Τα έντυπα της επανάστασης

Η γρήγορη εξάπλωση της  ελληνικής επανάστασης του 1821 είχε ως άμεση συνέπεια την απότομη διακοπή της κυκλοφορίας των λεγομένων προεπαναστατικών εντύπων, για τα οποία έχουμε αναφερθεί σε προηγούμενο άρθρο μας.  Εξαίρεση αποτέλεσε το  περιοδικό «Λόγιος Ερμής» το οποίο έκλεισε για διαφορετικούς λόγους. Συγκεκριμένα μόλις ο εκδότης του Κωνσταντίνος Κοκκινάκης, δημοσίευσε το κείμενο του αφορισμού του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’, ως παράρτημα στο τεύχος της 1ης Μαΐου 1821 και μάλιστα με τον προκλητικό τίτλο «Επαρακαλέσθην να δεχθώ» – που σήμαινε ότι υποχρεώθηκα να δεχθώ – αυτό επέσυρε την μήνι των αυστριακών αρχών, οι οποίες όχι μόνο απαγόρευσαν την κυκλοφορία του περιοδικού αλλά τιμώρησαν και τον εκδότη σε πολυετή φυλάκιση.

Το μοναδικό από τα προεπαναστατικά έντυπα που συνέχισε τη λειτουργία του ήταν ο «ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΤΗΛΕΓΡΑΦΟΣ», με εκδότη το Δημήτριο Αλεξανδρίδη, ο οποίος συνέχισε τη δραστηριότητά του μέχρι το 1836.

Όμως η επανάσταση  του 1821 δημιούργησε την ανάγκη να υπάρχει κάποιο όργανο ή κάποια όργανα πληροφοριών τα οποία θα δημιουργούσαν έναν δίαυλο επικοινωνίας των αρχηγών με τους αγωνιστές ώστε να μπορούν να εμψυχώνουν και να κινητοποιούν όσους είχαν κάποιες επιφυλάξεις να πάρουν όπλα.

Το γεγονός ότι η ελληνική επανάσταση αντιμετωπίστηκε στην αρχή, αλλά και για μεγάλο χρονικό διάστημα, ως ανατρεπτικό κίνημα εναντίον της νόμιμης εξουσίας του Σουλτάνου, επέβαλε την έκδοση εφημερίδων οι οποίες θα είχαν βασική επιδίωξη τη διαφώτιση των απλών αγωνιστών, την υπεράσπιση των εθνικών διεκδικήσεων και τέλος την ενημέρωση της ξένης κοινής γνώμης για το δίκαιο του ξεσηκωμού.

Βεβαίως τα έντυπα του Αγώνα δεν αποτελούσαν μόνο μέσο πληροφόρησης και ενημέρωσης, αλλά και κατευθυντήρια  όργανα του αγώνα. Από νωρίς, όσοι ασχολήθηκαν με την προετοιμασία της Επανάστασης είχαν συνειδητοποιήσει τη σημασία του Τύπου. Ο ίδιος ο Κοραής τούς είχε συμβουλέψει για τη δημιουργία  εφημερίδας «εις διάδοσιν ειδήσεων». Ο Τύπος της εποχής αντιλήφθηκε σύντομα το ρόλο του και γι’ αυτό διαπιστώνουμε ότι τον απασχόλησαν και διάφορα άλλα ζητήματα: όπως η λειτουργία του κράτους, η μορφή του πολιτεύματος, η ελευθεροτυπία, οι καταχρήσεις, οι αυθαιρεσίες κ.λ.π.

Δεδομένων όλων αυτών παρατηρούμε,  ότι αμέσως με την έκρηξη της Επανάστασης, εκδίδονται κάποιες εφημερίδες, αρχικά χειρόγραφες, για να καλύψουν τον τομέα της ενημέρωσης τα πρώτα έτη 1821-1822, γεγονός που αποκτά ιδιαίτερη σημασία για την παραπέρα εξέλιξη του αγώνα.

Η εμφάνιση, ήδη από τον  πρώτο μήνα του Αγώνα, τον Μάρτιο του 1821, μιας μικρής, χειρόγραφης εφημερίδας, καταδεικνύει την ανάγκη που υπήρχε για έγκαιρη ενημέρωση, και την οποία είχαν συνειδητοποιήσει ορισμένοι κύκλοι. Το πρώτο ενημερωτικό φύλλο  ακολουθεί ένα δεύτερο και ένα τρίτο, όλα γραμμένα με το χέρι, ενώ το πρώτο κανονικό έντυπο κυκλοφορεί τον Ιούλιο – Αύγουστο του 1821.

Χειρόγραφες  εφημερίδες

Οι πρώτες εφημερίδες  της εποχής της επανάστασης ήταν χειρόγραφες. Αντιγραφείς αναπαρήγαγαν το πρώτο φύλλο και στους τόπους όπου έφθαναν τα φύλλα άλλοι αντιγραφείς αναλάμβαναν να το  ξαναγράψουν και να τα στείλουν ακόμα μακρύτερα.

Είναι βέβαιο ότι μια  εφημερίδα σε χειρόγραφη μορφή σε μια εποχή που η τυπογραφία είχε κάνει μεγάλη πρόοδο και ο Τύπος την είχε από καιρό εφαρμόσει, συνιστούσε ξεπερασμένη μορφή ενημέρωσης. Η εμφάνιση της εν τούτοις επιβεβαίωνε, συν τοις άλλοις, την σημασία του Τύπου, ιδιαιτέρα σε  περιόδους κρίσιμες, όταν η πληροφόρηση ήταν επείγουσα, αναγκαία και επιτακτική. Η χειρόγραφη όμως εφημερίδα δημιουργήθηκε τη στιγμή που δεν ήταν ακόμη διαθέσιμοι οι  τεχνικοί μηχανισμοί, προκειμένου να εξυπηρετηθούν γλήγορα άμεσες προτεραιότητες του αγώνα.

Η διαδικασία έκδοσης αυτών των εντύπων, που αναπτύχθηκε στη Στερεά Ελλάδα, είχε ως εξής: ο εκδότης συνέλεγε την ύλη από επιστολές ή από πληροφορίες που του μεταφέρονταν «στόμα με στόμα» και έγραφε ο ίδιος ή με την βοήθεια ενδεχομένως κάποιου γραμματικού, το πρώτο ή μια σειρά από φύλλα. Κατόπιν τα αντέγραφαν σε μεγαλύτερους αριθμούς και τα απέστελλαν με «πεζοδρόμους» στις γύρω περιοχές  της Στερεάς και απέναντι στις πόλεις της Πελοποννήσου. Στους τόπους όπου έφθαναν ίσχυε η ίδια τακτική της αντιγραφής, ώστε να επιτυγχάνεται η ευρύτερη  διάδοση τους.

Σοβαρό κώλυμα την πρώτη αυτή περίοδο για την διακίνηση του Τύπου, χειρόγραφου και έντυπου, στάθηκε η απουσία ταχυδρομικής υπηρεσίας, πράγμα που ανάγκασε λίγα χρόνια αργότερα δύο εκδότες, τον Ιάκωβο Μάγερ, εκδότη των «Ελληνικών Χρονικών» του Μεσολογγίου και τον Ιωσήφ Κιάππε, τον εκδότη της εφημερίδας «Ο Φίλος του Νόμου» της Ύδρας να συστήσουν μια στοιχειώδη ταχυδρομική υπηρεσία, ώστε να εξασφαλίζεται η διακίνηση των φύλλων.

Στην κατηγορία  των χειρόγραφων εφημερίδων συγκαταλέγονται τρία έντυπα. Αυτά είναι:

 ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΟΥ ΓΑΛΑΞΙΔΙΟΥ

Πρώτη στη σειρά από τις τρεις χειρόγραφες εφημερίδες του Αγώνα είναι η «Εφημερίδα του Γαλαξιδίου», η οποία πέρασε στην ιστορία σαν «Ψευτοεφημερίδα» η «Ψευτοφυλλάδα», ονομασία που πήρε για τις σκόπιμες τερατολογίες που κατέγραφε, ιδίως γύρω απ’ την υιοθέτηση και ενίσχυση του Αγώνα από τις ξένες δυνάμεις. Περιείχε, δηλαδή, υλικό μελετημένο, ψυχολογημένο και απαραίτητα «τονωτικό» για τις σκληρές μέρες που άρχιζαν, ταυτόχρονα με την επανάσταση. Απ’ αυτή την εφημερίδα μας είναι γνωστό ένα και μοναδικό τεύχος, με ημερομηνία 27 Μαρτίου 1821.

Ο Κων/νος Σάθας που ανακοίνωσε την ύπαρξη της (Περ. «Πανδώρα», τεύχος 19, 1868-69, σσ. 214-216), έδωσε μόνο μικρό μέρος από τα περιεχόμενα της, δίχως άλλα στοιχεία, όπως τον ακριβή τίτλο, τη συχνότητα, εάν και εφόσον υπήρχε, το σχήμα, σελίδες, κ.λπ..

Έχει πάρα πολύ ενδιαφέρον η ύλη του πρώτου και μοναδικού τεύχους και γι’ αυτό την αντιγράφουμε:

«Αδελφοί Ρουμελιώται, προεστοί και καπεταναίοι του Λιδωρικιού, Μαλανδρίνου, Κράβαρι και όσοι εν Χριστώ αδελφοί.

Γαλαξείδι 27 Μάρτη 1821

Σήμερα μας ήρθαν είδησες από σημαντικά προσώπατα της Πόλης και του Μορέως, και μας λένε το πως οι Ρούσοι επέρασαν τα Μπαλκάνια και τραβάνε ντρίτα στην Πόλη. Το στράτευμα θα είναι 200.000 της στερηάς, και εκατό του πελάγου (Νο 300.000 ). Η αρμάτα, 8 βατσέλα, τριπόντιδες και φριγάδες 24 ( Νο 32 ). Οι Τούρκοι τραβιώνται στην πέρα πάντα. Πέντε Ρούσικα καράβια εξεμπαρκάρησαν ασκέρι στη Μάνη και Νηόκαστρο, και τράβηξαν ντρίτα το κόρφο της Πάτρας γιά να βγάνουν το ασκέρι, το τσιμπιχανέ, και εκατό χιλιάδες φλωριά (Νο 100.000 ), πεσκέσι της Ρουσίας στους Ρωμαίους των αρμάτων.

Οι Μωραίτες πήραν τη Τριπολιτσά, και οι Μανιάτες τη Καλαμάτα. Αύριο μας έρχεται ο άρχοντας καπετάν Ανδρέας Λόντος με χίλιους πεντακόσιους Βοστιζάνους και ελπίζουμε να εύρη ούλη τη Ρούμελη  στ’ άρματα. Την ώρα που γράφομε μας ήρθε γραφή από τον πιλότο των Ρούσικων καραβιώνε  Μαυροθαλασσίτη πως η αρμάτα άραξε στον Πάπα. Ακόμη μας λέγει το πως και η Φράντζα θέλει το Ρωμέικο.

Η βάρδια μας είδε τα  καράβια στο κόρφο μας. Καλώς να μας έρθουνε».

Ασφαλώς παραποιημένη  πληροφόρηση, ενδεικτική εν τούτοις των προθέσεων του συντάκτη να συμβάλει, και με ανορθόδοξους τρόπους, ώστε να υπερνικηθούν ενδοιασμοί και αντιδράσεις, να πεισθούν οι αναποφάσιστοι και να αποτινάξουν το δέος μπροστά στο παράτολμο επαναστατικό κίνημα. Η διάδοση διογκωμένων, αισιόδοξων μηνυμάτων αποτελούσε ίσως, συμφωνά με την κρίση κάποιων  υπευθύνων κύκλων, πρόσφορο μέσον ώστε να επηρεάζονται συνειδήσεις, να διαμορφώνονται συμπεριφορές.

Ας σημειωθεί το γεγονός ότι και οι άλλες χειρόγραφες εφημερίδες καθώς επίσης και η πρώτη έντυπη εφημερίδα του 1821, η «Σάλπιγξ Ελληνική», χρησιμοποίησαν, πιο μετρημένα ίσως, αλλά στην ίδια γραμμή, αυτή τη μέθοδο, μια παρόμοια δηλαδή τακτική επηρεασμού της κοινής γνώμης, πράγμα που δηλώνει ίσως την εφαρμογή, αν όχι ενός κοινού, συμφωνημένου σχεδίου, πάντως τη σύγκλιση κάποιων απόψεων σχετικώς με τρόπους επαφής αλλά και κινητοποίησης ομάδων του πληθυσμού.

  • ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΑΙΤΩΛΙΚΗ

Λίγους μήνες μετά έκανε την  εμφάνιση της, στο Μεσολόγγι η δεύτερη χειρόγραφη εφημερίδα του έτους 1821. Είναι η «ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΑΙΤΩΛΙΚΗ».  Πιθανότερος εκδότης της φέρεται ο Νικόλαος Λουριώτης, ο μετέπειτα «Αρχιγραμματεύς της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος». Και στην  «ΑΙΤΩΛΙΚΗ» παρουσιάζονται ειδήσεις διογκωμένες χωρίς αυτό να σημαίνει απαραιτήτως πως η εφημερίδα ακολουθούσε πιστά την τακτική των ψευδών καταγραφών. Στα τρία φύλλα τα οποία έχουν διασωθεί (αρ. 1, 2, 7) ο αναγνώστης  πληροφορείται νέα πολεμικά, εξελίξεις διαπραγματεύσεων για συμμαχίες μεταξύ Ελλήνων και Αλβανών για κοινή αντιμετώπιση των Τούρκων, νέα για στρατιωτικές κινήσεις καπεταναίων καθώς και για την παρουσία των ελληνικών πλοίων στην περιοχή του Ιονίου.

Γραμμένη σε απλή,  ρέουσα γλώσσα η «ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΑΙΤΩΛΙΚΗ», πλούσια σε πληροφορίες από τα στρατιωικά μέτωπα, με καλή ενημέρωση  γύρω από θέματα πολιτικής, δίνει την εικόνα καλά συγκροτημένου φύλλου, με εξισορροπημένη ύλη διαμορφωμένη από γνώστη, υπεύθυνο εκδότη.

ΑΧΕΛΩΟΣ

Ο «ΑΧΕΛΩΟΣ» είναι η τρίτη  χειρόγραφη εφημερίδα που κυκλοφόρησαν μέχρι το 1822, με εκδότη και αυτή το Νικόλαο Λουριώτη, το όνομα του οποίου αναγράφεται αμέσως κάτω από τον τίτλο του φύλλου, στο Βραχώρι, δηλαδή το Αγρίνιο.

Ο «ΑΧΕΛΩΟΣ»  υπήρξε, κατά την άποψή μας, ο πρόδρομος  των επίσημων κυβερνητικών φύλλων. Δημοσίευσε τα θεσπίσματα και της αποφάσεις της  Γερουσίας της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος, τη σφραγίδα της οποίας φέρει στην πρώτη σελίδα του φύλλου. Όσες ειδήσεις έχουν καταχωρηθεί και στα δύο τεύχη που έχουν διασωθεί, αναφέρονται σε θέματα σχετικά με την Διοίκηση, τις ενέργειες των γερουσιαστών, τους διορισμούς και ιδίως τις δραστηριότητες του προέδρου της Γερουσίας Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου αλλά και τις διαπραγματεύσεις του για την επίτευξη «γενικής συμμαχίας» Ελλήνων και Αλβανών.

Η γλωσσική διατύπωση των κειμένων εναρμονίζεται πλήρως με την ιδιότητα του επίσημου κυβερνητικού φύλλου, το οποίο υπευθύνως ενημερώνει το κοινό.

Όπως γράφει ο Σπ. Λάμπρος το 1904, ο οποίος παρουσίασε στο Νέο Ελληνομνήμονα το μοναδικό φύλλο που διασώθηκε, «….Των δύο τούτων εφημερίδων ή νεωτέρα, ό Αχελώος, (ή άλλη είναι ή εφημερίς Αιτωλική του Μεσολογγίου), είναι ή επίσημος Έφημερίς της Προσωρινής διοικήσεως της Δυτ. Χέρσου Ελλάδος… Η εφημερίς  συνετάσσετο βεβαίως υπό του Λουριώτη. Αυτός ήτο ο συνάγων και κατατάσσων τα έγγραφα, άτινα ήσαν ομοίως έργον των ιδίων αυτού χειρών ως αρχιγραμματέως καί αυτός ήτο ό γράφων  το πρωτότυπον, εξ ού αντεγράφοντο τα λοιπά τα χάριν διαδόσεως παρασκευαζόμενα. Πόσου χρόνου διήρκεσεν ή έκδοσις του Αχελώου δεν γιγνώσκομεν. Άλλα πιθανότατα ο βίος αυτού υπήρξε βραχύς»

Στην προμετωπίδα και πάνω από τον τίτλο, έφερε το έμβλημα της, που ήταν η κυκλική σφραγίδα της Γερουσίας. Στον πρώτο κύκλο αναγράφονται με κεφαλαία γράμματα: + ΓΕΡΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ Χ. ΕΔΛΑΔΟΣ. 1821 και  σε δεύτερο ομόκεντρο κύκλο δάφνινο στεφάνι, στο κέντρο δε ο Αχελώος με μορφή επιτιθέμενου ταύρου, παράσταση παρμένη από την αρχαιότητα. Ακολουθούσε ο τίτλος μικρογράμματος, «Ό Αχελώος» και από κάτω: «Έφημερίς Πολιτική της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος», υπογραμμισμένο. Στις δύο επόμενες σειρές γνωστοποίηση και σύσταση μαζί υπογραμμένη απ’ τον αρχιγραμματέα: «Εις όλα τα εις την εφημερίδα ταύτην εμπεριεχόμενα δημόσια ψηφίσματα αντιγεγραμμένα όντα εκ των πρωτοτύπων του αρχιγραμματέως της επικρατείας, χρεωστάται παρά πάντων ή προσήκουσα υποταγή». Η προμετωπίδα τελειώνει με τον τόπο και τη χρονολογία: «Εν Βραχωρίω της 24 Φεβρουαρίου 1822».

«Πέραν του διασωθέντος μοναδικού φύλλου», συνεχίζει ο Σπ. Λάμπρος, «της χειρογράφου εφημερίδος «Ο Αχελώος», τίποτε άλλο το ουσιαστικόν περί αύτού γνωρίζομεν. “Αγνωστον καί το εάν έξηκολούθησε καί επί πόσον τυχόν χρόνον διήρκεσεν ή έκδοσίς του. Η έρευνα δεν ηδυνήθη να αποκάλυψη μέχρι σήμερον άλλο  φύλλον τούτου. Πιθανότατα ό βίος του υπήρξε βραχύτατος, καθώς βραχύς λόγω των αντίξοων περιστάσεων υπήρξε  και αυτής της Γερουσίας της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος ο βίος».

Έντυπες εφημερίδες

Πολύ σύντομα έγινε αντιληπτό απ’ όλους ότι έπρεπε να υπάρχουν στην επαναστατημένη Ελλάδα έντυπες εφημερίδες, ούτως ώστε να ξεπεραστούν οι δυσκολίες που δημιουργούνταν από τις χειρόγραφες. Η έντυπη όμως εφημερίδα  προϋποθέτει την ύπαρξη τυπογραφείου, τυπογραφικών στοιχείων και τυπογράφου.

Έτσι με την έναρξη της επανάστασης ο Δ. Υψηλάντης και ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και λίγο αργότερα το Φιλελληνικό Κομιτάτο του Λονδίνου έκαναν ενέργειες ώστε να αποκτήσει η επαναστατημένη Ελλάδα τυπογραφεία, τυπογραφικά στοιχεία (γράμματα) και τυπογράφους. Χάρη σ’ αυτές τις προσπάθειες ήρθαν στην χώρα μας μέσα σε τρία χρόνια έξι τυπογραφεία. Το πρώτο το έφερε ο Δ. Υψηλάντης από την Τεργέστη το καλοκαίρι του 1821 στην Καλαμάτα και τυπογράφος ήταν ο Κωνσταντίνος Τόμπρας, ο οποίος είχε σπουδάσει στο Παρίσι τυπογραφία.

Τα άλλα πέντε τυπογραφεία ήρθαν το 1822 έως το 1824, ένα από αυτά έφερε ο Αλ. Μαυροκορδάτος και τα άλλα τέσσερα ο συνταγματάρχης Στάγχοπ με τη χρηματοδότηση του Φιλελληνικού Κομιτάτου του Λονδίνου.

Από τη στιγμή που στήθηκαν τα τυπογραφεία και υπήρξαν και οι αντίστοιχοι τυπογράφοι ήταν πια δυνατό να τυπωθούν οι πρώτες έντυπες εφημερίδες του αγώνα. Στην κατηγορία των έντυπων εφημερίδων του αγώνα περιλαμβάνονται οι:

Σάλπιγξ Ελληνική

Στις αρχές του 1821 (8 Ιουνίου 1821), ο Δημήτριος Υψηλάντης, αποβιβάστηκε  στην Ύδρα, απεσταλμένος του αδελφού του Αλέξανδρου Υψηλάντη, ως υπεύθυνος για την προετοιμασία της επανάστασης των Ελλήνων κατά των Τούρκων στην Πελοπόννησο. Είχε φέρει μαζί του όπλα, πολεμικό υλικό κι ένα πλήρες μικρό τυπογραφικό πιεστήριο, το οποίο είχε πάρει από την Τεργέστη, απ’ όπου πέρασε πριν έρθει στην Ύδρα. Ο Ειρηνίδης (Ομιλία περί του εφευρέτου της τυπογραφικής τέχνης, περιοδικό «Μερίμνα») το περιγράφει ως εξής:

«Το πιεστήριον ήτο ξύλινον με δύο σιδηράς πλάκας , ων η άνω είχε το ήμισυ μέγεθος της κάτω , διο και το πάτημα ήτο διπλούν εις την τύπωσιν εκάστου φύλλου χάρτου. Εχώρει δε η κάτω πλαξ οκτώ σελίδας εις 8ον» και «τα στοιχεία του τυπογραφείου του Υψηλάντου ήσαν των 12 στιγμών, προμηθευμένα εκ Βενετίας ή Λειψίας. Όλα τα φωνήεντα (και τα κεφαλαία) ήσαν χαρακτά, ήτοι είχον χωριστά τα πνεύματα και τους τόνους, οίτινες προσαρμοζόμενοι εις τα χαρακτά λεγόμενα απετέλουν τον κορμόν αυτών ισοπαχή με τα άτονα, διο και αι γραμματοθήκαι, ελλειπόντων των τονουμένων, ήσαν μικραί και επομένως ευμετακόμιστοι».

Δυστυχώς όμως κανένας Έλληνας τυπογράφος δεν υπήρχε ώστε να λειτουργήσει το τόσο απαραίτητο για τις ανάγκες της προετοιμασίας του αγώνα τυπογραφείο. Αναζητώντας επειγόντως τυπογράφο, ο Δ. Υψηλάντης πληροφορήθηκε από τον Υδραίο Ναύαρχο Γιακουμάκη (Ιάκωβος) Τομπάζη ή Τουμπάζη ότι στα Ψαρά σώθηκε και υπάρχει ο Τυπογράφος Κωνσταντίνος Τόμπρας από τις Κυδωνίες (σημερινό Αϊβαλί ) της Μικράς Ασίας. Αμέσως έδωσε διαταγή να φέρουν τον Τόμπρα στην Πελοπόννησο για να αναλάβει το τυπογραφείο.

Ο Κων/νος Τόμπρας συνάντησε το Δημήτριο Υψηλάντη στα Βέρβαινα, όπου ήταν το στρατηγείο του. Μαζί του κουβαλούσε συσκευασμένο σε κιβώτια και φορτωμένο σε μουλάρια το τυπογραφείο που είχε μεταφέρει από την Τεργέστη, προκαλώντας την περιέργεια των αγωνιστών για το μυστήριο  που έκρυβαν τα κιβώτια. Εκεί αποφάσισαν να στηθεί το τυπογραφείο στην Καλαμάτα στο οποίο τυπώθηκε η πρώτη έντυπη ελληνική εφημερίδα η «Σάλπιγξ Ελληνική».

Εκδότης και συντάκτης  ήταν ο Θεόκλητος Φαρμακίδης, ο οποίος εγκατέλειψε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο του Γκαίττινγκεν της Γερμανίας με υποτροφία του φιλέλληνα λόρδου Γκίλφορντ και επέστρεψε στην πατρίδα μόλις έμαθε την έναρξη της Επανάστασης.

Η σύντομη θητεία του ως εκδότη στον «Λόγιο Ερμή» το έτος 1813 και η συνεργασία του στο περιοδικό με τον Κωνσταντίνο Κοκκινάκη τα έτη 1816-1819, είχαν προσοικειώσει τον Θ. Φαρμακίδη, με θέματα λειτουργίας του Τύπου, ώστε την αποφασιστική αυτή ώρα να είναι έτοιμος να προσφέρει τις υπηρεσίες σ’ αυτόν τον πολύ κρίσιμο και επίκαιρο τομέα.

Το σύντομο κείμενο, το οποίο κυκλοφόρησε με τον τίτλο «Ανακήρυξις» για να αναγγείλει την προσεχή έκδοση της εφημερίδας, με τον τίτλο «Σάλπιγξ Ελληνική», ως «επιστάτης και εκδότης» ορίζει το νόημα του επαναστατικού κινήματος υπογραμμίζοντας συνάμα την αναγκαιότητα της κοινοποίησης, δια του Τύπου, τόσο στο εσωτερικό μέτωπο όσο και στους κύκλους του εξωτερικού, του δικαιώματος των Ελλήνων να ανακτήσουν την ελευθερία τους.

«Εις τάς παρούσας περιστάσεις της Ελλάδος, ότε όλον το Ελληνικόν γένος, μην υπομένον τον βαρυν της τυραννίας ζυγόν, τον οποίον έφερεν αναξίως αιώνας ολόκληρους, απεφάσισεν υπό την προστασίαν της θείας Προνοίας, να πιάση τα όπλα, δια να αναλάβη την οποίαν απώλεσεν αυτονομίαν, είναι αναγκαιότατη καί εφημερίς εις την Ελλάδα εκδιδομένη. Το γένος όλον αγωνιζόμενον τον υπέρ της ελευθερίας αγώνα θέλει να βλέπη και δια του τύπου τους αγώνας του κηρυττομένους, τας αρετάς των καλών δημοσίως επαινουμένας, και τας κακίας των κακών εξελεγχομένας, εις αποφυγήν και μίμησιν. Θέλει να μανθάνη τα ανά πάσαν επαρχίαν γινόμενα, και ούτω να βάλλωνται δια της εφημερίδος όλα τα μέρη του εις συνάφειαν. Προσέτι τα ξένα έθνη έγιναν περίεργα εις τα πράγματα μας, και συχνότατα γράφουν περί ημών, κρίνουν και επικρίνουν, επαινούν και κατηγορούν, και ταύτα όλα κη-ρυττόμενα δια των ιδίων εφημερίδων θέλει να γνωρίζη το γένος εις ιδικήν του εφημερίδα εξ εκείνων μεταφραζόμενα».

Κείμενο σύντομο, όπου με σαφήνεια διατυπώνονται οι προθέσεις του συντάκτη σχετικώς με την χρησιμότητα και την ανάγκη της ενημέρωσης αλλά και με την αποστολή του Τύπου, χάρη στην ύπαρξη του οποίου θα μπορούσε να επιτυγχάνεται η «συνάφεια», με άλλα λόγια η συσπείρωση του αγωνιζόμενου έθνους, τόσο για όσα συντελούνταν στο εσωτερικό μέτωπο αλλά και για εκείνα που διατυπώνονταν από εξωτερικές πηγές σχετικά με τον Αγώνα.

Την 1η Αυγούστου του 1821 εκδίδεται λοιπόν η πρώτη έντυπη εφημερίδα στην Ελλάδα στην ελεύθερη πια Καλαμάτα.

Τυπικά θέματα, που αφορούσαν την συχνότητα του φύλλου («ημέραν παρ’ ημέραν εξαιρουμένης της Κυριακής και  των μεγάλων εορτών»), τον αριθμό των σελίδων («ανά τέσσάρας σελίδας»), το ποσόν της ετήσιας συνδρομής («γρόσια πεντήκοντα»), αλλά και την αποστολή του φύλλου στους συνδρομητές, η οποία θα γίνεται «κατ’ ευκαιρίαν, δια την έλλειψιν ταχυδρομικών αμαξών», δηλώνονται ως κατακλείδα σε κάθε έντυπο.

Στα πρώτα τρία φύλλα δημοσιεύτηκαν η προκήρυξη του Δ. Υψηλάντη, το κείμενο «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος» του Αλέξανδρου Υψηλάντη και άλλα συναφή που απευθύνεται προς τους Έλληνες, από το στρατόπεδο του Ιασίου, καθώς επίσης και η έκκληση του ιδίου προς τους κατοίκους της Λειβαδιάς, μέσω της οποίας τους καλούσε να πάρουν τα όπλα κατά του εχθρού.

Επίσης έχουμε κείμενα φρονηματιστικά, προκειμένου να ενδυναμώσουν το αγωνιστικό πνεύμα των μαχόμενων Ελλήνων: «Δεν έπρεπεν εις τον πόλεμον τούτον να μένη κανείς αργός ή αδιάφορος. Επιστηριγμένοι εις την θείαν βοήθειαν όλοι οι ομογενείς λαοί εσυμφώνησαν και απεφάσισαν να πιάσουν τα  όπλα, δια να καταστρέψουν την παράνομον και απάνθρωπον τυραννίαν, από την οποίαν το γένος εβασανίζετο τόσους χρόνους.

Τα αναντίρρητα δίκαια του πολέμου μας σεβόμενα και όλα τα έθνη της Ευρώπης, στέκονται μακρόθεν αδιάφορα δια τους πολιτικούς των δεσμούς, με την ψυχήν όμως μας εύχονται οι φιλέλληνες έκβασιν αγαθήν. Και δεν είναι καμία αμφιβολία ότι θέλομεν λάβει την αγαθήν ταύτην έκβασιν, εάν έχομεν μεταξύ μας συμφωνίαν…».

Ενδιαφέρον  παρουσιάζουν κείμενα με τα οποία συνιστούσε στους επαναστάτες να μην κακοποιήσουν τους άοπλους Τούρκους και όσους παρέδιδαν τον οπλισμό τους. Γιατί σκοπός της Επανάστασης είναι να  χτυπήσει την τυραννία και όχι τους αδύναμους.

Τέλος θα πρέπει να αναφέρουμε ότι στο τρίτο φύλλο υπάρχει η έκκληση του Πέτρου Μαυρομιχάλη και της Μεσσηνιακής Συγκλήτου προς τις ευρωπαϊκές δυνάμεις σχετικά με την ελληνική επανάσταση με τίτλο «Προειδοποίησιν εις τας Ευρωπαϊκάς Αυλάς».

Τέταρτο φύλλο δεν κυκλοφόρησε γιατί η «συμφωνία» στην οποία προέτρεπε η εφημερίδα τους Έλληνες δεν ίσχυσε μεταξύ των δύο υπευθύνων για την έκδοση της «Ελληνικής Σάλπιγγας»: του εκδότη Θεόκλητου Φαρμακίδη και του Δημητρίου Υψηλάντη, εκπροσώπου της εξουσίας, ο οποίος θέλησε, σύμφωνα με τον Θεόκλητο Φαρμακίδη, να ασκεί κάποιο είδος προληπτικής λογοκρισίας.

Άκαμπτος και ανένδοτος σε ό,τι θεωρούσε δεσμευτικό για την άσκηση του έργου του ο πρώτος, αδέξια δεσποτικός ο δεύτερος, πεπεισμένος πως εκπροσωπούσε στη χώρα την «υπέρτατη αρχή», δεν κατόρθωσαν να συμφωνήσουν. Η διχογνωμία τους ήταν η αιτία για τη διακοπή της πρώτης, έντυπης εφημερίδας που λειτούργησε σε ελληνικό έδαφος, στις απαρχές του Αγώνα.

Η διακοπή της «Ελληνικής Σάλπιγγος» σήμανε ουσιαστικά την αναστολή της λειτουργίας εφημερίδων τα έτη 1822 και 1823. Μόνη και σύντομη εξαίρεση η χειρογραμμένη εφημερίδα «Ο Αχελώος», που κυκλοφόρησε στις αρχές του 1822, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω.

Διέρρευσε συνεπώς μία ολόκληρη διετία χωρίς εφημερίδες, μία εκδοτική ανάπαυλα έως το έτος 1824, όταν αρχίζουν να λειτουργούν, περίπου ταυτοχρόνα δημοσιογραφικά φύλλα σε πόλεις – κλειδιά διεξαγωγής του Αγώνα αλλά και τόπους όπου διαμορφώνονταν οι πολιτικοί σχεδιασμοί και η στρατιωτική δράση.

