Ήταν βράδυ της 3ης Ιουλίου του 1964 όταν ομάδα 50 «νεαρών» εισέβαλε στο κτήριο της Βουλής φωνάζοντας συνθήματα εναντίον του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου, δύο μέρες πριν τις προγραμματισμένες δημοτικές εκλογές της 5ης Ιουλίου.
Στις 5 Ιουλίου 1964 επρόκειτο να διεξαχθούν δημοτικές εκλογές στην Ελλάδα. Κυβέρνηση ήταν η Ένωση Κέντρου, με πρωθυπουργό τον Γεώργιο Παπανδρέου, ο οποίος μόλις είχε επιστρέψει από το πρώτο επίσημο ταξίδι του στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εκεί, είχε δεχθεί αφόρητες πιέσεις από τον Αμερικανό πρόεδρο Λίντον Τζόνσον για λύση του Κυπριακού. Την περίοδο αυτή, διεκδικούσαν τον δημαρχιακό θώκο της Αθήνας τρεις βουλευτές, πίσω από τους οποίους ήταν…στοιχημένες, οι τρεις βασικές πολιτικές παρατάξεις της εποχής. Ο απόστρατος στρατηγός Παυσανίας Κατσώτας εκπροσωπούσε την κυβερνητική Ένωση Κέντρου, ο ασφαλιστής Γεώργιος Πλυτάς την ΕΡΕ και ο καθηγητής του ΕΜΠ, Νίκος Κιτσίκης την ΕΔΑ.
Το βράδυ της 3ης Ιουλίου η Βουλή βρισκόταν σε συνεδρίαση για το Κυπριακό. Την ίδια ώρα, ο υποψήφιος δήμαρχος Γεώργιος Πλυτάς, πραγματοποιούσε την κεντρική προεκλογική του συγκέντρωση στην Πλατεία Κλαυθμώνος. Μετά το τέλος της ομιλίας του, μερικές εκατοντάδες νεαροί ξεχύνονται προς την οδό Πανεπιστημίου, φωνάζοντας συνθήματα κατά του κυβερνώντος κόμματος και του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου και υπέρ του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που βρίσκεται αυτοεξόριστος στο Παρίσι.
Στη συνέχεια διακόπτοντας την κυκλοφορία, ανατρέπουν ένα αυτοκίνητο στη Βουκουρεστίου και φτάνουν στη διασταύρωση της Βασιλίσσης Σοφίας, όπου διαλύονται προσωρινά από την αστυνομία. Ανασυγκροτούνται, όμως, σε λίγο και χωρίς να συναντήσουν ιδιαίτερη αντίσταση, εισβάλλουν στο προαύλιο της Βουλής και κατόπιν στο κτίριο, φωνάζοντας «Προδότη Παπανδρέου», «Παπανδρέου, παπατζή».
Οι επιδρομείς, περίπου 50 τον αριθμό, συμπλέκονται με βουλευτές και υπαλλήλους της Βουλής, που προσπαθούν να τους εμποδίσουν να εισέλθουν στην αίθουσα συνεδριάσεων. Ο θόρυβος και η φασαρία φθάνουν μέσα στην αίθουσα και η συνεδρίαση διακόπτεται. Τελικά, οι εισβολείς απωθούνται από τη φρουρά της Βουλής και συλλαμβάνονται 32 από αυτούς. Στο μεταξύ, από τις άγριες συμπλοκές στους διαδρόμους της Βουλής, αρκετοί κυβερνητικοί βουλευτές έχουν τραυματιστεί (Ιωάννης Χαραλαμπόπουλος, Γεώργιος Μπακατσέλος, Ιωάννης Τσιριμώκος, Χρήστος Αποστολάκος, Ιάκωβος Διαμαντόπουλος κ.ά.), ενώ σοβαρότερα όλων είναι ο Μιχάλης Λεφάκης, διευθυντής του πολιτικού γραφείου του Υπουργού Οικονομικών, Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
Γύρω στις 11 το βράδυ η συνεδρίαση της Βουλής επαναλαμβάνεται, όταν η κατάσταση έχει εξομαλυνθεί. Ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου ανεβαίνει στο βήμα και στηλιτεύει «τους βέβηλους και βαρβάρους, καθώς και τους ηθικούς αυτουργούς». Σε δυσκολότερη θέση βρίσκεται ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Καταγγέλλει το περιστατικό, αλλά επιρρίπτει ευθύνες στην κυβέρνηση, που «ενέπνευσε πνεύμα αναρχίας». Οι βουλευτές της ΕΚ αντιδρούν και απειλούνται σοβαρά επεισόδια, αυτή τη φορά μέσα στην αίθουσα του κοινοβουλίου. Τα πνεύματα ηρεμούν, όταν οι βουλευτές της ΕΡΕ αποχωρούν από την αίθουσα.
Οι 32 συλληφθέντες παραπέμφθηκαν στο αυτόφωρο, με βάση τον νόμο 4000 «περί τεντιμποϊσμού». Η δίκη ξεκίνησε στις 7 Ιουλίου, την επαύριο των δημοτικών εκλογών, στις οποίες η Αριστερά είχε σημειώσει αξιοσημείωτα κέρδη. Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, ένας αξιωματικός της Γενικής Ασφάλειας κατέθεσε ότι η επίθεση κατά της Βουλής οργανώθηκε από παρακρατικές οργανώσεις, όπως ο φιλοναζιστικός «Όμιλος Εθνικής Αναγεννήσεως» και η φοιτητική ΕΚΟΦ. Μάρτυρες κατηγορίας, όπως οι υπουργοί Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και Δημήτριος Παπασπύρου, υποστήριξαν ότι η επίθεση κατά της Βουλής εξυπηρετούσε τις εχθρικές προς την Κύπρο δυνάμεις και γι’ αυτό τη χαρακτήρισαν προδοτική.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη, με διαρκείς διαξιφισμούς μεταξύ των συνηγόρων υπερασπίσεως και πολιτικής αγωγής. Το δικαστήριο εξέδωσε την ετυμηγορία του στις 15 Ιουλίου 1964. Δύο από τους κατηγορουμένους, ο Ρένος Αποστολίδης και ο νομαρχιακός υπάλληλος Αχιλλέας Βήττας, καταδικάσθηκαν σε ποινή φυλάκισης 2,5 ετών και άλλοι 22 σε μικρότερες ποινές.
Μεταξύ των αθωωθέντων φιγουράρει το όνομα του 18χρονου Παναγιώτη Μιχαλόλια ή Μιχαλολιάκου, που δεν είναι άλλος από τον γνωστό ποινικολόγο Τάκη Μιχαλόλια, αδελφό του ηγέτη της «Χρυσής Αυγής» Νίκου Μιχαλολιάκου.
Η κυβέρνηση Παπανδρέου, επωφελούμενη από την ατμόσφαιρα που είχε δημιουργηθεί, θέλησε να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς της με τα «παρακρατικά όργανα της Δεξιάς». Ο Υπουργός Εσωτερικών Ιωάννης Τούμπας δήλωνε σχετικά: «Πληροφορώ τον ελληνικόν λαόν, ότι εις τους κόλπους του υπάρχουν και δρουν παρακρατικαί οργανώσεις, αι οποίαι οικειοποιούνται κρατικά καθήκοντα, οργανώνουν τα μέλη των στρατιωτικώς, τα εκγυμνάζουν και εμφυσούν εις αυτά το πνεύμα της δυναμικής ενεργείας και επιβολής».
Το 1965 ο καταδικασθείς ως υποκινητής της επιδρομής Ρένος Αποστολίδης εξέδωσε το βιβλίο «Κατηγορώ», στο οποίο, μεταξύ άλλων, παρουσιάζει τη δική του εκδοχή για την εισβολή στο «Κυνοβούλιο». Εξηγεί ότι η πράξη του αυτή έγινε για να υπογραμμίσει στον κόσμο πως δεν ανέβασε στην εξουσία παρά τον «χασάπη Παπατζή του ’44, τον άνθρωπο των Αγγλοαμερικάνων, που εγκατέστησε τη Δεξιά στην Ελλάδα».
Εισβάλατε στη Βουλή, το 1964. Θα το κάνατε αυτό σήμερα;
Ρένος Αποστολίδης: «Πιστεύοντας ότι όλοι τους όμοιοι, και οι μεν και οι δε, και όχι μόνο πιστεύοντάς το, παρά εναντίος τους όλων, είπα κάποτε σε παιδιά που ρώτησαν ύστερα από μια τελευταία προεκλογική διαδήλωση στην πλατεία Κλαυθμώνος: «Αυτό ήταν, κύριε Ρένο; Πείτε να κάνουμε κάτι;». Απάντησα εγώ: «Να πάτε στη Βουλή !». Εννοούσα να πάνε να φωνάξουν απόξω. Αυτή μου όμως η κουβέντα άκουσα να μεταδίδεται σαν προσταγή σε όλους και να γυρνάνε καταπάνω τώρα και όσοι κατεβαίνανε την Πανεπιστημίου.
Και είδα πλήθη μαχητικά να τραβάνε κατά τη Βουλή. Κι όταν έφτασα, σκέφτηκα: «Μωρέ ωραία μπουλντόζα το πλήθος!» Και τους είπα: «Μπάτε μέσα και λογαριαστείτε μ’ όσους βρείτε μπρος σας! Όλοι όμοιοι είναι, βουλευτές και ψευτοδημοσιογράφοι γλείφτες !». Μέσα όμως όταν έφτασα στο μεγάλο Χωλ, στο πίσω της Βουλής, σκέφτηκα ότι δεν έκανα καλά να μπω στη φωλιά του λύκου μόνος. Πήγα κι ακούμπησα την πλάτη μου στον τοίχο απέναντι, κι είπα: «Μη ζυγώσει κανείς, τον έσκισα! Στεκόντουσαν καμιά εξακοσαριά απέναντί μου κι έβριζαν. Και τότε είδα κάποιον να ρίχνει κάτι γροθιές και ν’ ανοίγει χώρο, να βγαίνει εμπρός μου και να τους λέει: «Τι βρίζετε; Ο Ρένος δε φταίει τίποτα! Ο Ρένος είναι ακαταλόγιστος ! Ήταν ο Λεωνίδας Κύρκος κι έκαμνε τα δημοκοπικά του κόλπα… « Κτήνος, κάθαρμα», του λέω (ήμασταν φίλοι, παίζαμε σκάκι στην ίδια πολυκατοικία). «Πάψε ρε τρελέ», μου λέει. «Άνοιξε την πόρτα πίσω σου και πέρνα! Πώς θα τελειώσει αυτό ;» Πράγματι μπήκα εκεί μέσα. Δεν είχε ούτε καρέκλα, ήταν μόνο τρεις αστυφύλακες, ήρθε κι ο Αθάνας, Πρόεδρος της Βουλής τότε, κι όπως καθόμουν κάτω με την πλάτη στον τοίχο κι έβλεπα τα σκαρπινάκια του, μου είπε: «Τι είναι αυτά που κάνατε απόψε κύριε Ρένο! Ως και ο κύριος Κανελλόπουλος σας αποκηρύσσει». «Αει σιχτίρ ρε Αθάνα», του λέω. «Και πέστο και του Κανελλόπουλου!.. «Φέραν εκεί άλλους τριάντα έναν κοινούς διαδηλωτές που τους έπιαναν ώς και στην Ομόνοια, και τους βαφτίζανε «εισβολείς στη Βουλή !».
Στη δίκη που έγινε, έφτασε ώς και ο ” Μπαρμπαγιάννης ” λέγων αναιδέστατα στον πρόεδρο: «Τι δικάζετε κύριε πρόεδρε; Αυτός έφερε μονόκαννο για να σκοτώσει τον πρόεδρο (τον ‘παπατζή’)!». « Τι λες ρε μαλάκα «, του είπα. Κι όταν του γύρεψε ο πρόεδρος να δείξει ποιος είναι ο Αποστολίδης, έδειξε για μένα έναν δεκαοκτώ χρονών που ήταν σωματώδης. Τέτοια ήταν η δίκη! Σε φωτογραφία που εγώ γελούσα, η λεζάντα ήταν: «Ο Ρένος κλαίων ! Έμεινα εκατόν έξι μέρες φυλακή στις φυλακές Καλλιθέας. Έχω ορκιστεί πως όσους τυχόν ζουν, όσο ζουν, θα τους κλείσω εκατόν έξι μέρες φυλακή, ακόμα κι αν δεν έχουν κάνει τίποτα!»( ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – 2003)