Το Δουκάτο της Υπάτης, με Δούκα τον εκάστοτε… Βασιλιά της Ισπανίας
Ορεινή κωμόπολη, η Υπάτη, χτισμένη στις βόρειες πλαγιές της Οίτης, ανάμεσα σε βελανιδιές, πλατάνια και κυπαρίσσια, κατέχει τη θέση της ομώνυμης αρχαίας πόλης, κοιτίδας των Αινιάνων, που υπήρξε πρωτεύουσα της Αιτωλικής Συμπολιτείας και άκμασε κατά τους Ρωμαϊκούς και τους Πρωτοβυζαντινούς Χρόνους. Προσφέρει πανοραμική θέα στον κάμπο της Λαμίας, ως την παραλία της Αγίας Μαρίνας. Έχει 724 κατοίκους.
Όλα αυτά είναι γνωστά σε όλους. Πόσοι όμως είναι εκείνοι που γνωρίζουν πως οι «Νέες Πάτρες» όπως ονομαζόταν παλαιότερα στους Βυζαντινούς χρόνους η Υπάτη, έχει Δούκα – Βασιλιά; Μπορεί να ακούγεται παράξενα, αλλά είναι γεγονός.
Για να ανατρέξουμε λοιπόν στο παρελθόν να δούμε τι καταγράφει η ιστορία.
Το Δουκάτο Νέων Πατρών ήταν ένα από τα κρατίδια που ιδρύθηκαν στην Ελλάδα μετά την κατάκτηση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας κατά την Δ’ Σταυροφορία (Φραγκοκρατία), με κέντρο την πόλη των Νέων Πατρών, τη σημερινή Υπάτη, στην κοιλάδα του Σπερχειού, δυτικά της Λαμίας.
Το 1318-1319 οι Αλμογάβαροι της Καταλανικής εταιρείας, αφού είχαν κατακτήσει το μεγαλύτερο μέρος του Δουκάτου των Αθηνών, επεκτάθηκαν στα εδάφη του Δεσποτάτου της Ηπείρου στη νότια Θεσσαλία, κάτω από την ηγεσία του Αλφόνσο Φρέντερικ, γιου του Βασιλιά του Βασιλείου της Σικελίας. Τα νέα εδάφη ενώθηκαν με το Δουκάτο των Αθηνών με το όνομα Δουκάτο Αθηνών και Νέων Πατρών. Το Δουκάτο χωρίστηκε στα καπετανάτα Σιδηροκάστρου, Νέων Πατρών και Σαλώνων (Άμφισσα).
Επί Ιουστινιανού (527 – 565 μ.Χ.) κτίσθηκε στην αρχαία ακρόπολη της Υπάτης φρούριο, για την απόκρουση επιδρομών. Μετά τον 9ο αι. μ.Χ., μνημονεύεται ως «Πάτραι» της Ελλάδας και είναι έδρα μητρόπολης. Από τo 1204 οι «Νέαι Πάτραι» βρίσκονται στα χέρια των Φράγκων, μέχρι το 1218 που εκδιώχθηκαν από τον Δεσπότη της Ηπείρου Θεόδωρο Άγγελο Κομνηνό Δούκα. Το 1237 η Νέα Πάτρα, όπως και όλο το Δεσποτάτο της Ηπείρου, πέρασε στα χέρια του Μιχαήλ Β΄ Άγγελου Κομνηνού. Το 1271 ο σεβαστοκράτωρ Ιωάννης Α΄ Άγγελος Κομνηνός Δούκας (νόθος γιος του Μιχαήλ Β΄), ιδρύει το Δεσποτάτο Νέων Πατρών από την Πίνδο μέχρι τον Παγασητικό και τον Κορινθιακό, με πρωτεύουσα τις «Νέες Πάτρες». (Ο ίδιος έχτισε το1283 την εκκλησία Πόρτα Παναγιά στην Πύλη Τρικάλων, στα ερείπια αρχαίου ελληνικού ναού, όπου βρίσκεται και ο τάφος του).
Το 1318 οι «Νέαι Πάτραι» καταλήφθηκαν από τους Καταλανούς*, που ίδρυσαν εδώ το Δουκάτο Νέων Πατρών. Οι κυρίαρχοι Καταλανοί ηγεμόνες (βασιλείς της Σικελίας), φέρουν τον τίτλο του «Δούκα Αθηνών και Νέων Πατρών» και στη συνέχεια από το 1377, οι βασιλείς της Αραγωνίας (από τον Πέτρο Δ΄ μέχρι και σήμερα) φέρουν τον ίδιο τίτλο. Την περίοδο αυτή, από τους ξένους, αναφέρεται με τα ονόματα: La Patra, La Patria, Neopatria, Neopatrie, Neopatras, Nouvelle Patra, κ.ά.
Το Δουκάτο της Υπάτης
Οι «Νέες Πάτρες» λοιπόν, έγιναν η δεύτερη πρωτεύουσα των Καταλανών, και ο δούκας αναγορεύτηκε « Δούκας Νέων Πατρών και Αθηνών » , τίτλος που χρησιμοποιούσε μέχρι σήμερα, ο Βασιλιάς της Ισπανίας Χουάν Κάρλος Α’ και από τώρα ο γιός του Φελίπε που τον διαδέχθηκε: «Αυτοκράτορας του Βυζαντίου, Αρχιδούκας της Αυστρίας, Δούκας της Βουργουνδίας, της Βραβάντης, του Μιλάνου, της Αθήνας και Νέων Πατρών**. Κόμης των Αψβούργων, της Φλάνδρας, του Τιρόλου, του Ρουσιγιόν και της Βαρκελώνης. Κυρίαρχος της Vizcaya και της Molina.»
Βέβαια, οι επιθέσεις της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας σταδιακά μείωσαν τα εδάφη του Δουκάτου μέχρις ότου ότι απέμεινε από αυτό, έπεσε στα χέρια της Δημοκρατίας της Φλωρεντίας το 1390.
Η Υπάτη από το 1180 μέχρι το 1824 είχε επίσκοπο με τον τίτλο “Επίσκοπος Νέων Πατρών” και για αποφυγή σύγχυσης ο Μητροπολίτης Πατρών λεγόταν “Παλαιών Πατρών”.
Οι Καταλανοί αποτελούν πλέον ανάμνηση και το μόνο που μας τους θυμίζει είναι η προφορικές παραδόσεις και η τοπική ρητορική φράση « Καταλανός είσαι; », που δηλώνει τον άνθρωπο τον σκληρό, τον κακούργο. Δεν άφησαν κτήρια ούτε άλλα αρχιτεκτονικά οικοδομήματα, καθώς κατεχόντουσαν από το τυχοδιωκτικό πνεύμα του στρατιώτη παρά από την παιδεία ευγενών ανδρών, όπως οι Φράγκοι. Οι Καταλανοί υπήρξαν οι πιο βάρβαροι κατακτητές που γνώρισε ο ελλαδικός χώρος.
Η ανάμνηση της έλευσης και της παραμονής των Καταλανών στην Ελλάδα και στα Βαλκάνια γενικότερα, άφησε τα ίχνη της. Ακόμα και σήμερα μπορεί να διακρίνει κανείς σε τραγούδια και τοπικές εκφράσεις την εντύπωση που έκανε στους κατακτημένους η αγριότητα των κατακτητών. Τρία χαρακτηριστικά διαφαίνονται: η αγριότητα, η βρωμιά και τέλος η ασέβεια, μέσα από τα τραγούδια και τις εκφράσεις.
Στην Βουλγαρία η λέξη Καταλάνος, Katalanski (?), αποτελεί βρισιά.
Στην Θράκη, σύμφωνα με τον Φρανθίσκο Μονκάδα, υπήρχε η βρισιά “Η εκδίκηση των Καταλανών να σε εύρει”, αν και ο Prat αμφισβητεί την γνησιότητα της πληροφορίας.
Στην Θεσσαλία σύμφωνα με τον Νικόλαο Ι. Γιαννόπουλο στην “Iστορία της Θεσσαλίας” κατά το 1905 το όνομα του Καταλάνου προφερόταν μετά τρόμου, σημαίνον τον δύστροπο και απειθή..”. O Setton αναφέρει επίσης ότι “In Thessaly at the time of the last Century, you are a Catalan was an insult”.
Στην Αττική αναφέρει ο Rubió i LLuch, τον 19ο αιώνα οι “γριές της Αττικής” χρησιμοποιούσαν την έκφραση “Και τι διάβολο Καταλάνος”.
Στο όρος Παρνασσός υπήρχε επίσης η έκφραση (1931): “από τους Τούρκους έφευγε, στους Καταλάνους πήγαινε”
Στην Εύβοια κατά τον Επαμεινώνδα Σταματιάδη στο τέλος του 19ου αιώνα υπήρχε η έκφραση: “αυτό ούτε οι Καταλάνοι το κάνουν”. Το Ιστορικό Λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών αναφέρει επίσης (το 1947) ότι στην Εύβοια η λέξη Καταλάνος αποτελεί βρισιά.
Στην Άνδρο κατά τον Δημήτριο Πασχάλη στην “Ιστορία της Νήσου Άνδρου”[1], μετά την καταστροφή της νήσου από τον Αραγωνέζο Ναύαρχο της Καταλανικής Κομπανίας de LLuria: “έκτοτε δ¨εν Άνδρω το όνομα Καταλάνος δηλοί τον πονηρόν και σκληρόν και προς τα κακουργήματα ρέποντα”.
Τη μεγαλύτερη όμως ποικιλία βρήκε ο Prat στην Υπάτη (τις παλιές Νέες Πάτρες) μέσω ενός τοπικού ιερέα (Παπαναστάσης) σε διάφορα τραγούδια, στις τοπικές του παραλλαγές , όπως στο τραγούδι “της Απαρνημένης”:
“…αν βουληθείς να μ’ αρνηθείς και να με λησμονήσεις, να πέσεις σε Φράγκικα σπαθιά, σε Καταλάνου χέρια” ή η απειλή “Να σε δω στο σπαθί του Καταλάνου”. Ένα νανούρισμα της Υπάτης τελειώνει με τα λόγια “.. να βαρέσω τη Φραγκιά και τους Βαράγγους, τα σκυλιά τους Καταλάνους”.
Στην Υπάτη επίσης υπήρχαν εκφράσεις για την ασέβεια όπως : “τρώει κρέας και την Μεγάλη Παρασκευή, νηστεύει σαν τον Καταλάνο”. “Καταλάνοι και σκυλί, καταγής Παρασκευή.” Κατά τον Prat η εξήγηση θα μπορούσε να αποδοθεί στο ότι, δεδομένου ότι το Δουκάτο Νέων Πατρών τηρούσε το εορτολόγιο με τις Καθολικές ημερομηνίες, οι κάτοικοι έβλεπαν τους Καταλανούς να νηστεύουν τις ημέρες του Ορθοδόξου Πάσχα.
Στην Μεσσηνία για να περιγραφεί μια γυναίκα με ισχυρή προσωπικότητα έλεγαν ότι είναι “Καταλάνα”. Στην Τρίπολη λέγεται επίσης ότι μια γυναίκα όταν είναι άσχημη, μοιάζει με “Καταλάνα”. Στην Πάτρα υπάρχει νανούρισμα που αναφέρεται “…Άλανε, Κατάλανε, το παιδί που βάπτισες..”
Στην Κρήτη επίσης υπάρχει η μαντινάδα: “Σε τούρκικα σπαθιά βρεθείς , σε Κατελάνου χέρια, τα κριάτα σου να κόφτουσι με δίστομα μαχαίρια.” Στην Αιτωλοακαρνανία υπάρχει το “Βουνό του Καταλάνου”.
*Το 1303 ταξίδεψαν από τη Σικελία στην Κωνσταντινούπολη για να βοηθήσουν τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο στην αντιμετώπιση της οθωμανικής απειλής. Ως «αμοιβή» για τις υπηρεσίες τους, έλαβαν νοθευμένα νομίσματα και τίτλους ευγενείας χωρίς αντίκρισμα, ενώ λίγο αργότερα είδαν τον αρχηγό τους, Roger de Flor (Ρογήρος ο Ανθηρός), να δολοφονείται εν ψυχρώ κατόπιν εντολής του γιου του αυτοκράτορα, Μιχαήλ Παλαιολόγου. Ακολουθώντας μια μάλλον συνηθισμένη πρακτική, οι «εργοδότες» τους προσπάθησαν να τους ξεφορτωθούν μόλις έπαψαν να τους είναι χρήσιμοι.
«Οι Βυζαντινοί χρησιμοποίησαν τις υπηρεσίες τους, αλλά δεν ήταν σε θέση να δώσουν ό,τι είχαν υποσχεθεί», αναφέρει ο Λάμπρος Κωτσαλάς, υποψήφιος διδάκτορας Μεσαιωνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Σαραγόσα. «Το άλλο μισό μερίδιο της ευθύνης το φέρουν βέβαια οι ίδιοι οι Καταλανοί, που παρερμήνευσαν τις υποσχέσεις των Βυζαντινών, υπερδιογκώνοντάς τις», προσθέτει. Σε μια εποχή όπου οι αιματηρές συγκρούσεις, οι αψιμαχίες και οι έριδες μεταξύ των βασιλικών οικογενειών διαμόρφωναν το κυρίαρχο σκηνικό σε ολόκληρη την Ευρώπη και όπου τα στρατεύματα των Φράγκων, των Οθωμανών και των Βυζαντινών μάχονταν για την κυριαρχία της «Ρωμανίας», οι προδομένοι μισθοφόροι εκδικήθηκαν με τον μόνο τρόπο που γνώριζαν: σπέρνοντας τον φόβο και τον θάνατο μεταξύ των υπηκόων της αυτοκρατορίας με τη λεγόμενη «καταλανική εκδίκηση».
Σε αυτό το κοινωνικοπολιτικό σκηνικό τοποθετούνται η δημιουργία και η δράση της Καταλανικής Εταιρείας. Στα πλέον διαβόητα μέλη της συγκαταλέγονται οι ελαφρά οπλισμένοι, ορεσίβιοι Αλμογάβαροι από τα Πυρηναία, ικανοί στη μάχη σώμα με σώμα παρά τον ελαφρύ αυτοσχέδιο οπλισμό τους. Δεινοί πολεμιστές με άριστη οργάνωση και πειθαρχία, οι περίπου 6.000 μισθοφόροι της Καταλανικής Εταιρείας επέλεγαν τους διοικητές τους, λάμβαναν οι ίδιοι της αποφάσεις που τους αφορούσαν, αντί να περιμένουν τις εντολές κάποιου μονάρχη.
Μονίμως σε αναζήτηση ευκαιριών πλουτισμού, ζούσαν μια νομαδική ζωή, στην οποία τους συνόδευαν οι γυναίκες -σύζυγοι και ερωμένες- και τα παιδιά τους. Ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο δεν έφτασαν στην ελληνόφωνη Ανατολία με εχθρικές προθέσεις, υπογραμμίζει ο Λάμπρος Κωτσαλάς. Αντίθετα, ξεκίνησαν το ταξίδι τους «με την προοπτική της μόνιμης εγκατάστασης» και δεν εγκατέλειψαν τον σκοπό τους ούτε μετά την προδοσία των Βυζαντινών.
Εν μέρει ο στόχος τους επιτεύχθηκε, αφού κατόρθωσαν να εγκαθιδρύσουν την κυριαρχία τους στον ελλαδικό χώρο καταλαμβάνοντας, το 1311, το φραγκικό Δουκάτο των Αθηνών, το οποίο περιλάμβανε την Αττική, τη Μεγαρίδα, τη Βοιωτία και τη Φωκίδα με πρωτεύουσα τη Θήβα, ενώ «με τις νέες κατακτήσεις τους δημιουργείται το γειτονικό Δουκάτο των Νέων Πατρών (Φθιώτιδα, Θεσσαλία), με πρωτεύουσα τις Νέες Πάτρες ή Υπάτη. Καταλανοί φεουδάρχες αποκτούν επίσης τη Νότια Εύβοια, τη Σαλαμίνα και την Αίγινα», εξηγεί ο ιστορικός.
Στο τέλος, βέβαια, η παρουσία τους αποδείχθηκε κάθε άλλο παρά μόνιμη, καθώς από το 1360 οι «αιματηρές εμφύλιες συρράξεις μεταξύ των φατριών των Καταλανών ευγενών και αξιωματούχων» προετοίμασαν το έδαφος για την απώλεια των δουκάτων στα τέλη του 14ου αιώνα.
Οι προθέσεις και οι επιθυμίες δεν είναι έννοιες με τις οποίες είθισται να ασχολούνται οι ιστορικοί, όμως η διατριβή του Λάμπρου Κωτσαλά δεν εστιάζει αποκλειστικά σε «γεγονότα»: το επιστημονικό ενδιαφέρον του περιστρέφεται γύρω από αντιλήψεις και νοοτροπίες όχι των λογίων ή των ιστορικών, αλλά των «συνηθισμένων» ανθρώπων. Για την ακρίβεια, καταπιάνεται με τις «καταλωνικές και αραγονέζικες νοοτροπίες του 14ου και 15ου αιώνα, σχετικά με την παρουσία του Στέμματος της Αραγωνίας, δηλαδή των ανθρώπων του, στη Ρωμανία».
Από τη μέχρι τώρα έρευνά του προκύπτει πως, παρά τα σχόλια του Μουντανέρ για τον εγωκεντρισμό των Ελλήνων και τις περιγραφές των Καταλανών ως στυγνών εκτελεστών στα δημοτικά τραγούδια, η συνύπαρξη των δύο λαών ήταν εν πολλοίς γόνιμη: μεταξύ άλλων, πραγματοποιήθηκαν μεταφράσεις βιβλίων, Ελληνες λόγιοι, όπως ο νοτάριος Δημήτριος Ρέντης, ανήλθαν στην καταλανική ιεραρχία και γενιές Καταλανών γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στον ελλαδικό χώρο.
** Το 1318–1319 οι Αλμογάβαροι της Καταλανικής εταιρείας, αφού είχαν κατακτήσει το μεγαλύτερο μέρος του Δουκάτου των Αθηνών, επεκτάθηκαν στα εδάφη της αυτόνομης ηγεμονίας της Θεσσαλίας, όπου επικρατούσε αναρχία μετά τον θάνατο του ηγεμόνα Ιωάννη Β΄ Δούκα. Υπό την ηγεσία του Αλφόνσο Φαντρίκε, γιου του Βασιλιά του Βασιλείου της Σικελίας, κατέλαβαν τμήματα της νότιας Θεσσαλίας. Τα νέα εδάφη ενώθηκαν με το Δουκάτο των Αθηνών το 1381 με το όνομα Δουκάτο Αθηνών και Νέων Πατρών. Το Δουκάτο χωρίστηκε στα καπετανάτα Σιδηροκάστρου (en), Νέων Πατρών και Σαλώνων (Άμφισσας).
Μέρος των κτήσεων του Δουκάτου στη Θεσσαλία κατακτήθηκε από τους Σέρβους του Στεφάνου Δουσάν το 1347. Το 1381, τον τίτλο του Δούκα Νέων Πατρών πήρε ο Πέτρος Δ΄ της Αραγωνίας. Ο τίτλος διατηρήθηκε από τους διαδόχους του και είναι ακόμη μέρος του πλήρους τίτλου των μοναρχών της Ισπανίας (δες εθιμικοί τίτλοι του Βασιλιά της Ισπανίας Χουάν Κάρλος Α’).