Ελληνικά Χρονικά

Η διασημότερη εφημερίδα του Αγώνα ήταν τα “ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ” που εκδόθηκε στο Μεσολόγγι στις 1 Ιανουαρίου 1824. Η έκδοση και η επιτυχία της οφείλεται σε δύο σημαντικότατους φιλέλληνες, τον Άγγλο συνταγματάρχη Λέϊσεστερ Στάνχοπ (Leicester Stanhope), απεσταλμένο του Φιλελληνικού Κομιτάτου και τον Ιωάννη Ιάκωβο Μάγερ. Ο συνταγματάρχης Λέϊσεστερ Στάνχοπ (Leicester Stanhope), το φθινόπωρο του 1823 έφθασε στην Ελλάδα, φέρνοντας εκτός από άλλα πολλά εφόδια, δύο τυπογραφεία και δύο λιθογραφεία. Ο Στάνχοπ ήταν θερμός οπαδός των φιλελεύθερων ιδεών και της ελευθεροτυπίας, γεγονός που τον έφερνε συχνά σε σύγκρουση με τον λόρδο Μπάιρον. Αφού περιηγήθηκε την Πελοπόννησο και τη Στερεά, οργάνωσε ταχυδρομική υπηρεσία, ίδρυσε νοσοκομεία, σχολεία κλπ. Το Δεκέμβριο του 1823 έφθασε στο Μεσολόγγι, όπου επέλεξε τον Ιωάννη Ιάκωβο Μάγερ ως εκδότη και συντάκτη μιας Ελληνικής εφημερίδας.

Ο Ιωάννης Ιάκωβος Μάγερ, ήταν Ελβετός φοιτητής της φαρμακευτικής στη Ζυρίχη. Από το 1821, σε ηλικία 23 ετών, κατέβηκε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στο Μεσολόγγι, όπου έδωσε τον εαυτό του στην υπηρεσία του αγώνα. Αφού πήρε την Ελληνική υπηκοότητα και παντρεύτηκε Μεσολογγίτισσα, εργάστηκε ως φαρμακοποιός, πολεμιστής και κυρίως εκδότης, μέχρι τις 10 Απριλίου 1826, οπότε σκοτώθηκε στη διάρκεια της Εξόδου, ο ίδιος και η οικογένεια του. Ο Μάγερ ήταν ο  κατάλληλος άνθρωπος για το συνταγματάρχη Στάνχοπ.

Ο Μάγερ στα  δύο χρόνια ζωής της εφημερίδας έδωσε μάχες για την διατήρηση της ελευθεροτυπίας, όχι μόνο κατά των απόψεων του Λόρδου Μπάιρον, αλλά ιδίως κατά της νοοτροπίας των Φαναριώτικων κύκλων και συγκεκριμένα του Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου. Όπως μαρτυρεί ο Κασομούλης «Ο Μάγερ κηρύττων εαυτόν δημοκρατικότατον ποτέ δεν ωνόμασεν εκλαμπρότατον ή πρίγκηπα τον Μαυροκορδάτον ως άλλοι, άλλ’ απλώς κύριον Μαυροκορδάτον».

Για να γνωρίσουμε  και λίγο το Μάγερ θα πρέπει να ενσκήψουμε στα κείμενά του. Γράφει λοιπόν «… Αι θύραι των δικαστηρίων μας είναι ανεωγμέναι. Και οι νόμοι θεωρούν τον δυστυχέστερον χωρικόν εξ ίσου με τον πλουσιότερον άρχοντα της Ελλάδος. Τουλάχιστον τοιουτοτρόπως εκφράζεται το εξαίρετον πολιτικόν ημών Σύνταγμα…». Και ο λόγος του πάντα κρυστάλλινος προσθέτει: «… Ξεύρομεν όλοι ότι είναι τόσαι αι βδέλαι, αι οποίαι όσο ρουφούν τόσο διψούν… Τόσαι αι σακούλαι αι οποίαι όσο γεμίζουν τόσο ζητούν…». Γι αυτό πρέπει «η Βουλή να επαγρυπνή…».

Επίσης σε άλλο κείμενό του αναφερόμενος στις διαπάλες των αρχηγών λέει: «… Τινές εκ των αρχηγών μας ορέγονται το πρωτείον και το ζητούσιν από την παρτίδα με το σπαθίον των, άλλοι δε προσπαθούν να το αποκτήσωσιν με την απάτην και τη μυστικότητα. Αλλ’ όμως ούτε αυτοί, ούτε εκείνοι δεν είναι άξιοι δι’ αυτό. Δυο και πρέπει να αφανιστή εξ ίσου και το σύστημα το κλέφτικο αλλά και το σύστημα το καταχθόνιον του Φαναρίου…».

Για το ποιος αγωνίστηκε για την ελευθερία της Ελλάδας αναφέρει χαρακτηριστικά: «… μήτε από τον διεφθαρμένον μακιαβελισμόν μήτε το τουρκικόν στραβόν σπαθίον δοξάζεται η πατρίς. Ούτε εκείνο ούτε τούτο ελύτρωσαν την πατρίδα. Ο λαός την έσωσεν. Η απόφασίς του, η σταθερότης του, ο χαρακτήρ του, ταύτα μόνο την έσωσαν…»

Κρυστάλλινος ο λόγος του Μάγερ γράφει στην εφημερίδα του, τα «Ελληνικά Χρονικά», Ιανουάριος 1824, «… Οι Ελληνες έχουν εις το να γράφωσιν το αυτό επίσης δικαίωμα καθώς και το να πνέωσι και να ζώσι. Και από κανένα νόμον το τοιούτον δεν απαγορεύεται. Οι δε περί του Τύπου νόμοι πρέπει να είναι όμοιοι με τους περί του προφορικού λόγου, διότι η γραφή δεν είναι και αυτή άλλο τι ειμή τρόπος καθ’ ον εκφράζομεν τα διανοήματα της ψυχής μας έκαστος πολίτης οποιασδήποτε καταστάσεως υπόκειται εις ευθύνας των έργων και λόγων του…».

Στις κρίσιμες του Μεσολογγίου ώρες η άποψη του για την πολιτική εξάρτηση κάποιων σε ξενόφερτα συμφέροντα είναι ντοκουμέντα πατριωτισμού και ευθύνης. «… Δεν είναι – γράφει – πλέον καιρός να ευχαριστείτε τα πάθη και να εξετάζετε ποιος είναι ο φραντζεζολάτρης (φίλος των Γάλλων) και ποιος ο εγγλεζολάτρης (των Αγγλων) αλλά είναι ώρα να σώσωμεν την πατρίδα μας ημείς οι ίδιοι δι’ ημάς αυτούς. Ούτε τον Δούκα της Ορλεάνης ούτε τον Κοχράνη έχομεν οπού να έλθουν να σώσουν σήμερον αλλά τα πάντα εξαρτώνται από ημάς τους ιδίους».

Η εφημερίδα τα «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ» έχει στην προμετωπίδα της όλο το πιστεύω του Μάγερ αυτό που το σαλπίζει σε εφτά μόλις λέξεις. Ο δημοσιογράφος γράφει κάθε μέρα ανοιχτά σ’ όλους ότι «Η δημοσίευσις είναι η ψυχή της Δικαιοσύνης». Η μεσολογγίτικη εφημερίδα είχε να παλέψει με πολλές αντιξοότητες, με τις επεμβάσεις της εξουσίας αλλά και των καπεταναίων.

Τυπογράφος της συγκεκριμένης εφημερίδας ήταν ο Δημήτριος Μεσθενέας, ο οποίος και διηύθυνε το τυπογραφείο. Κοντά του μαθήτευσαν οι Μεσολογγίτες Ιωάννης Πεπονής και Χρήστος Ντάγκλας, καθώς κι ο Σάμιος Σπυρίδων Παιδάκος. Τις μεταφράσεις των ξένων κειμένων έκανε ο Δ. Παυλίδης, δάσκαλος από τη Σιάτιστα κι ο Θανάσης Πεπονής βοηθούσε μερικές φορές στη στοιχειοθεσία.

Από το πρώτο έως το τριακοστό πρώτο φύλλο η εφημερίδα τυπώθηκε με πρωτοβουλία και εξοπλισμό που διέθετε ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ενώ από το τριακοστό δεύτερο φύλλο, αυτό της 20ης Απριλίου 1824, άρχισε να τυπώνεται στο πιεστήριο που έφερε με πολλές δυσκολίες στο Μεσολόγγι ο άγγλος συνταγματάρχης Λέϊσεστερ Στάνχοουπ (Leicester Stanhope).

α “ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ” κυκλοφορούσαν δύο φορές την εβδομάδα κι η τρίμηνη συνδρομή κόστιζε έξι ισπανικά τάλιρα. Εκδότης και διευθυντής της εφημερίδας, όπως προείπαμε, ήταν ο Ελβετός φιλέλληνας γιατρός Ιωάννης Ιάκωβος Μάγερ και αυτό προκύπτει από σχετική ειδοποίηση: «Ειδοποιούνται οι Κύριοι Συνδρομηταί, όταν λαμβάνωσιν οποιανδήποτε χρείαν πληροφορίας, ή ούτινος άλλου αναφερομένου εις την εφημερίδα, να διευθύνωσι τας επιστολάς των προς τον Συντάκτην, Δότορ Ιωάννην Ιάκωβον Μάγερ». Εκατό φύλλα από κάθε έκδοση διανέμονταν δωρεάν στους κατοίκους του Μεσολογγίου με έξοδα της Διοικήσεως Δυτικής Ελλάδος, δεδομένου ότι η εφημερίδα ήταν ημιεπίσημο όργανο της Διοικήσεως Δυτικής Ελλάδος

Η έκδοση της συγκεκριμένης εφημερίδας συνέπεσε με την πιο ηρωική περίοδο του Αγώνα στη Δυτική Στερεά Ελλάδα και πιο συγκεκριμένα για το διάστημα από την Πρωτοχρονιά του 1824 μέχρι τις 20 Φεβρουαρίου του 1826. Στο διάστημα όμως αυτό σημειώθηκαν αρκετές διακοπές στην έκδοσή τους που οφείλονταν στα δεινά του πολέμου και τις τραγικές συνθήκες που δημιούργησε ο γενικός αποκλεισμός της πόλης του Μεσολογγίου από τις στρατιές του Κιουταχή και του Ιμπραήμ, η έλλειψη εφοδίων κι ο λιμός που ακολούθησε. Στο φύλλο 65-66 της 19ης Αυγούστου 1825, η εφημερίδα δικαιολογώντας τις διακοπές αυτές γράφει: «Ζητούμε συγγνώμην από τους κυρίους συνδρομητάς μας διά την διακοπήν, την οποίαν εξ ανάγκης μεταχειριζόμεθα ενίοτε εις την εφημερίδα. αι συνεχείς ζημίαι, τας οποίας από τον εχθρικόν πυροβολισμόν πάσχει η τυπογραφία, γίνονται αιτίαι αναπόφευκτοι ταύτης της διακοπής…».

Συνολικά τα “Ελληνικά Χρονικά” κυκλοφόρησαν 226 φύλλα (106 φ. το 1824, 105 φ. το 1825 και 15 φ. το 1826). Ανατύπωση ολόκληρης της σειράς των «Ελληνικών Χρονικών» έγινε το 1840 από τον Κ. Λεβίδη.

Εφημερίς Αθηνών

Οκτώ μήνες μετά την από την έκδοση των «ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΧΡΟΝΙΚΩΝ» της εφημερίδας του Μεσολογγίου, ήρθε η στιγμή να αποκτήσει και η Αθήνα την δική της εφημερίδα. Αυτό συνέβη χάρη στην φροντίδα και στον τυπογραφικό εξοπλισμό που προσέφερε ο Λέϊσεστερ Στάνχοπ (Leicester Stanhope), πάντα «…εξ ονόματος του Φιλελληνικού Κομιτάτου του Λονδίνου».

Αν και το όνομα του εντύπου είναι «ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΑΘΗΝΩΝ», το πρώτο τεύχος της αθηναϊκής εφημερίδας κυκλοφόρησε στις 20 Αυγούστου 1824, ημέρα Τετάρτη, στη Σαλαμίνα, όπου είχε εγκατασταθεί προσωρινά το τυπογραφείο εξαιτίας των πολεμικών γεγονότων και από το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου το τυπογραφείο μεταφέρθηκε στην Αθήνα, όπου και παρέμεινε έως το οριστικό κλείσιμο της εφημερίδας, τον Απρίλιο του 1826, όταν τα στρατεύματα του Κιουταχή πολιορκούσαν την πόλη της Παλλάδος. Εκδότης και συντάκτης του αθηναϊκού φύλλου ήταν ο Γεώργιος Ψύλλας, ο Αθηναίος, ο οποίος ήταν γεννημένος το 1794 και βρέθηκε σε πολύ νεαρή ηλικία, το 1816, υπότροφος της «Φιλομούσου Εταιρείας Αθηνών», να σπουδάζει σε πανεπιστήμια της Δύσης, όπως της Πίζας αρχικά και αργότερα της Ιένας. Η Ιένα (Jena) είναι πόλη της Γερμανίας που βρίσκεται στο ομόσπονδο κρατίδιο της Θουριγγίας και είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Θουριγγίας μετά την Έρφουρτ. Η πόλη είναι διάσημη κυρίως για το ομώνυμο πανεπιστήμιό της και για την εταιρία κατασκευής οπτικών Καρλ Τσάις (Karl Zeiss).

Τις σπουδές του τις οφείλει στο μητροπολίτη, πρώην Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιο, στον Ιωάννη Καποδίστρια και στη Ρωξάνη Στούρτζα, κόμισσας Έδλιγγ, οι οποίοι μεριμνούσαν για την προετοιμασία νέων Ελλήνων, απαραίτητων στελεχών, που επρόκειτο να καλύψουν μελλοντικές ανάγκες του έθνους. Μετά την Ιταλία ο νεαρός Ψύλλας σπούδασε νομικά στα γερμανικά πανεπιστήμια του Gottingen και του Βερολίνου. Στην τελευταία πόλη τον βρήκε το άγγελμα της ελληνικής επανάστασης και όπως σημειώνει ο ίδιος στα Απομνημονεύματα του «…αμέσως απεφάσισα να επανέλθω εις Αθήνας».

Στην επιστροφή του υπηρέτησε ως μέλος του «ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΚΡΙΤΗΡΙΟΥ» έως τον Μάιο του 1824, ενώ ήδη από το έτος 1822 είχε ονομασθεί παραστάτης Αθηνών στην Α’ και Β’ Εθνική Συνέλευση.

Τον Ιανουάριο του 1824 ο Στάνχοπ, πριν αναχωρήσει για την Βρετανία, του πρότεινε να αναλάβει την έκδοση δημοσιογραφικού φύλλου δωρίζοντας συνάμα το δεύτερο τυπογραφείο στην πόλη των Αθηνών, μαζί και μηνιαίο χρηματικό ποσόν πενήντα λιρών, εκ μέρους του Φιλελληνικού Κομιτάτου του Λονδίνου, ως αμοιβή του εκδότη.

Όπως όλες οι εφημερίδες του Αγώνα, η «ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΑΘΗΝΩΝ» δημοσιεύει συστηματικά ειδήσεις πολεμικές, θέματα σχετικά με τις πολιτικές εξελίξεις, τις διπλωματικές προσπάθειες της ηγεσίας να επιτύχει την ενίσχυση των δυτικών κυβερνήσεων, γενικώς όλα όσα αναφέρονται στην επικαιρότητα πολιτική και στρατιωτική. Συνάμα δημοσιεύει άρθρα για το πολίτευμα, τους νόμους και τους θεσμούς, τον Τύπο και την ελευθεροτυπία. Στόχος της εφημερίδας είναι η αφύπνιση των συνειδήσεων, η σωστή διαμόρφωση της κοινής γνώμης, «το μόνον και μοναχόν σχολείον» ενώ συγχρόνως ζητεί από τους λογίους του έθνους να συνεργήσουν «…το κατά δύναμιν.,. εις την πρόοδον των ελευθέρων εφημερίδων, οι οποίες είναι οι άγγελοι της κοινής γνώμης και πρόδρομοι της ευτυχίας και της ελευθερίας των λαών» («Εφ. Αθηνών», τχ. 10, Οκτώβριος 1825).

Η σημαντική άλλωστε προσφορά του Γεωργίου Ψύλλα στην εφημερίδα και γενικότερα στον νεοελληνικό βίο είναι ότι με την γραμμή που χάραξε στην «ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΑΘΗΝΩΝ» και την οποία σταθερά τήρησε, απέβλεπε να διαφωτίσει τον πολίτη, να του δώσει την δυνατότητα να στοχάζεται και να ενεργεί ως υπεύθυνο πολιτικό άτομο.

Η δημοσιότητα εξάλλου την οποία έδωσε σε θέματα της παιδείας και των γραμμάτων, το ενδιαφέρον που εκδηλώθηκε και αναδείχθηκε μέσα στις σελίδες του φύλλου για τα σχολεία, για την διάσωση των αρχαιοτήτων, προσδίδουν στην «ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΑΘΗΝΩΝ» τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της, σφραγισμένο από την προσήλωση του εκδότη στην προαγωγή των πνευματικών θεμάτων. Η χρησιμοποίηση εξάλλου της δημοτικής γλώσσας από τον Γεώργιο Ψύλλα εκφράζει την πίστη του στην «φυσική φωνή του έθνους», στο «εθνικό σύστημα», κορυφαίοι του οποίου στάθηκαν σύμφωνα με τον Γεώργιο Τερτσέτη στα χρόνια αυτά «…ο Σολωμός, ο Σπ. Τρικούπης και ο Γεώργιος Ψύλλας». (Γ. Τερτσέτης, Ανέκδοτοι Λόγοι, έκδ.β’, 1970,τ. 1ος, σσ. 210-212).

Η εφημερίδα αυτή κυκλοφόρησε κατά διαστήματα μέχρι τις 15 Απριλίου το 1826 οπότε στο 37ο φύλλο ο συντάκτης Γ. Ψύλλας ανακοίνωσε την διακοπή της κυκλοφορίας.

Φίλος του Nόμου

Το πρώτο φύλλο της εφημερίδας ο «ΦΙΛΟΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ» κυκλοφόρησε στις 10 Μαρτίου το 1824 και το τελευταίο στις 27 Μαΐου 1827 στην Ύδρας. Είναι η εφημερίδα με την μεγαλύτερη διάρκεια στην ιστορία του ελληνικού Τύπου την εποχή του μεγαλειώδους εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα του 1821.

Τυπωνόταν τακτικά δυο φορές την εβδομάδα, κάθε Δευτέρα και Παρασκευή, ως ανεξάρτητο φύλλο αρχικά και από το τεύχος 12, της 25 Απριλίου 1824, με βάση το διάταγμα 972, της 14 Απριλίου του ίδιου έτους, ως επίσημη εφημερίδα της «Διοικήσεως και της νήσου Ύδρας» σύμφωνα με την προσθήκη στον αρχικό τίτλο της και είχε πλήρη ενημέρωση με ειδήσεις κυρίως από τον αγώνα των Ελλήνων Ναυτικών Επαναστατών.

Εκδότης ήταν ο φιλέλληνας Ιταλός Ιωσήφ Κιάππε ο οποίος ήξερε πολύ καλά ελληνικά. Ο Κιάππε ήταν από τους πρώτους ξένους που έφθασαν στην επαναστατημένη Ελλάδα. Αντιπροσωπευτικός τύπος του Ευρωπαίου επαναστάτη της εποχής. Είχε σπουδάσει νομικά στη Γαλλία και ακολούθησε τον Ναπολέοντα στις εκστρατείες του πιστεύοντας ότι επρόκειτο να είναι ο απελευθερωτής της Ευρώπης. Μετά την ήττα του τελευταίου στο Βατερλό, ο Κιάππε επέστρεψε στην πατρίδα του και εργάστηκε ως νομικός.

Η επαναστατική ορμή του εν τούτοις τον έφερε και πάλι να συμμετέχει στην επανάσταση της Νάπολης τον Ιούλιο του 1820 και μετά την αιματηρή καταστολή της τον Μάρτιο του 1821 από τους.

Αυστριακούς, εγκατέλειψε το Λιβόρνο καταφεύγοντας στα Επτάνησα. Στην Ύδρα, όπου έφθασε αμέσως κατόπιν, έζησε όλα τα χρόνια του Αγώνα, έμπιστος των αδελφών Κουντουριώτη.

Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της υδραίικης εφημερίδας είναι ο συνδυασμός σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα, του ανεπίσημου και του επίσημου δημοσιογραφικού οργάνου, γεγονός που είχε ως επακόλουθο να ακολουθήσει διαφορετική στάση απέναντι στην Διοίκηση, ιδίως στην δεύτερη φάση, όταν αποδεσμεύθηκε από την επίσημη ιδιότητα και άσκησε οξύτατη κριτική εναντίον της εξουσίας και των φορέων της.

Σε κάθε περίπτωση υπήρξε το προσωπικό όργανο του Γεωργίου και Λαζάρου Κουντουριώτη έχοντας την αμέριστη υποστήριξη των δύο αδελφών. Έτσι εξηγείται και ο τοπικός χαρακτήρας της εφημερίδας, πράγμα που χαρακτήρισε άλλωστε τόσο τα «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ» όσο και την «ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΑΘΗΝΩΝ».

Στο διάστημα που εκπροσωπούσε την Διοίκηση, ο «ΦΙΛΟΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ» δημοσίευε αποφάσεις, ψηφίσματα, πράξεις και εγκυκλίους καθώς και τα Πρακτικά του Βουλευτικού ενώ η ειδησεογραφία, πλούσια και ενδιαφέρουσα, αναφερόταν σε θέματα του πολέμου, σε πολιτικούς χειρισμούς και ιδίως στο μείζον θέμα της διχόνοιας και των εμφυλίων συγκρούσεων. Κείμενα σχετικά με τις δραματικές προεκτάσεις των αντιπαραθέσεων, όπως παρουσιάζονταν στην εφημερίδα της Ύδρας αποκτούν ιδιαίτερο ενδιαφέρον διότι εκφράζουν επίσημες στάσεις και απόψεις, την πολιτική και τα μέτρα της Διοίκησης προκειμένου να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά η ανταρσία.

Ας σημειωθεί ότι και οι άλλες εφημερίδες αυτών των χρόνων αφιέρωναν μεγάλο μέρος της ύλης τους στο σοβαρό αυτό πρόβλημα που έθεσε συχνά σε κίνδυνο την ίδια την έκβαση του Αγώνα.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα περιεχόμενα της εφημερίδας, όταν τον Οκτώβριο του 1825 έπαψε να είναι το επίσημο όργανο της διοίκησης και εγκαινίασε αυστηρή κριτική απέναντί της και απέναντι στο επίσημο πια δημοσιογραφικό φύλλο, τη «ΓΕΝΙΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ». Συνεργάτες της, όπως οι αδελφοί Αλέξανδρος και Παναγιώτης Σούτσος αρθρογραφούν επωνύμως, υπερασπιζόμενοι κατά τα έτη 1826 και 1827, τις συνταγματικές ελευθερίες και τους συνταγματικούς θεσμούς. Η εφημερίδα περιλαμβάνει άφθονη αρθρογραφία σχετικά με ευαίσθητα θέματα ελευθερίας του Τύπου. Είναι χαρακτηριστικό ότι δημοσιεύτηκαν πολλά κείμενα για να υπερασπιστούν το Θεόκλητο Φαρμακίδη, όταν η Διοίκηση αποφάσισε να του κάνει «έξωση» από την «ΓΕΝΙΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ».

Η ειδησεογραφία γίνεται ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα σε τούτη την περίοδο όταν οι πολιτικές εξελίξεις, τα στρατιωτικά γεγονότα, οι εξωτερικές παρεμβάσεις αποκτούν δραματική ένταση. Στο σημείο αυτό να σημειώσουμε ότι η γεωγραφική θέση της Ύδρας ευνοούσε την ανεμπόδιστη επικοινωνία και επομένως επέτρεπε άνετη και πλούσια συγκομιδή ειδήσεων, γεγονός που διευκόλυνε ιδιαίτερα την πληθώρα και την ποικιλία της ύλης.

Ελληνικός Τηλέγραφος ή Il Telegrafio Greco

Από το Μάρτιο έως το Δεκέμβριο του 1824 κυκλοφόρησε στο Μεσολόγγι ο «ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΤΗΛΕΓΡΑΦΟΣ» από τον Ιταλό φιλέλληνα Κόμιτα Πέτρο Γκάμπα. Η εφημερίδα γραφόταν στα Γαλλικά, Ιταλικά, Αγγλικά και Γερμανικά και περιείχε άρθρα υπέρ του Αγώνα.

Γενική Εφημερίς της Ελλάδος

Είναι το πρώτο, ουσιαστικά, επίσημο όργανο της Διοίκησης, καλύπτοντας για επτά συνεχή έτη, από το 1825 έως το 1832, τα προγράμματα των εκάστοτε κυβερνήσεων, δημοσιεύοντας κατά προτεραιότητα επίσημα έγγραφα και αποφάσεις, τα Πρακτικά του Βουλευτικού, κυβερνητικές ανακοινώσεις και άλλα συναφή κείμενα.

Πρόκειται για το πλέον συγκροτημένο φύλλο αυτής της περιόδου με πλούσια ύλη και εκτεταμένη ειδησεογραφία, την οποία ο υπεύθυνος εκδότης αντλούσε συστηματικά, προκειμένου ιδίως για νέα εξωτερικά, από δυτικές εφημερίδες, χωρίς να παραλείπει να παραθέτει τις πηγές των πληροφοριών του.

Ο ίδιος διεκπεραίωνε το σύνολο της συντακτικής εργασίας. Πρέπει επίσης να σημειωθεί, ότι είχαν καθιερωθεί ορισμένοι κανόνες προς διευκόλυνση των αναγνωστών, όπως ήταν η συνεχής αρίθμηση των σελίδων του κάθε φύλλου, η αρίθμηση των τευχών, κ.λπ. Συχνή ήταν και η χρησιμοποίηση παραρτημάτων, συνήθεια που είχε επικρατήσει ήδη από τις προεπαναστατικές εφημερίδες. Μόνο που στην περίπτωση της «ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ» τα παραρτήματα είναι πολύ περισσότερα λόγω της ύλης που περίσσευε.

Η εφημερίδα εκδιδόταν άλλοτε στο Ναύπλιο και άλλοτε στην Αθήνα και θεωρείτο η εγκυρότερη και αρτιότερη εφημερίδα της εποχής της, με πολυάριθμο επιτελείο συνεργατών. Κυκλοφορούσε δυο φορές την εβδομάδα κάθε Τετάρτη και Σάββατο και αποτελείτο από τέσσερις σελίδες διαστάσεως 0,28χ0,22 με ένα δίστηλο η καθεμιά. Δημοσίευσε πρακτικά του Βουλευτικού και Εκτελεστικού, ειδήσεις από το εξωτερικό, φιλολογικές συνεργασίες και ποιήματα. Τις ειδήσεις του εξωτερικού τις αναδημοσίευαν από τις ευρωπαϊκές εφημερίδες που έφθαναν στο Ναύπλιο με τα πολεμικά πλοία.

Εκδότης της ορίστηκε ο Θεόκλητος Φαρμακίδης, με το Προβούλευμα αρ. 130 του Βουλευτικού, δημοσιευμένο στο πρώτο φύλλο της «ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ», με την υπογραφή του Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου, Γενικού Γραμματέως του Εκτελεστικού.

Χαρακτηριστικά το πρακτικό του Εκτελεστικού όριζε:

α) Ο κύριος Θεόκλητος Φαρμακίδης διορίζεται εφημεριδιογράφος της διοίκησης (ο όρος αυτός προέρχεται από τη Δύση την εποχή της Διαφώτισης, υπάρχει ακόμα και σήμερα αλλά ο σωστός είναι δημοσιογράφος. Γιατί δημοσιογράφος σημαίνει ότι ασχολούμαι με τα δημόσια και τα γράφω ή τα καταγράφω προς τρίτους δηλαδή το κοινό).

β) Θέλει έχει υπό διεύθυνση του την τυπογραφεία της διοικήσεως, συγκεκριμένη από τρία πιεστήρια με όλα τα αναγκαία των.

Σ’ αυτή τη θέση ο Θεόκλητος Φαρμακίδης έδειξε σύνεση και μετριοπάθεια, κατανοώντας το κρίσιμο των περιστάσεων και πιστεύοντας στην εθνική ενότητα, όταν οι εμφύλιες έριδες καταπονούσαν το Πανελλήνιο. Ωστόσο, η τακτική του να δημοσιεύει κείμενα που ασκούσαν ενίοτε κριτική στις πράξεις της Διοίκησης είχε ενοχλήσει ορισμένους ηγετικούς κύκλους, οι οποίοι πολύ σύντομα, σε διάστημα έξι περίπου μηνών αφότου είχε αναλάβει τη «ΓΕΝΙΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ», δε δίστασαν να ζητήσουν την «έξωση» του. Η απαίτηση προκάλεσε σάλο, διότι, όπως σωστά τόνισε στην αγόρευση του ο Σπυρίδων Τρικούπης, με την οποία και επέτυχε την ανάκληση του μέτρου, το Βουλευτικό με αυτή του την ενέργεια δε στρεφόταν απλώς εναντίον του «συντάκτου» αλλά εναντίον της «δημοσιότητος».

Συμπαραστάτης προς τον Φαρμακίδη και ο εκδότης της εφημερίδας της Ύδρας, ο οποίος όχι μόνο υπερασπίσθηκε τον Φαρμακίδη στο όνομα της ελευθεροτυπίας αλλά και δημοσίευσε την συνέχεια της επίμαχης διατριβής το πρώτο μέρος της οποίας είχε δημοσιευθεί στην «ΓΕΝΙΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ» και είχε προκαλέσει την μήνι των πολιτικών. (Γεν. Εφημερίς, τχ. 41,27/21826, τχ.27,9/1/1826 σ.106-108, τχ. 32-3727/1/-13/2/1826. Η αγόρευση του Σπ. Τρικούπη, στο τχ. 42,3./3/1826,σ.167-168. Αυτή η πρώτη σύγκρουση του Φαρμακίδη με τους πολιτικούς δεν επρόκειτο να είναι η τελευταία. Πριν περάσει μεγάλο χρονικό διάστημα οι αντιπαραθέσεις και οι επεμβάσεις τον υποχρέωσαν να προχωρήσει σε διακοπή της συνεργασίας του με την εφημερίδα. Πράγματι, στο τεύχος 47, του Ιουνίου 1827 της «ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ», δημοσιεύει κείμενο με την υπογραφή του για να «ειδοποιήσει» ότι «παραιτείται δια περιστάσεις ιδιαιτέρας», προσθέτοντας ότι «τα εμπόδια ήσαν πολλά, και δεν ήταν εις την εξουσίαν μου να τα νικήσω».

Με την αποχώρηση του από την «ΓΕΝΙΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ» ο Φαρμακίδης έβαλε τέρμα και στις δημοσιογραφικές του επιδόσεις. Θα υπηρετήσει έκτοτε και έως τον θάνατο του, στις 21 Απριλίου 1860, το έθνος από θέσεις δημόσιες στους τομείς της παιδείας και της Εκκλησίας.

Αξίζει να αναφερθεί ότι στο φύλλο στις 22 Οκτωβρίου του 1825 δημοσιεύθηκε φιλολογικό άρθρο, ανάλυση στον ύμνο προς την Ελευθερία του Δ. Σολωμού, με τα αρχικά Σ.Τ., πρόκειται για τον Σπυρίδωνα Τρικούπη. Στο φύλλο υπάρχει και η είδηση ότι ο ύμνος προς την Ελευθερία τυπώθηκε για τρίτη φορά στο Μεσολόγγι και ο Διονύσιος Σολωμός έστειλε ένα μεγάλο αριθμό αντιτύπων στο Ναύπλιο, ώστε κάποια να μοιραστούν δωρεάν σε φτωχούς πολίτες και ένας άλλος αριθμός να πωληθούν στους πλουσιότερους και τα χρήματα αυτά να χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή του νοσοκομείου του Ναυπλίου.

Μετά την παραίτηση του Θεόκλητου Φαρμακίδη, στις 4 Ιουνίου 1927, η εφημερίδα συνεχίζει την έκδοσή της με τον Γεωργίο Χρυσίδη. Αλλάζει τίτλο και ο νέος τίτλος της είναι ΕΘΝΙΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΣ. Αλλά και αυτός ο τίτλος δεν θα παραμείνει για πολύ. Θα ξαναλλάξει παίρνοντας τώρα τον τίτλο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΜΗΝΥΤΩΡ, μέχρι τέλος να καταλήξει με τον τίτλο ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ.

Εφημερίς της κυβερνήσεως του βασιλείου την Ελλάδος

Μετά από αυτές τις αλλαγές η εφημερίδα στις 19 Φεβρουάριο του 1833, με την έκδοση από το βασιλιά Όθωνα στο Ναύπλιο του σχετικού διατάγματος, θα ιδρυθεί η ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ με πρώτο διευθυντή τον Γεώργιο Αποστολίδη Κοσμητή. Χαρακτηριστικό αυτής της εποχής είναι ότι μέχρι να ενηλικιωθεί ο Όθωνας, τα κείμενα που δημοσιεύονταν συντάσσονταν στα ελληνικά και γερμανικά, λόγω και της Αντιβασιλείας των Βαυαρών που κυριαρχούσε εκείνη την εποχής στη χώρα μας.

Έτσι η ΓΕΝΙΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ μετά από αρκετές παλινωδίες καταλήγει να γίνει το επίσημο έντυπο του ελληνικού κράτους όπως είναι και σήμερα.

Η πρώτη εγκατάσταση του λεγόμενου Εθνικού Τυπογραφείου έγινε το 1835 στην οδό Σταδίου. Το 1862 μετονομάσθηκε σε Εθνικό Τυπογραφείο και την ονομασία αυτή διατηρεί από τότε ανελλιπώς μέχρι σήμερα. Αργότερα το 1907, μετεγκαταστάθηκε στην οδό Καποδιστρίου 34, εκεί που βρίσκεται και σήμερα.

Σήμερα, το Εθνικό Τυπογραφείο με τα έργα εκσυγχρονισμού που έχουν γίνει αποτελεί ένα σύγχρονο τυπογραφικό συγκρότημα που εξυπηρετεί τις ανάγκες της Δημόσιας Διοίκησης. Από το 1986 άρχισε να εισάγεται σταδιακά η χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών. Από το 1990 και μετά, διακόπηκε η χρήση της παλαιάς τεχνολογίας και άρχισε η εγκατάσταση Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος, τετράχρωμης εκτυπωτικής μηχανής, συστημάτων ψηφιακής εκτύπωσης, κ.λπ. ενώ η ιστοσελίδα, διευκολύνει τους χρήστες του Διαδικτύου σε ό,τι αφορά την ηλεκτρονική διάθεση των φύλλων της ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ.

L Abille Grecpye

Εκδότης και αυτής της εφημερίδας ήταν ο φιλέλληνας Ιταλός Ιωσήφ Κιάππε Η συγκεκριμένη εφημερίδα κυκλοφορούσε κάθε δεύτερη εβδομάδα και ήταν γαλλόφωνη. Ο τίτλος της ήταν «L’ ABILLE EREQUE» και απευθυνόταν στην Ευρώπη αλλά και στην Αμερική με σκοπό την διαφώτιση των ξένων για τον αγώνα των Ελλήνων. Η ζωή αυτής της εφημερίδας ήταν δυο χρόνια από το 1827 έως το 1829.

Ανεξάρτητος Εφημερίς της Ελλάδος

Η ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΣ ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ήταν προσωπικό όργανο, χωρίς εξάρτηση από την εξουσία, τουλάχιστον τον πρώτο καιρό της έκδοσης της. Κυκλοφόρησε για τα δυο χρόνια το 1827 έως και το 1828. Ήταν η εφημερίδα του Παντελή Κ. Παντελή που κάλυψε για κάποιο διάστημα τις ανάγκες ενημέρωσης του κοινού. Ήταν η περίοδος κατά την οποία οι εφημερίδες του Αγώνα, με μοναδική εξαίρεση την «ΓΕΝΙΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ», είχαν διακόψει οριστικώς την έκδοση τους. Αλλά και η τελευταία, μετά την αποπομπή του Φαρμακίδη, πολύ απείχε από το ζωντανό, πάντα ενήμερο φύλλο, όπως είχε διαμορφωθεί την περίοδο που τη διεύθυνε ο Θεόκλητος.

Ο Παντελής Κ. Παντελής, υδραίος ναυτικός, υπέρμαχος των δημοκρατικών ελευθεριών και των συνταγματικών θεσμών δε δίσταζε να επικρίνει στην πυκνή αρθρογραφία του, ανθρώπους, ομάδες κοινωνικές, όπως τους «Κοτζαβάσιδες» και τους Φαναριώτες ελέγχοντας με πολλή οξύτητα τη συμπεριφορά τους: «…μαθημένοι να παχύνωνται αργοί εις τα αίματα της Μολδοβλαχίας… ετοιμάζονται ως λιμοκτονημέναι μυίαι να πετάξωσι εις την ταλαίπωρον Ελλάδα, με την ελπίδα να την φλεβοτομήσωσιν».

«Σιωπήν, σιωπήν απαιτούν οι παραβάται των νόμων… αλλ’ η σιωπή των λαών είναι ο πλέον απαίσιος οιωνός των», έγραφε στην «ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ» ο εκδότης Παντελής Κ. Παντελής (τχ. 7, 17/9/1827), διαδηλώνοντας με το κείμενο του αυτό τις φιλελεύθερες, δημοκρατικές του αντιλήψεις.

Με ανάλογους φραστικούς τρόπους επέκρινε αποφάσεις της «Αντικυβερνητικής Επιτροπής» κρίνοντας τις αντίθετες προς τις δημοκρατικές διαδικασίες. Η επιθετική στάση του επέσυρε, όπως ήταν φυσικό, την μήνι υπουργών και μελών της εξουσίας, η οποία του κοινοποίησε, τον Σεπτέμβριο του 1827, την παύση του φύλλου. Η απόφαση εν τούτοις δεν εκτελέσθηκε και η εφημερίδα συνέχισε τον βίο της έως τον επόμενο χρόνο, 1828, οπότε σταμάτησε οριστικώς.

Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι ο Παντελής Κ. Παντελής μεταφέροντας την έδρα της εφημερίδος από την Ύδρα στην Αίγινα, την εποχή της άφιξης του Καποδίστρια, ακολούθησε κάπως διαλλακτική στάση απέναντι στον πρώτο Κυβερνήτη. Πράγμα εν τούτοις που δεν εμπόδισε τον τελευταίο να αποφασίσει την παύση του φύλλου, την οποία ανακοίνωσε ο ίδιος «προφορικά» στον εκδότη.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η κρίση του Ι. Φιλήμονος για την «ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ» του Παντελή Κ. Παντελή, διότι απηχεί την εντύπωση την οποία είχαν σχηματίσει άνθρωποι με σωστή γνώση, για τον τελευταίο και την εφημερίδα του: «Σύνθημα έφερε την προτίμησιν της αληθείας». Ιερός σκοπός της αναφέρει ο Φιλήμων ήταν: «…να εξάλειψη, ή να μετρίαση τα βράζοντα πάθη και τα ελαττώματα εκείνων, όσοι διατελούν εις την πολιτικήν και στρατιωτικήν υπηρεσίαν. Έγραψεν αληθείας πολλάς και απετέλεσε τω όντι το να συσταλώσι τινές την δημοσιότητα…».

Αυτό αποτελεί πολύ μεγάλο έπαινο για ένα άτομο, όπως ο Παντελής Κ. Παντελής, που δεν διέθετε ιδιαίτερα μεγάλη πνευματική καλλιέργεια. Από το Μαρίνο Παπαδόπουλο Βρεττό χαρακτηρίζεται «αμαθής, σχεδόν αγράμματος», όμως διέθετε το πάθος να δίνει μάχες, προκειμένου να στηρίξει τους δημοκρατικούς θεσμούς και το σωστό τρόπο διακυβέρνησης.

Εφημερίδες, 1828-1832

Το τέλος της εφημερίδος του Παντελή Κ. Παντελή ήρθε να σημάνει το τέλος μιας ιδιαιτέρως δημιουργικής περιόδου της ελληνικής δημοσιογραφίας.

Από τα «τέσσερα φρούρια της ελευθερίας», σύμφωνα με την φράση του Κοραή, δεν είχε απομείνει τώρα παρά μόνη η «ΓΕΝΙΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ», αποδυναμωμένη μετά την αποχώρηση του Θ. Φαρμακίδη και την άχρωμη, συμβατική διεύθυνση του Γεωργίου Χρυσίδη.

Ύστερα από μία αισιόδοξη αρχή, ο ελληνικός Τύπος βρέθηκε, την ώρα αυτή και πριν ακόμη προλάβει να εδραιώσει την παρουσία του στην νεοελληνική κοινωνία, σε αντιπαράθεση με την εξουσία, που επεδίωκε να τον καθυποτάξει. Οι ωμές επεμβάσεις της καποδιστριακής αρχής είχαν αρνητικά αποτελέσματα στην περαιτέρω πορεία των εφημερίδων. Οι διαμαρτυρίες ορισμένων μελών της Γερουσίας δεν έφεραν αποτέλεσμα και η εξουσία επέβαλε τους δικούς της όρους, επαχθείς για να αναπτυχθεί ελεύθερη, ανεξάρτητη δημοσιογραφία.

Εν τούτοις, και παρά τις δυσκολίες, τέσσερα καινούρια δημοσιογραφικά φύλλα εκδόθηκαν σε τούτη την περίοδο, στην Αίγινα, στο Ναύπλιο και στην Ύδρα.

Τρία περιοδικά γενικής παιδείας:

Η «ΗΩΣ» του Εμμανουήλ Αντωνιάδη, (Ναύπλιο, 1830-1831)

Η «ΑΘΗΝΑ», του Γεωργίου Χρυσίδη (Ναύπλιο, 1831) και

Η «ΑΙΓΙΝΑΙΑ», του Γεωργίου Αποστολίδη Κοσμητή, (Αίγινα, 1831).

Το τέταρτο έντυπο ήταν πολιτική εφημερίδα, ο «ΑΠΟΛΛΩΝ» του Αναστάσιου Πολυζωίδη, που εκδόθηκε στην Ύδρα, και αυτή το 1831 και με την «Γενική Εφημερίδα της Ελλάδος», αποτέλεσαν το σύνολο της δημοσιογραφικής δραστηριότητες της καποδιστριακής περιόδου.

Η «ΗΩΣ» του Εμ. Αντωνιάδη «σύγγραμμα περιοδικόν, ασχολούμενον με την φιλολογίαν, την φιλοσοφίαν, περί τάς επιστήμας…», ήταν το φύλλο που υπέστη απηνείς διωγμούς από την εξουσία. Κατασχέσεις του ιδιόκτητου πιεστηρίου, αναγκαστική διακοπή της κυκλοφορίας, καταδίκη του υπευθύνου εκδότη, οδήγησαν το λαμπρό αυτό δείγμα συνεπούς και ενήμερης δημοσιογραφίας, σε οριστικό κλείσιμο. Σε άρθρο, στην πρώτη σελίδα (τχ.9, Αύγουστος 1830) ο εκδότης πληροφορεί το κοινό για όσα είχαν συμβεί, στις 19 Απριλίου, μετά την έκδοση του τεύχους 7 -8 .

Ο Εμμανουήλ Αντωνιάδης ήταν αγωνιστής του 1821, πολιτικός, και δημοσιογράφος από την Κρήτη. Γεννήθηκε στην Χαλέπα Χανίων το 1791, απέκτησε σπουδαία μόρφωση, μιλούσε μάλιστα δύο.

Το 1814 πήγε στην Κωνσταντινούπολη να εργαστεί σαν γραμματέας, εκεί μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία. Λόγω της επαναστατική του δράσης αναγκάστηκε να φύγει από την Κωνσταντινούπολη κυνηγημένος από τους Οθωμανούς και να διαφύγει στην Οδησσό, από εκεί μέσω Βιέννης και Τεργέστης βρέθηκε στην Πελοπόννησο τις παραμονές της επανάστασης.
Το 1822 βρίσκεται στην Κρήτη και μαζί με τον Βαλέστη δίνουν μάχη με 10.000 Τουρκοαιγύπτιους στο χωριό Μάλαξα όπου σημειώνουν μεγάλη νίκη. Όταν ο Ιμπραήμ αποβιβάστηκε στην Πελοπόννησο με τους Τουρκοαιγύπτιους μετέβη εκεί μαζί με πολλούς Κρητικούς, έλαβε μέρος στη νικηφόρα μάχη με τα στρατεύματα του Ιμπραήμ στους Μύλους Ναυπλίου αναγκάζοντας τους να γυρίσουν στην Τριπολιτσά.
Ήταν δημοσιογράφος, από τους πρώτους στην Ελλάδα, και εκδότης του περιοδικού “ΑΘΗΝΑ”, στο περιοδικό του έγραφαν άρθρα σπουδαίες προσωπικότητες όπως ο Θεόκλητος Φαρμακίδης και άλλοι λόγιοι.
Πήρε μέρος σαν πληρεξούσιος Κρήτης στην Β’ Εθνοσυνέλευση Άστρους το 1823 και στην Γ’ Εθνοσυνέλευση Τροιζήνας το 1827. Μετά την Μάχη της Μαλάξας έγινε μέλος του βουλευτικού μέχρι το 1825.

Το ζήτημα της ελευθεροτυπίας

Το ζήτημα της ελευθεροτυπίας και της «προληπτικής» λογοκρισίας είχε ευθύς εξαρχής τεθεί από τις ενδιαφερόμενες πλευρές. Η πρώτη διάσταση, μεταξύ του Δημ. Υψηλάντη και Φαρμακίδη οδήγησε στην διακοπή της έκδοσης της «ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΣΑΛΠΙΓΓΟΣ». Ήταν ακόμη ενωρίς, τους πρώτους μήνες του 1821, για να διευθετηθούν νομοθετικά τα συναφή με τον Τύπο θέματα, ωστόσο η πρώτη αυτή σύγκρουση έδειχνε καλά τις αντιπαραθέσεις και διχογνωμίες μεταξύ των ανθρώπων του Τύπου και της πολιτικής ηγεσίας, οι οποίες στα επόμενα χρόνια επρόκειτο να εκδηλωθούν με οξύτητα. Συνεπώς ήταν αναγκαία η νομοθετική κατοχύρωση του Τύπου, διότι θα έδινε την δυνατότητα στους υπεύθυνους εκδότες να αντιμετωπίζουν το έργο τους με λιγότερες επεμβάσεις, με καλύτερους όρους.

Στην Β’ Εθνική Συνέλευση του Άστρους, στα πλαίσια αναθεωρήσεων που έγιναν στο «Πολίτευμα της Επιδαύρου», υιοθετήθηκαν προσθήκες σχετικές με την καθιέρωση της ελευθεροτυπίας. Όμως οι τρεις περιοριστικοί όροι τους οποίους επεξεργάσθηκαν οι πολιτικοί και προσθέσανε στο σχετικό άρθρο ήταν εύκολο να αναιρούν τις περί ελευθεροτυπίας διατάξεις.

Μέσα σ’ αυτά τα νομοθετικά πλαίσια πορεύτηκαν τα δημοσιογραφικά φύλλα του Αγώνα, με ηπιότερες ή βιαιότερες συγκρούσεις της πολιτικής ηγεσίας με τους υπεύθυνους εκδότες, χωρίς πάντα εντελώς αρνητικά αποτελέσματα εκτός από την οριστική απομάκρυνση του Φαρμακίδη από την «Γενική Εφημερίδα».

Η ουσιαστική επιβολή μέτρων απαγορευτικών, και όχι απλώς κατασταλτικών, τα οποία απέβλεπαν στην παντελή χειραγώγηση του Τύπου εκ μέρους της εξουσίας, πραγματοποιήθηκε την περίοδο της καποδιστριακής διακυβέρνησης, με μέτρα απαγορευτικά εναντίον εφημερίδων και περιοδικών, όπως π.χ. της «ΗΟΥΣ» (Φεβρουάριος 1830- Απρίλιος 1831) του Εμμανουήλ Αντωνιάδη . Η νομοθετική ρύθμιση στην οποία προέβη το καποδιστριακό καθεστώς, με την δημοσίευση του «Ψηφίσματος της 26ης Απριλίου, 1831», απέβλεπε στον πλήρη έλεγχο του Τύπου, ακόμη και με την χρήση επαχθών οικονομικών όρων.

Οι νόμοι τους οποίους εισήγαγε αργότερα το οθωνικό καθεστώς (Σεπτέμβριος, 1833) αποσκοπούσαν στην πλήρη φίμωση του Τύπου.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΕΝΤΥΠΕΣ ΠΗΓΕΣ

Κ. Σπανός:  ΣΑΛΠΙΞ ΕΛΛΗΝΙΚΗ, εκδόσεις βιβλιοφιλία, Αθήνα 1975.

Ένωση Δημοσιογράφων Ιδιοκτήτων Περιοδικού Τύπου: Χθες – Σήμερα – Αύριο 1939/1989.

Γεώργιος Γιαννούσης: Τόμπρας Κωνσταντίνος – Ο πρώτος Έλληνας τυπογράφος στην Επανάσταση του 1821

Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά: «1821 Η κήρυξη της Επανάστασης», τεύχος 229, 24 Μαρτίου 2004.

Αιτωλοακαρνανική και Ευρυτανική Εγκυκλοπαίδεια: Εκδότης-Διευθυντής Συντάξεως: Ιωάννης Ν. Κουφός.

Σακαλής Κων. Σπυρίδων: Μεσολόγγι 1826. Τύχη Οικογένειας Ι.Μάγερ & Κατάλογος των Αιχμαλώτων της Εξόδου. Εκδοτική Άλφα, Αθήνα 2000.

Κολόμβας Αθ. Νίκος: Μεσολόγγι. Η Τραγική Μοίρα των Αμάχων κατά την τελευταία

Κολόμβας Αθ. Νικόλαος: Μεσολόγγι (1821-1829). Οι αθάνατοι πρόμαχοι. Εκδοτική Άλφα, Αθήνα 1998.

Κώνστας Κ.Σ.: Άπαντα. Όσα βρέθηκαν, τ.3ος. Ιστορικά Κείμενα Δημοσιευμένα Από 7-11-1965 Ως  30-11-1971. Επιμέλεια Θ.Μ.Πολίτης. Εκδόσεις Διογένης, Αθήνα 1992.

Μίχου Αρτέμιου (Αγωνιστή του 1821): Απομνημονεύματα για την Β’πολιορκία του Μεσολογγίου, Ευμορφόπουλου Διονύσιου (Αγωνιστή του 1821): Απομνημονεύματα. Κατάλογος Φιλελλήνων. Εκδόσεις Βεργίνα, Αθήνα 2005.

Νικολάου Σαρίπολου: Λόγος επικήδειος εις Εμμανουήλ Αντωνιάδην εκφωνηθείς εν τω ιερώ της Μητροπόλεως ναω κατά την κηδείαν αυτού την 2 Αυγούστου 1863

  1. Βohere: Επάγγελμα δημοσιογράφος. Εκδ. Μνήμη 1985

Ελένη Βλάχου: Πενήντα και κάτι τομ. Α-Γ. Εκδ. Καθημερινή

Ευάγγελος Α. Βουτσινάκης:  Εθνικό Τυπογραφείο-Εφημερίς της Κυβερνήσεως, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 2005.

Γ.Δ. Δημακόπουλος:  Η διοικητική οργάνωσις κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν, 1821-1827, εν Αθήναις 1966.

Κ. Μάγερ:  Ιστορία του ελληνικού Τύπου, τόμος Α΄ (1821 – 1826), Αθήνα 1957.

Ν. Ε. Σκιαδάς, Χρονικό της Ελληνικής Τυπογραφίας, τόμοι Α’ (1476 – 1828) και Γ’ (1863 – 1909), Αθήνα 1982.

Στ. Κ. Τσίντζος, Μεσολόγγι κοιτίς της Ελευθερίας, Αθήναι 1936.

Κ. Παπαρρηγόπουλος (Π. Καρολίδης – Γ. Αναστασιάδης), Ιστορία του Ελληνικού ‘Εθνους, Θεσσαλονίκη 1994.

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

http://zeitungsviertel.de/media/view/70

http://toklysma.weebly.com/4/post/2011/3/23-1821.html

http://sitalkisking.blogspot.com/2010_04_19_archive.html

http://el.wikipedia.org

http://argolikivivliothiki.gr

http://sottriant.blogspot.com/2009/08/1.html

http://truth.freeforums.org/1821-1828-t7725.html

http://www.enfo.gr/index.php?page=article&article=92

http://www.arcadians.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=388&Itemid=41

http://www.parliament.gr/1821/ekthesi/politismos2.asp

http://www.panellines.gr/ethnika/epanastasi_1821/1_efimerida.htm

http://www.i-reportergr.com/2011/06/1821.html

http://www.epoxi.gr/memories1.htm

http://www.phorum.gr/viewtopic.php?f=51&t=4781&start=60

http://www.ert-archives.gr/V3/public/pop-view.aspx?tid=7755&tsz=0&act=mMainView

http://www.ert-archives.gr/V3/public/pop-view.aspx?tid=7757&tsz=0&act=mMainView

http://www.ert-archives.gr/V3/public/pop-view.aspx?tid=7124&tsz=0&act=mMainView

http://www.ert-archives.gr/V3/public/pop-view.aspx?tid=7126&tsz=0&act=mMainView

http://www.arxeioskiatha.gr/ip1821typos.asp

http://meropitopik.blogspot.com

http://www.sansimera.gr/articles/302

http://lidoriki.blogspot.com/2008/03/21_23.html

Του Βασίλη Φουρτούνη (δάσκαλος, αναπληρωματικός Αιρετός ΑΠΥΣΠΕ Αττικής, Αντιπρόεδρος Συλλόγου Εκπ/κών «Ο ΠΕΡΙΚΛΗΣ»).

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο