν σημάδια που να φανερώνουν πως έφυγε το δαιμόνιο, όταν δηλαδή αρχίσει η αποσύνθεση του πτώματος.

Αυτό έγινε πριν από λίγα χρόνια. Το πτώμα ενός κοριτσιού (Καλλίστη το όνομά του) βρέθηκε άλιωτο.
Το έφεραν στην εκκλησία κι ο έλληνας παππάς κατέφυγε στους εξορκισμούς. Και πραγματικά σε λίγο άρχισε η αποσύνθεση του πτώματος κατά τρομακτικό τρόπο,
έτσι που κάνεις δεν μπορούσε να μείνει στο ναό από τη δυσοσμία. Το έθαψαν λοιπόν, και δεν ξαναφάνηκε ο βρυκόλακας πια.

Ωστόσο, μερικές φορές, οι εξορκισμοί των ελλήνων ιερέων δεν φέρνουν κανένα αποτέλεσμα, είτε γιατί οι ίδιοι οι ιερείς δεν έχουν μεγάλη πίστη είτε γιατί το δαιμόνιο αντιστέκεται
και δεν εννοεί να εγκαταλείψει τη λεία του. Τότε ξεριζώνουν την καρδιά του πεθαμένου, τη λιανίζουν με το τσεκούρι και ύστερα καίνε ολόκληρο το νεκρό, ακριβώς όπως γίνεται
στη Γαλλία με τους μάγους και τις μάγισσες, ύστερα από απόφαση της δικαιοσύνης.

Τελευταία που πήγα στην Αστυπάλαια έκαψαν πέντε πτώματα. Τα τρία ήταν ανδρών παντρεμένων, το τέταρτο ενός Έλληνα παππά και το πέμπτο ενός κοριτσιού. Το ίδιο έγινε και στη Νιό. Η γυναίκα ενός πεθαμένου ήρθε και μου εξομολογήθηκε πως είδε τον άντρα της ατόφιο, πενήντα μέρες ύστερα από την κηδεία του. Μ’ όλο που τον είχαν ξεθάψει και τον είχαν ενταφιάσει
σε άλλο σημείο και είχαν γίνει όλοι οι καθιερωμένοι εξορκισμοί, εκείνος ξαναγύρισε και βασάνιζε τον κόσμο, σκότωσε μάλιστα και τέσσερις ή πέντε ανθρώπους.
Τότε τον ξέθαψαν για δεύτερη φορά και τον έκαψαν σε επίσημη δημόσια τελετή.

Πριν δυο χρόνια, για την ίδια αιτία, έκαψαν άλλα δυο πτώματα στη Σίφνο. Και δεν περνάει χρόνος που να μην γίνει λόγος γι’ αυτούς τους ψευδοαναστημενους.

Αλλά εκείνο που αναστάτωσε περισσότερο την Σαντορίνη ήταν η προσήλωση ενός βρυκόλακα στη χήρα του. Λεγόταν Αλέξανδρος, ήταν παπουτσής και κατοικούσε στον Πύργο.
Ύστερα από το θάνατό του παρουσιάστηκε στη γυναίκα του, όπως ακριβώς ήταν και στη ζωή. Ερχόταν στο σπίτι και δούλευε, μερεμέτιζε τα παπούτσια των παιδιών,
έβγαζε νερό από τη στέρνα. Και πολλές φόρες τον έβλεπαν να κόβει ξύλα για τη φαμίλια του.
Ύστερα από λίγο καιρό ο κόσμος τρομοκρατημένος τον ξέθαψε, τον έκαψε και μαζί με τον καπνό εξαφανίστηκε και η εξουσία του σατανά.

Έμαθα από ένα αξιόπιστο πρόσωπο πως στην Αμοργό, αυτοί οι βρυκόλακες έχουν τόσο αποχαλινωθεί που δεν τρέχουν μονάχα εδώ κι εκεί τις νύχτες, αλλά παρουσιάζονται και μέρα μεσημέρι,
πολλές φορές πέντε μαζί στα χωράφια και μαζεύουν φάβα. Ήθελα να έλθουν εδώ μερικοί από τους δικούς μας τους άθεους της Γαλλίας, όχι για να ακούσουν αλλά να δουν με τα μάτια τους
στο φως της ημέρας και να βεβαιωθούν ποσό άδικο έχουν που πιστεύουν ότι σαν πεθαίνει ο άνθρωπος όλα πεθαίνουν μαζί του*.

*(Υπάρχει άραγε μια πανάρχαια παράδοση στις δεισιδαιμονίες που κυριαρχούσαν στις Κυκλάδες κατά το μεσαίωνα και στους νεώτερους χρόνους; Οι αρχαιολόγοι που μελέτησαν τα ευρήματα στα νεκροταφεία του πρωτοκυκλαδικού λεγόμενου πολιτισμού, στη Σύρο, στη Νάξο, στην Αμοργό (3.000 π.χ. περίπου) παρατήρησαν με έκπληξη ότι οι νεκροί θάβονταν σε στενόχωρους τετραγωνικούς τάφους , διπλωμένοι στα δύο, έτσι που τα γόνατα να φθάνουν στο πρόσωπο. Μπορεί και να δένονταν πριν ακόμα ξεψυχήσουν. Και οι τάφοι καλύπτονταν από όλες τις πλευρές με βαριές πλάκες, κλείνονταν οι νεκροί ασφυκτικά στο κιβούρι τους για να μην μπορέσουν ίσως να ξαναβγούν στον επάνω κόσμο και βασανίσουν τους ζωντανούς, για να μην βρυκολακιάσουν ίσως).

Ιδού όμως και μια άλλη απόδειξη:

Ο ηγούμενος του περίφημου μοναστηριού της Αμοργού, μου διηγήθηκε ότι ένας έμπορος από την Πάτμο πηγαίνοντας στην ανατολή για εμπόριο,
αντί να κερδίσει χρήματα έχασε τη ζωή του. Μαθαίνοντας η γυναίκα του το θάνατό του, έστειλε ένα καΐκι για να φέρουν τον νεκρό στην πατρίδα του και να τον θάψουν κατά πως ταιριάζει σε χριστιανό.

Έβαλαν λοιπόν το πτώμα σε μια κασέλα, τη φόρτωσαν στο καΐκι και ξεκίνησαν για το νησί. Ένας από τους ναυτικούς κάθισε επάνω στη κασέλα. Ξαφνικά νιώθει κάτι να κουνιέται μέσα.
Το λέει στους συντρόφους του. Αποφασίζουν τότε να την ξεκαρφώσουν για να δουν σε ποια κατάσταση βρισκόταν ο νεκρός. Ανοίγουν και τι να δουν. Ο πεθαμένος έδειχνε σαν να ήταν ολοζώντανος.
Καταλαβαίνετε τώρα τον τρόμο των θαλασσινών. Αλλά τι να κάνουν, είχαν την υποχρέωση. Ξανακάρφωσαν την νεκρόκασα, έφτασαν στο νησί και την παρέδωσαν στη χήρα χωρίς να πουν λέξη για ότι είδαν στο καΐκι.

Αλλά λίγες μέρες μετά την κηδεία ο πεθαμένος σκόρπισε τη φρίκη και το θάνατο στο νησί. Έμπαινε τις νύχτες στα σπίτια ουρλιάζοντας και χτυπώντας. Δεκαπέντε άνθρωποι άλλοι από τα χτυπήματα, άλλοι από την τρομάρα τους πήγαν στον άλλο κόσμο.

Οι ιερείς και οι καλόγεροι του τόπου έκαναν ότι μπορούσαν για να σταματήσουν αυτή την τραγωδία. Ωστόσο οι εξορκισμοί και οι δεήσεις δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα. Αποφασίζουν λοιπόν, να διώξουν το νεκρό από το νησί και να τον μεταφέρουν στον τόπο του θανάτου του, στη μικρά Ασία. Τον φόρτωσαν στο καΐκι αλλά οι ναυτικοί δεν τον πέρασαν αντίπερα, στο πρώτο ερημονήσι που βρήκαν άναψαν φωτιά και τον έκαψαν. Κι από τότε ο βρυκάλακας δεν ξαναφάνηκε.

Ο ηγούμενος προσπαθούσε να με πείσει ότι αυτές οι εμφανίσεις των βρυκολάκων αποδείχνουν πόσο ορθή είναι η πίστη της ελληνικής εκκλησιάς. Μου λέει:
Είδατε κανένα τούρκο ή κανένα Λατίνο να μεταμορφώνεται έτσι μετά το θάνατό του;
Τα αντίθετο συμβαίνει του απαντώ.
Το ότι μπαίνει ο σατανάς στους πεθαμένους σας και τους κάνει να βρυκολακιάζουν δείχνει ότι η ελληνική πίστη είναι καταδικασμένη από τον θεό. Όσο για τους τούρκους και τους Λατίνους που τάχα δεν γίνονταν βρυκόλακες τα πράγματα είναι διαφορετικά. Όπως προκύπτει από την ιστορία των αράβων, αυτά τα φαινόμενα ήταν συνηθισμένα στην έρημο.

Έπειτα του θύμισα κάτι που είχε συμβεί στη Σαντορίνη με τον Μαμούρη, ένα Λατίνο κληρικό που τούρκεψε. Με απαίτηση όλου του λαού κρεμάστηκε στην αντένα του ανεμόμυλου. Ε λοιπόν, μ’ όλο που ήταν τούρκος, βρυκολάκιασε και καταβασάνισε τον κόσμο μετά το θάνατό του, ώσπου τον έκαψαν και ησύχασε το νησί.

Πρέπει να προσθέσω ότι υπάρχουν κι άλλοι πεθαμένοι στα ελληνικά νεκροταφεία που τα πτώματά τους μένουν άλιωτα δεκαπέντε και είκοσι χρόνια μετά τον ενταφιασμό τους. Και τους βρίσκουν φουσκωμένους σαν μπαλόνια. Κι αν τους χτυπήσεις ηχούν όπως τα τύμπανα. Αυτόν τον πεθαμένο τον λένε «ντούπι». Το πώς γίνεται αυτό δεν είναι της στιγμής. Το μόνο που μπορώ να βεβαιώσω είναι ότι οι Έλληνες πιστεύουν πως οι άλιωτοι είναι αφορισμένοι.

Είναι γνωστό ότι οι έλληνες ιερείς και μητροπολίτες όταν αφορίζουν κάποιον προσθέτουν στο τέλος την κατάρα: «Και μετά θάνατον άλυτος και τυμπανιαίος».
Γι’ αυτό ακριβώς, ο λαός που βλέπει συχνά άλιωτους νεκρούς, τρέμει όταν ακούει ένα απλό παπά να εκτοξεύει τον αφορισμό του σαν να είναι πατριάρχης.

Ο Richard παραθέτει στο χρονικό του και ένα κείμενο αυθεντικό, σχετικά με τα χαρακτηριστικά των βρυκολάκων και τις αιτίες που προκαλούσε το βρυκολάκιασμα.
Το αντέγραψε από παλιό χειρόγραφο που βρήκε στο ναό της Αγίας Σοφίας της Θεσσαλονίκης.

Όποιος έχει κατάραν, κρατούσιν μόνον τα έμπροσθεν του σώματός του.
Εκείνος όπου έχει ανάθεμα, φαίνεται κίτρινος και ζαρωμένα τα δάχτυλά του.
Εκείνος όπου φαίνεται άσπρος είναι αφορισμένος παρά των Θείων Νόμων.
Εκείνος όπου φαίνεται μαύρος είναι αφορισμένος υπό αρχιερέως.

Περί βρυκολάκων γράφει και ο Γάλλος περιηγητής Thevenot που ταξίδεψε στο Αιγαίο το 1655. Στη Χίο διάβασε ένα υπόμνημα με πληροφορίες για τα χωριά του νησιού και τις δεισιδαιμονίες των κατοίκων: «Οι κάτοικοι αυτού του τόπου πιστεύουν ότι το πτώμα που δεν θα λιώσει σε σαράντα μέρες γίνεται βρυκόλακας». Ο Συγγραφέας του υπομνήματος σημειώνει ότι περνώντας από εκεί τον Απρίλη του 1637 βρήκε ένα παππά να διαβάζει ευχή πάνω σε ένα πτώμα που ενώ ήταν θαμμένο πενήντα μέρες δεν έδειχνε διόλου αποσύνθεση. Μονάχα ένας σκώληκας έβγαινε από το μάτι του πεθαμένου. Είναι η πανουργία του σατανά, είπε ο παππάς που θέλει να μας ξεγελάσει για να πιστέψουμε ότι το σώμα έχει σαπίσει. Όπως εξήγησε ο παππάς, το σώμα ή μάλλον το πνεύμα του γύριζε τις νύχτες στο χωριό, χτυπούσε τις πόρτες και καλούσε τους ανθρώπους με το όνομά τους, κι όσοι απαντούσαν πέθαιναν σε δύο ή τρεις ήμερες).

Πληροφορίες για την Σαντορίνη του ΙΖ’ αιώνα ανευρίσκονται και στην ιστορία των φράγκικων δουκάτων του Αιγαίου του Sauger που κυκλοφόρησε στο Παρίσι το 1699:

Το λιμάνι της Σαντορίνης είναι άπατο ακόμα και ένα βήμα από την ακτή. Άβυσσος που είναι αδύνατο να βυθομετρηθεί. Σε αυτό το νησί συμβαίνει κάτι ασύλληπτο για μένα, μα που φαίνεται εκεί συνηθισμένο. Μερικοί από τους πεθαμένους ξαναγυρίζουν στα σπίτια τους λίγες μέρες ύστερα από την ταφή τους. Και κανείς δεν ξέρει τι είναι αυτό που τους ξαναζωντανεύει. Οι Σαντορινιοί τους λένε «βρυκόλακες».

Σκότωσαν ένα χωριάτη Μυκονιάτη, από φυσικού του δύστροπο και φιλόνικο. Κανείς δεν ήξερε πως και γιατί. Δύο μέρες μετά τον ενταφιασμό του διαδόθηκε ότι τον είδαν να περπατάει τη νύχτα με βαριά βήματα, να μπαίνει στα σπίτια, να αναποδογυρίζει τα έπιπλα, να σβήνει τα λυχνάρια, να αγκαλιάζει ξαφνικά τους ανθρώπους και γενικά να κάνει χίλιες δυο κατεργαριές. Στην αρχή γέλασαν όλοι. Μα όταν άρχισαν να παραπονούνται και σοβαροί άνθρωποι η υπόθεση πήρε διαστάσεις.

Οι παππάδες έκανα εξορκισμούς. Τίποτα, ο Μυκονιάτης συνέχιζε αδιόρθωτος τις πανουργίες του. Τη δέκατη μέρα έγινε λειτουργία για να εκδιωχθεί ο δαίμονας. Αποφασίστηκε να ξεθάψουν το κουφάρι και να του ξεριζώσουν την καρδιά μέσα στην εκκλησία.

Ο χασάπης της Μυκόνου, γέρος και αδέξιος, αντί να ανοίξει το στέρνο, άνοιξε την κοιλιά. Έψαξε, έψαξε αλλά δεν εύρισκε αυτό που ζητούσε. Κάποιος του είπε να ανοίξει το διάφραγμα. Έτσι έβγαλα την καρδιά.
Για να καλυφθεί η μπόχα του πτώματος έκαιγαν λιβάνια. Αλλά το θύμιαμα, καθώς ανακατευόταν με τις αναθυμιάσεις του κουφαριού προκαλούσε φοβερότερη μπόχα.

Οι φτωχοί άνθρωποι τρελάθηκαν. Πάθαιναν παραισθήσεις, έβλεπαν εφιαλτικά οράματα. Φώναζαν πως από το ανοιγμένο κουφάρι έβγαινε πηχτός καπνός.
Που να τολμήσουμε να τους πούμε πως ήταν από το λιβάνι.

Μέσα στην εκκλησία αντηχούσε μονάχα η κραυγή «ΒΡΥΚΟΛΑΚΑΣ!!!» «ΒΡΥΚΟΛΑΚΑΣ!!!», Από το θόρυβο θαρρούσες πως θα γκρεμισθεί ο θόλος του ναού.
Ο χασάπης έβανε όρκο πως το πτώμα ήταν ολόζεστο. Μερικοί έλεγαν πως το αίμα ήταν κατακόκκινο.

Το φοβερό νέο απλώθηκε από σοκάκι σε σοκάκι σε όλη την πολιτεία. Και σε λίγο όρμησαν στην εκκλησία ένα πλήθος νησιώτες που βεβαίωναν πως όταν έφεραν το πτώμα από τα χωράφια ήταν ακόμα ζεστό. Σίγουρα λοιπόν είχε βρυκολακιάσει.

Βρισκόμουν πλάι στο κουφάρι για να βλέπω καλύτερα. Παραλίγο να λιποθυμήσω από την δυσωδία. Αλλά οι ζαλισμένοι νησιώτες ξέφρενοι από την τρομάρα, νόμιζαν πως είχε ακόμα ζωή. Ζήτησαν τη γνώμη μου και τους είπα ότι είναι 100 τοις εκατό πεθαμένος. Τους εξήγησα ήρεμα όλα τα περίεργα φαινόμενα και τις παραισθήσεις. Ποιος να με ακούσει;

Πήραν την καρδιά στην ακρογιαλιά και την έκαψαν. Με όλα αυτά ο βρυκόλακας δεν εννοούσε να ησυχάσει. Έγινε περισσότερο επιθετικός . Άνοιγε πόρτες και δωμάτια, ξυλοκοπούσε ανθρώπους τη νύχτα, έσπαζε παράθυρα, έσκιζε φορέματα, άδειαζε τις κυψέλες των μελισσιών και τα κρασοβάρελα. Μονάχα στο σπίτι του προξένου όπου είχαμε εγκατασταθεί δεν τόλμησε να τρυπώσει.

Όλο το νησί είχε υποστεί ομαδική παράκρουση. Ακόμα και οι έξυπνοι και οι μορφωμένοι είχαν παρασυρθεί. Ήταν μια αρρώστια του εγκεφάλου, επικίνδυνη όπως η μανία ή η λύσσα.
Οικογένειες εγκατέλειπαν τα σπίτια τους και έστηναν τα κρεβάτια τους καταμεσής στην πλατεία για να περάσουν τη νύχτα τους.
Δεν υπήρχε άνθρωπος που να μην είχε διαπιστώσει την παρουσία του βρυκόλακα. Όλη τη νύχτα άκουγες θρήνους. Πολλοί βγήκαν οικογενειακώς στα χωράφια.

Κάποιος είπε πως το κακό οφείλεται σε μια παράλειψη κατά την τελετή του εξορκισμού. Η λειτουργία έπρεπε να γίνει μετά την αφαίρεση της καρδιάς. Έτσι ξαναβρεθήκαμε στην αναστάτωση της πρώτης μέρας.
Γενική σύναξη πρωί και βράδυ, λιτανείες τρεις ημέρες και τρεις νύχτες. Οι παππάδες υποχρεωθήκαν να νηστέψουν αυστηρά. Τους έβλεπες να τρέχουν από σπίτι σε σπίτι με την αγιαστούρα στο χέρι.

Είπαμε στους προεστούς να στήσουν ενέδρες τη νύχτα και να παρατηρούν τι συμβαίνει στην πολιτεία. Έτσι έπιασαν μερικούς βαγαπόντηδες που είχαν προκαλέσει όλη την αναστάτωση.
Δεν ήταν βεβαία οι πρώτοι δράστες και τους άφησαν ελεύθερους. Για να αναπληρώσουν τη νηστεία της φυλακής άρχισαν να αδειάζουν τη νύχτα τα σπίτια των κατοίκων που είχαν εγκαταλείψει το βιος τους.
Έτσι ξανάρχισαν οι λιτανείες.

Μια μέρα, αφού κάρφωσαν κι εγώ δεν ξέρω ποσά γυμνά σπαθιά επάνω στο μνήμα του βρυκόλακα (ξέθαφταν το πτώμα τρεις ή τέσσερις φορές την ημέρα ανάλογα με τις εμπνεύσεις του καθενός) Ένας Αρβανίτης που βρέθηκε στη Μύκονο είπε με ύφος μεγάλου σοφού ότι είναι γελοίο να καρφώνουν τον βρυκόλακα με σπαθιά χριστιανικά.

Δεν βλέπετε χαζοί, ότι η λαβή αυτών των σπαθιών έχει το σχήμα του σταυρού κι εμποδίζει τον σατανά να βγει από το κουφάρι; Χρειάζονται τουρκικά σπαθιά. Αλλά και η συνταγή του Αρβανίτη δεν ωφέλησε.
Ο βρυκόλακας φαινόταν άτρωτος. Δεν ήξεραν πια σε ποιον άγιο να προσευχηθούν.
Ξαφνικά μια φωνή υψώθηκε από όλη την πόλη: πρέπει να κάψουμε ολόκληρο τον βρυκόλακα. Ξέθαψαν πάλι το κουφάρι και το κουβάλησαν στην πούντα του Άη Γιώργη, άναψαν δυνατή πυρά με πίσσα
(όχι ξύλο, από φόβο μήπως ο βρυκόλακας σβήσει την φωτιά) και το αποτέφρωσαν. Ο διάβολος είχε παγιδευτεί και εξοντώθηκε.
Ήταν καιρός. Γιατί οι περισσότερες οικογένειες ετοιμάζονταν να μεταναστεύσουν στην Τήνο ή τη Σύρο.
Οι λαϊκές δεισιδαιμονίες για τα βρυκολακιάσματα ταλάνισαν τον τόπο μας και κατά τους σκοτεινούς αιώνες της εθνικής δουλείας.
Περιστατικά ομαδικών ψυχώσεων αναφέρονται κατά τη διάρκεια του εικοσιένα, κατά την περίοδο που ακολούθησε την εθνική αποκατάσταση, ακόμα και κατά τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας.
Οι δεισιδαιμονίες έπαιρναν διαστάσεις λαϊκού πανικού και αλλοφροσύνης, όπως ύστερα από τις επιδημίες που προκαλούσαν θανατικό.
Το 1823 η Νάξος είχε αποδεκατιστεί από την ευλογιά. Τότες ακριβώς άρχισαν στο νησί τα ομαδικά βρυκολακιάσματα των πεθαμένων.
Κάτι ανήκουστο έγινε το 1893 στο χωριό Βουρκωτή της Άνδρου.
Η γυναίκα ενός χωρικού υπέφερε από επιλόχειο πυρετό. Ο σύζυγος, επειδή πριν λίγες πέθανε η μητέρα του, πίστεψε πως βρυκολάκιασε και βασάνιζε τη νύφη της.
«Το επίμονον της συζύγου του πάθος απέδωκεν ο σύζυγος εις την πρότινων ημερών θανούσαν μητέρα του ητις κατά την κρίσιν του, επειδή ζώσα δεν ηυτύχησε να ιδή εγγονόν, ηδη νύκτωρ επεφοίτα επί της κλίνης της ασθενούς και τεκούσης νύμφης της και παρενώχλει αυτήν. Και ο αλιτήριος, χωρίς να διστάσει, εξέθαψε το πτώμα της ιδίας μητρός και, φρικτόν ειπείν, διαμέλισεν αυτό εις τεμάχια, ατινα εδώ κι εκεί κατέρριψε».
Απήχηση των λαϊκών δεισιδαιμονιών για τους βρυκόλακες αποτελεί και το διήγημα του Σκιαθίτη πεζογράφου Αλέξανδρου Μωραϊτίδη «Η Κουκίτσα»
-Και μια βραδιά, την ώρα όπου ανάπτουν τα φώτα, ολίγας εβδομάδας μετά τον θάνατον της Κουκίτσας, διεδόθη εις το χωρίον; Βρυκολάκιασε η Κουκκίτσα……

Ο «Βρυκόλακας» του Αρ. Βαλαωρίτη

-«Πες μου τι στέκεσαι Θανάση, ορθός,
βουβός σα λείψανο, στα μάτια μπρος;
Γιατί Θανάση μου, βγαίνεις το βράδυ;
Ύπνος για σένανε δεν είν’ στον ‘Αδη;

Τώρα περάσανε χρόνοι πολλοί…
Βαθιά σε ρίξανε μέσα στη γη…
Φεύγα, σπλαχνίσου με. Θα κοιμηθώ.
‘Ασε με ήσυχη ν’ αναπαυθώ.

Το κρίμα που ‘καμες με συνεπήρε.
Βλέπεις πως έγινα; Θανάση σύρε.
Όλοι με φεύγουνε, κανείς δε δίνει,
στην έρμη χήρα σου, ελεημοσύνη.

Στάσου μακρύτερα… Γιατί με σκιάζεις;
Θανάση τι έκαμα και με τρομάζεις;
Πως είσαι πράσινος; Μυρίζεις χώμα…
Πες μου… δεν έλυωσες, Θανάση, ακόμα;

Λίγο συμάζωξε το σάβανό σου…
Σκουλήκια βόσκουνε στο πρόσωπό σου.
Θεοκατάρατε, για δες… πετάνε
κι έρχονται πάνω μου για να με φάνε.

Πες μου πουθ’ έρχεσαι με τέτοια αντάρα;
Ακούς τι γίνεται; Είναι λαχτάρα.
Μες απ’ το μνήμα σου γιατί να βγεις;
Πες μου πουθ’ έρχεσαι; Τι ‘λθες να δεις»;

Ε’

-«Μέσα στου τάφου μου τη σκοτεινιά
κλεισμένος ήμουνα, τέτοια νυχτιά
κι εκεί οπού ‘στεκα σαβανωμένος,
βαθιά στο μνήμα μου συμαζωμένος,

έξαφνα πάνω μου, μια κουκουβάγια
ακούω που φώναξε: -Θ α ν ά σ η Β ά γ ι α
σήκω και πλάκωσαν χίλιοι νεκροί
και θα σε πάρουνε να πάτε κει-.

Τα λόγια τ’ άκουσα και τ’ όνομά μου.
Σκάνε και τρίβονται τα κόκαλά μου.
Κρύβομαι, χώνομαι όσο μπορώ
βαθιά στο λάκο μου, να μη τους δω.

-Έβγα και πρόβαλε Θανάση Βάγια,
έλα να τρέξωμε πέρα στα πλάγια.
Έβγα μη σκιάζεσαι, δεν είναι λύκοι.
Το δρόμο δείξε μας για το Γαρδίκι-.

Έτσι φωνάζοντας σα λυσσασμένοι
πέφτουν επάνω μου οι πεθαμένοι.
Και με τα νύχια τους και με το στόμα
πετάνε, σκάφτουνε το μαύρο χώμα.

Και σα με βρήκανε όλοι με μια
έξω απ’ του τάφου μου την ερημιά,
γελώντας, σκούζοντας, άγρια με σέρνουν
κι εκεί που είπανε με συνεπαίρνουν.

Πετάμε, τρέχομε, φυσομανάει,
το πέρασμά μας κόσμο χαλάει.
Το μαύρο σύγνεφο, όθε διαβεί,
οι βράχοι τρέμουνε, ανάφτ’ η γη.

Φουσκώνει ο άνεμος τα σάβανά μας
σα ν’ αρμενίζουμε με τα πανιά μας.
Πέφτουν στο δρόμο μας και ξεκολάνε
τα κούφια κόκαλα, στη γη σκορπάνε.

Εμπρός μας έσερνε η κουκουβάγια
πάντα φωνάζοντας: -Θ α ν ά σ η Β ά γ ι α-.
Έτσι εφτάσαμε σ’ εκειά τα μέρη,
που τόσους έσφαξα μ’ αυτό το χέρι.

Ω τι μαρτύρια! Ω τι τρομάρες!
Πόσες μου ρίξανε σκληρές κατάρες!
Μου ‘δωκαν κι έπια αίμα πηγμένο.
Για δες το στόμα μου, το ‘χω βαμένο.

Κι ενώ με σέρνουνε και με πατούνε
κάποιος εφώναξε… στέκουν κι ακούνε.
-Καλώς σε βρήκαμε Βιζίρη Αλή-.
Εδώθε μπαίνουνε μες την αυλή.

Πέφτουν επάνω του οι πεθαμένοι.
Με παρατήσανε… Κανείς δε μένει.
Κρυφά τους έφυγα και τρέχω ‘δω,
με σε γυναίκα μου να κοιμηθώ».

ΣΤ’

-«Θανάση σ’ άκουσα, τραβήξου τώρα.
Μέσα στο μνήμα σου να πας είν’ ώρα».

-«Μέσα στο μνήμα μου για συντροφιά,
θέλω απ’ το στόμα σου τρία φιλιά».

-«Όταν σου ρίξανε λάδι και χώμα
ήλθα, σε φίλησα κρυφά στο στόμα».

-«Τώρα περάσανε χρόνοι πολλοί…
Μου πήρ’ η κόλαση κειό το φιλί».

-«Φέυγα και σκιάζομαι τ’ άγρια σου μάτια.
Το σάπιο κρέας σου, πέφτει κομάτια.
Τραβήξου, κρύψε τα, κείνα τα χέρια.
Απ την αχάμνια τους λες κι είν’ μαχαίρια».

-«Έλα γυναίκα μου, δεν είμαι ‘γω
κείνος π’ αγάπησες, ένα καιρό;
Μη με σιχαίνεσαι, είμ’ ο Θανάσης».
-«Φεύγ’ απ’ τα μάτια μου, θα με κολάσεις».

Ρίχνεται πάνω της και τήνε πιάνει,
μέσα στο στόμα της τα χείλη βάνει.
Στα έρμα στήθια της τα ρούχ’ αρχίζει,
που τη σκεπάζουνε, να τα ξεσχίζει.

Τήνε ξεγύμνωσε… το χέρι απλώνει…
Μέσα στο κόρφο της άγρια το χώνει…

Μένει σα μάρμαρο. Κρύος σα φίδι
τρίζει απ’ το φόβο του, στο κατακλείδι.
Σα λύκος ρυάζεται, τρέμει σα φύλλο…
Στα δάχτυλα έπιασε το Τίμιο Ξύλο.

Τη μαύρη γλύτωσε, το φυλαχτό της,
καπνός, εσβήστηκεν απ’ το πλευρό της.
Τότε ακούστηκε κι η κουκουβάγια
έξω, που φώναζε: -Θ α ν ά σ η Β ά γ ι α-!

Του νεκρού αδελφού

Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη,
την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένη,
την είχες δώδεκα χρονώ κι ήλιος δε σου την είδε!
Στα σκοτεινά την έλουζε, στ’ άφεγγα τη χτενίζει,
στ’ άστρι και τον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της.
Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα,
να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα.
Οι οχτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωσταντίνος θέλει.
«Μάνα μου, κι ας τη δώσομε την Αρετή στα ξένα,
στα ξένα κει που περπατώ, στα ξένα που πηγαίνω,
αν πάμ’ εμείς στην ξενιτιά, ξένοι να μην περνούμε.
– Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, μ’ άσκημα απιλογήθης.
Κι α μόρτει, γιε μου, θάνατος, κι α μόρτει, γιε μου, αρρώστια,
κι αν τύχει πίκρα γή χαρά, ποιος πάει να μου τη φέρει;
– Βάλλω τον ουρανό κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει κι έρτει θάνατος, αν τύχει κι έρτει αρρώστια,
αν τύχει πίκρα γή χαρά, εγώ να σου τη φέρω».

Και σαν την επαντρέψανε την Αρετή στα ξένα,
κι εμπήκε χρόνος δίσεχτος και μήνες οργισμένοι
κι έπεσε το θανατικό, κι οι εννιά αδερφοί πεθάναν,
βρέθηκε η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο.
Σ’ όλα τα μνήματα έκλαιγε, σ’ όλα μοιρολογιόταν,
στου Κωσταντίνου το μνημειό ανέσπα τα μαλλιά της.
«Ανάθεμά σε, Κωσταντή, και μυριανάθεμά σε,
οπού μου την εξόριζες την Αρετή στα ξένα!
το τάξιμο που μου ‘ταξες, πότε θα μου το κάμεις;
Τον ουρανό ‘βαλες κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει πίκρα γή χαρά, να πας να μου τη φέρεις».
Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα,
η γης αναταράχτηκε κι ο Κωσταντής εβγήκε.
Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ’ άστρο χαλινάρι,
και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει.

Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του.
Βρίσκει την κι εχτενίζουνταν όξου στο φεγγαράκι.
Από μακριά τη χαιρετά κι από κοντά της λέγει:
«Άιντε, αδερφή, να φύγομε, στη μάνα μας να πάμε.
– Αλίμονο, αδερφάκι μου, και τι είναι τούτη η ώρα;
Αν ίσως κι είναι για χαρά, να στολιστώ και να ‘ρθω,
κι αν είναι πίκρα, πες μου το, να βάλω μαύρα να ‘ρθω.
– Έλα, Αρετή, στο σπίτι μας, κι ας είσαι όπως και αν είσαι».
– Κοντολυγίζει τ’ άλογο και πίσω την καθίζει.

Στη στράτα που διαβαίνανε πουλάκια κιλαηδούσαν,
δεν κιλαηδούσαν σαν πουλιά, μήτε σαν χελιδόνια,
μόν’ κιλαηδούσαν κι έλεγαν ανθρωπινή ομιλία:
«Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνει ο πεθαμένος!
– Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
– Πουλάκια είναι κι ας κιλαηδούν, πουλάκια είναι κι ας λένε».
Και παρεκεί που πάγαιναν κι άλλα πουλιά τούς λένε:
«Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παράξενο μεγάλο,
να περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους!
– Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
πως περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους.
– Απρίλης είναι και λαλούν και Μάης και φωλεύουν.
– Φοβούμαι σ’, αδερφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις.
– Εχτές βραδίς επήγαμε πέρα στον Αί-Γιάννη,
κι εθύμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι».
Και παρεμπρός που πήγανε, κι άλλα πουλιά τούς λένε:
«Για ιδές θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο,
τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει ο πεθαμένος!»
Τ’ άκουσε πάλι η Αρετή κι εράγισε η καρδιά της.
«Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια;
– Άφησ’, Αρέτω, τα πουλιά κι ό,τι κι α θέλ’ ας λέγουν.
– Πες μου, πού είναι τα κάλλη σου, και πού είν’ η λεβεντιά σου,
και τα ξανθά σου τα μαλλιά και τ’ όμορφο μουστάκι;
– Έχω καιρό π’ αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου».

Αυτού σιμά, αυτού κοντά στην εκκλησιά πρoφτάνoυν.
Βαριά χτυπά τ’ αλόγου του κι απ’ εμπροστά της χάθη.
Κι ακούει την πλάκα και βροντά, το χώμα και βοΐζει.
Κινάει και πάει η Αρετή στο σπίτι μοναχή της.
Βλέπει τους κήπους της γυμνούς, τα δέντρα μαραμένα
βλέπει το μπάλσαμο ξερό, το καρυοφύλλι μαύρο,
βλέπει μπροστά στην πόρτα της χορτάρια φυτρωμένα.
Βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα,
και τα σπιτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα.
Κτυπά την πόρτα δυνατά, τα παραθύρια τρίζουν.
«Αν είσαι φίλος διάβαινε, κι αν είσαι εχτρός μου φύγε,
κι αν είσαι ο Πικροχάροντας, άλλα παιδιά δεν έχω,
κι η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα.
– Σήκω, μανούλα μου, άνοιξε, σήκω, γλυκιά μου μάνα.
– Ποιος είν’ αυτός που μου χτυπάει και με φωνάζει μάνα;
– Άνοιξε, μάνα μου, άνοιξε κι εγώ είμαι η Αρετή σου».

Κατέβηκε, αγκαλιάστηκαν κι απέθαναν κι οι δύο.

Μέχρι τα μισά του 19ου αιώνα, δεκάδες ήταν οι μαρτυρίες
για τις εμφανίσεις βρυκολάκων στα χωριά της Ελληνικής υπαίθρου. Χωρικοί και παπάδες κυνηγού Βρυκόλακα που κρύβεται στη κουφάλα μιας βελανιδιάς. Έλεγαν οι παλαιότεροι ότι δεν υπήρχε μέρα μέσα στην χρονιά που να μην είχε ακουστεί ότι την προηγούμενη νύκτα σε κάποιο χωριό εμφανίστηκε βρυκόλακας και που οι χωρικοί τον ξεφορτώθηκαν καίγοντας τον ή κόβοντας του το κεφάλι…..

Όχι μόνο οι λαογράφοι μας Ν. Πολίτης και Δ. Καμπούρογλου, αλλά και αρκετοί ξένοι
περιηγητές στην Ελλάδα, έχουν καταγράψει πάμπολλες μαρτυρίες
για εμφανίσεις βρυκολάκων στα χωριά της Ελληνικής υπαίθρου
τουλάχιστον από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας.

Πάμπολλα δε ήταν τα ονόματα με τα οποία οι απλοί χωρικοί, εκτός του πρωταρχικού και κυρίαρχου ονόματος, ο Βρυκόλακας, με τα οποία αποκαλούσαν τους βρυκόλακες. Μερικά από αυτά ήταν: Βορδόλακας,
Ζορκόλακας, Βουρδούλακας, Βολδόλακας, Βαρβάλακας, Βουλκούλακας, Καταχανάς,
Φάντακας, Κατσικάς, Λάμπασμα, Σαρκωμένος, Ανακαθούμενος, Απέθαντος
κ.ο.κ. Ο μεγάλος αυτός δε αριθμός των ονομάτων για τους Βρυκόλακες, δείχνει και το πόσο πολύ πίστευαν οι Έλληνες χωρικοί στην ύπαρξη των βρυκολάκων.

Στην Ελληνική παράδοση ο βρυκόλακας, ο σκοτεινός αυτός δαίμονας, ο
δραπέτης του κάτω κόσμου, δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα θορυβοποιό πνεύμα που βγαίνει τις νύκτες και ενοχλεί τους ζωντανούς, διψασμένο από την ανάμνηση της ζωής που είχε κάποτε, εν αντιθέσει βέβαια με τις παραδόσεις και την
λογοτεχνία των Δυτικών λατίνων και των λαών των Βαλκανίων, όπου εκεί
ο βρυκόλακας παρουσιάζεται ως ένα αιμοβόρο τέρας που βγαίνει την
νύκτα για να ρουφήξει το αίμα των άτυχων ζωντανών που θα συναντήσει
μπροστά του…!

Γ.   ΒΡΥΚΟΛΑΚΑΣ ΣΤΗΝ ΥΠΑΤΗ ΤΟ 1850

Ο Δημήτρης Αινιάν, αγωνιστής του Εικοσιένα και βιογράφος του Καραϊσκάκη, γράφει για ένα περιστατικό σχετικό με την εμφάνιση βρυκόλακα όπως του το αφηγήθηκε ο πάρεδρος ενός χωριού παραδίπλα από τα τότε Τουρκικά εδάφη και κοντά στην Υπάτη Φθιώτιδας που συνέβηκε το 1850 [Βιβλιοθήκη του Λαού, Τόμος Α΄1852, σ.282-290].

Ο Βρυκόλακας πήγαινε στο σπίτι του και τρόμαζε την δυστυχισμένη τη γυναίκα του Πριν δυο χρόνια βρυκολάκιασε ένας συγχωριανός μας. Φαινόταν τις νύκτες φωτιά από τον τάφο του και πάρα πολλές φορές πήγαινε στο σπίτι του, έκανε κτύπους και θορύβους, ανακάτευε τα πράγματα μέσα στο σπίτι του και η δυστυχισμένη γυναίκα του, που την τρόμαζε και την κυνήγαγε γύρω από το τραπέζι, κινδύνευε να πεθάνει από τον φόβο της, γιατί κανείς από τους γειτόνους της δεν πήγαινε να την βοηθήσει.  Όταν δε νύκτωνε όλοι είμαστε αναγκασμένοι να κλείνουμε
καλά τις πόρτες και τα παράθυρα στα σπίτια μας και να τα φυλάμε καλά για να μην
έλθει και μπει ο βρικόλακας και στα δικά μας σπίτια. Τέλος πάντων αφού δεν μπορούσαμε να υποφέρουμε αυτήν την δυστυχισμένη ζωή, αποφασίσαμε να ανοίξουμε τον τάφο του πεθαμένου και βρυκολακιασμένου συγχωριανού μας. Και τι βρίσκουμε μέσα στον τάφο του; Αυτόν ολόκληρο και απείραχτο, όπως ήταν τότε που τον θάψαμε και είχε κιόλας παχύνει περισσότερο και ήταν και τροφαντός…!

Όλοι απορήσαμε όταν τον είδαμε, έτσι όπως ήταν. Τότε μας λέγει ο εφημέριός μας να φέρουμε ένα παλούκι και αφού τον έφεραν μας είπε:

«Πάρτε ένας από εσάς το παλούκι και κρατώντας τον με τα
δύο χέρια, με όλη την δύναμή του να κτυπήσει το σώμα του βρυκολιασμένου επάνω στην καρδιά ώστε το παλούκι να περάσει από την άλλη τη μεριά». Αποφασίσαμε να ανοίξουμε τον τάφο του πεθαμένου και βρυκολιασμένου συγχωριανού μας Κανείς από εμάς δεν κινήθηκε από φόβο για να πάρει το παλούκι και να κάνει αυτό που είπε ο εφημέριος.

Τότες ο εφημέριος απευθύνθηκε σε ένα δυνατό και ψηλό
νεαρό για τον οποίο υπέθεσε ότι θα είχε, λόγω σώματος και ύψους και περισσότερο
θάρρος από μας τους υπόλοιπους και του είπε:

«Μη φοβάσαι παιδί μου, γιατί είναι ντροπή ένας άνθρωπος, όπως είσαι εσύ, να φοβάσαι από έναν πεθαμένο. Έπειτα, δεν ξέρεις ότι σήμερα είναι Σάββατο, μέρα που ο βρυκόλακας δεν έχει καμιά εξουσία και δύναμη να κάνει κακό;

Ο νέος και από ντροπή αλλά και από σεβασμό στον εφημέριο, δεν τόλμησε να αρνηθεί και παίρνοντας το παλούκι, στάθηκε πάνω από το σώμα του βρυκόλακα και με όλη του την δύναμη το κάρφωσε στην καρδιά. Αλλά με φρίκη όλοι μας είδαμε ότι το παλούκι δεν μπήχτηκε στο σώμα και ο βρυκόλακας μαζεύτηκε ως να ήταν ζωντανός. Ακόμα και μέχρι σήμερα αυτό το θυμάμαι ακόμα…

Τότες το παλούκι έπεσε από τα χέρια του νεαρού συγχωριανού μας και από τη μεγάλη μας τρομάρα θα φεύγαμε όλοι αν δεν μας εμψύχωνε ο εφημέριος μας λέγοντας μας ότι ο βρυκόλακας το Σάββατο δεν μπορεί να μας κάνει κακό.

Μας διατάζει λοιπόν τότε να φέρουμε ξύλα και να ανάψουμε μια φωτιά πάνω στον βρυκόλακα. Καταφέραμε να τον κάψουμε μετά από τρεις ώρες και από τότε δεν είδαμε άλλον βρυκόλακα στο χωριό μας, εκτός από έναν που βρυκολάκιασε εχθές και το οποίον αύριο θα τον ξεθάψουμε για να τονκάψουμε και αυτόν…….

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ ΒΡΥΚΟΛΑΚΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
ΣΤΗΝ ΖΑΚΥΝΘΟ…..

Ο ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΟΣ ΚΑΙ ΝΕΩΤΕΡΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ είναι  γεμάτος από
μαρτυρίες και αναφορές για εμφανίσεις βρικολάκων. Ο Σικελός περιηγητής
Xavier Scrofani που περιόδευσε από τα μέσα του 1795 έως και στις αρχές του 1796 στο χρονικό του καταγράφει μια ιστορία για βρυκόλακα στην Ζάκυνθο:

Την νύκτα της κηδείας του εμφανίστηκε βρυκολακιασμένος στο κρεβάτι της

Μια νεαρή γυναίκα, η Ελένη Ματαράγκα, αγαπούσε ένα συγχωριανό της. Τελικά επειδή αυτός ήταν φτωχός, οι γονείς της την πάντρεψαν με έναν άλλο πλουσιότερο. Ο νεαρός επειδή έχασε την Ελένη μετά από λίγες μέρες πέθανε από την στεναχώρια του.

Την νύκτα της κηδείας του εμφανίστηκε βρυκολακιασμένος στο κρεβάτι της. Μια δυό τρεις φορές, αρκετές φορές και κάθε βράδυ. Πως να γλυτώσει από τον
βρικόλακα;

Μια  νύκτα που έλειπε ο άντρας της από το χωριό, πήρε μια τσάπα, ένα σφυρί και καρφιά, πήγε στο νεκροταφείο, ξέθαψετο πτώμα και το κάρφωσε με τέσσερα καρφιά στα χέρια και τα πόδια. Από τότε δεν ξαναφάνηκε στο κρεβάτι της ο βρικόλακας [Voyage en Grece de Xavier Scrofani-Paris 1801]».

 

ΣΤΗΝ ΚΟΡΙΝΘΟ

Επίσης ο  Scrofani στο ίδιο χρονικό του περιγράφει λεπτομερώς μια τελετή εξορκισμού βρικόλακα στην Κορινθία όπως την είδε ο ίδιος και στην οποίαπαρευρισκόταν και ο μητροπολίτης Κορινθίας Γρηγόριος.

Πρώτα πρώτα οι κάτοικοι συγκεντρώνουν ένα χρηματικό ποσό για τον μητροπολίτη. Ύστερα οι συγγενείς ετοιμάζουν ένα πλούσιο τραπέζι μέσα στο νεκροταφείο, μπροστά στον ανοικτό τάφο του βρικολακιασμένου συγχωριανού τους. Αν είναι φτωχοί και δεν έχουν χρήματα τα έξοδα τα αναλαμβάνει ο πλουσιότερος του χωριού.

Κάρφωμα βρυκόλακα…

Ο μητροπολίτης καλεί τον πεθαμένο, «εις το όνομα του Θεού» να γευτεί τα φαγητά που του προσφέρονται. Η άρνηση αποτελεί απόδειξη ότι είναι πραγματικά πεθαμένος και αφορισμένος και ότι μόνο το πνεύμα του
προκαλεί τις ενοχλήσεις στους συγχωριανούς του. Ύστερα ο μητροπολίτης
φοράει την μίτρα του και σπάζει σε μια λεκάνη 31 αυγά, προσθέτει μερικά άνθη
πορτοκαλιάς, αλεύρι και εξαιρετικό κρασί, τα ανακατεύει με μια δέσμη από κλαριά
μυρτιάς, ραντίζει το πτώμα με το παραπάνω μείγμα και δίνει εντολή
να ξαναθάψουν το πτώμα μέσα στον τάφο. Μόλις τελειώσει η τελετή, ο μητροπολίτης μαζί με τους άλλους παπάδες πίνουν το μείγμα που είχε ετοιμάσει και τρώνε τα φαγητά του πεθαμένου.

Είδα την τελετή με τα ίδια μου τα μάτια, γράφει ο Σικελός περιηγητής και νόμισα πως βρίσκομαι μπροστά σε μάγους της Θεσσαλίας. Η τελετή εξορκισμού του βρικόλακα έγινε από τον μητροπολίτη Κορινθίας Γρηγόριο.

Η ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΡΥΚΟΛΑΚΑ

Ο καθιερωμένος τρόπος απαλλαγής από την τυραννία του βρικόλακα ήταν η εκταφή, το κάρφωμα με παλούκι στην καρδιά ή και το κάρφωμα με καρφιά μέσα στο φέρετρο, το ζεμάτισμα και το κάψιμο της καρδιάς ή και ολόκληρου του πτώματος.

ΣΤΗΝ ΚΥΝΟΥΡΙΑ

Σκελετός «καρφωμένου» με 4 καρφιά, στο στέρνο, στην λεκάνη και στους αστραγάλους από τυχαία εσκαφή για την ανέγερση οικίας στην Ανάβυσσο
το 1981. Η φωτ.α του Γιάννη Γιαννόπουλου

Μια παράδοση από την Κυνουρία για βρυκόλακα, όπως την διασώζει ο Κ.Ι. Μαντζουράνης [Κυνουριακαί παραδόσεις, Λαογρ. τ. Δ΄ σ. 473 – 1914] λέει: Μαζώχτηκαν παπάδες και ούλος ο λαός και επήγανε στο
μνήμα ούλοι και λέγανε «μέσα είσαι, μέσα είσαι». Ανοίξανε το μνήμα και τον βρήκανε και τήραε [κοίταγε]. Σκίσανε τα στήθια του και βγάλανε την καρδιά του. Βράσανε λάδι και ξύδι και την έκαψαν. Από τότε δεν ματαβγήκε…

ΕΝΑ  ΑΝΟΣΙΟΥΡΓΗΜΑ ΣΤΗΝ ΑΝΔΡΟ.
Ένα δημοσίευμα της εφημερίδας «Νέα εφημερίς» της Άνδρου στις 16-1-1893 περιγράφει ένα τρομερό γεγονός που συνέβηκε στο χωριό Βουρκωτή του
νησιού:

Η  γυναίκα ενός χωρικού υπέφερε από επιλόχιο πυρετό. Ο σύζυγος, επειδή πριν
λίγες μέρες πέθανε η μητέρα του, πίστεψε πως βρυκολάκιασε και βασάνιζε την νύφη της.

«Το επίμονον της  συζύγου του πάθος απέδωκεν ο σύζυγος εις την προ τινών
ημερών θανούσα μητέρα του ήτις, κατά την κρίσιν του, επειδή ζώσα δεν ηυτύχησε
να ίδη εγγονόν, ήδη νύκτωρ επεφοίτα επί της κλίνης της ασθενούς και τεκούσης
νύμφης της και παρενώχλει αυτήν. Και ο αλητήριος, χωρίς να διστάση, εξέθαψε το
πτώμα της ιδίας μητρός και, φρικτόν ειπείν, διεμέλισεν αυτό εις τεμάχια, άτινα
εδώ κι΄εκεί κατέρριψε……»

Ο ΘΥΤΗΣ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΤΟ ΘΥΜΑ

Από τις παραπάνω μαρτυρίες ένα είναι το κοινό στοιχείο και το μόνο σίγουρο: ότι
τελικά εκείνος που δέχεται την αγριότερη επίθεση, δεν είναι ο ζωντανός αλλά ο πεθαμένος που τον πίστευαν για βρυκόλακα. Ο θύτης  που έγινε το θύμα.

ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ

Αλλά και στην αρχαία Ελλάδα υπάρχουν πάμπολλες αναφορές για την ύπαρξη πλασμάτων της νύκτας που μοιάζουν με φαντάσματα περισσότερα, παρά με
βρικόλακες. Υπήρχαν οι συνοδοί της βασίλισσας της νύκτας, της Εκάτης,
που ήταν αποκρουστικά τέρατα – δαίμονες, που περισσότερο φόβιζαν παρά ρουφούσαν το αίμα των ανθρώπων.

Δεισιδαιμονίες; Πιθανόν. Ίσως τότε που οι άνθρωποι ήταν πιο απλοί και πιο κοντά στην φύση τις νύκτες να ένιωθαν τις σκιές που έρχονταν από τον κάτω κόσμο, χωρίς σώμα και ψυχή, αλλά γεμάτες από τις αναμνήσεις της προηγούμενης ζωής τους και τρομάζοντάς τους ήταν σαν να ήθελαν να τους θυμίσουν ότι δεν πρέπει να τους ξεχνούν, γιατί ζωή χωρίς την μνήμη των παλαιών που έρχεται από τα βάθη του χρόνου, είναι ζωή που δεν διαφέρεικαι πολύ από τον θάνατο. Υπάρχουν άραγε λοιπόν βρυκόλακες; Ίσως Ναι. Ίσως Όχι.

Πάντα όμως ο σκοτεινότερος δαίμονας και ο νυκτερινός δραπέτης του κάτω κόσμου, ο βρυκόλακας, θα ελκύει και θα τρομάζει τους ανθρώπους, γιατί στην μορφή του θα προβάλλεται η ανθρώπινη προσδοκία για μια αθάνατη ζωή, αλλά
και γιατί στην μορφή του  θα προβάλλεται επίσης και ο ανθρώπινος φόβος
για την ανυπαρξία της ζωής μετά τον θάνατο….

Πηγή 1: Απoσπάσματα από: Κυριάκος Σιμόπουλος,
Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα 333μ.Χ. – 1700,  τόμος Α’

Πηγή 2: phorum.gr

Πηγή 3: alitogr

Γράφει ο Τάκης Κάμπρας

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο