Η Ανθούσα Παλάσκα, γνωστή ως Ανθούσα Ρουζού ή Ανθούσα Ρουζιού, Anthoussa de Roujoux ( – Αθήνα 27 Δεκεμβρίου 1890), μετά το γάμο της με το Γάλλο Αλέξανδρο Ρουζιού, ήταν προσωπικότητα της Ελλάδας του 19ου αιώνα, γνωστή μετά τη χηρεία της για τη θορυβώδη παρουσία της στον εξώστη των συνεδριάσεων της Βουλής και την υποστήριξή της στον πρωθυπουργό Δηλιγιάννη.
Θεωρείτο και ήταν κυρία του λεγόμενου καλού κόσμου, αλλά στην ιστορία έμεινε σαν η μεγαλύτερη χούλιγκαν του Κοινοβουλίου!
Η… «κοινοβουλευτική» της δράση της έφερε σε δύσκολη θέση, ακόμα και τον μεγάλο Χαρίλαο Τρικούπη. Ήταν η περίφημη Ροζού, δυναμική, εφευρετική και γλωσσού! Την γνώρισαν οι κοινοβουλευτικοί άνδρες των τελών του προπερασμένου αιώνα. Άλλοι την φοβήθηκαν και άλλοι την είχαν σύμμαχο και στήριγμα.
Τα πολύ παλαιότερα χρόνια, τις μεγάλες διαμάχες των πολιτικών- ιδιαίτερα δε των πολιτικών αρχηγών- παρακολουθούσαν με μεγάλο ενδιαφέρον οι πολίτες από τα θεωρεία του κοινού της Βουλής, η οποία τότε στεγάζονταν στο Μέγαρο του σημερινού Μουσείου της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας στην οδό Σταδίου, πίσω από τον ανδριάντα του έφιππου Κολοκοτρώνη. Ένα μεγάλο διάστημα μάλιστα η Βουλή, στεγάζονταν και σε παρακείμενο χώρο, σε μια… παράγκα «πλινθόκτιστον» και «σανιδόπηκτον» όπως έγραφαν οι χρονογράφοι της εποχής.
Αλλά και στις υπαίθριες πολιτικές συγκεντρώσεις, υπήρχε πάντα αυξημένο ενδιαφέρον γιατί και οι ίδιοι οι πολιτικοί της εποχής εκείνης, φρόντιζαν να έχουν επαρκές ακροατήριο “ημετέρων”, οι οποίοι ήταν αποφασισμένοι να προχωρήσουν και σε ακρότητες, αν οι αντίπαλοι ήταν απειλητικοί ή προκλητικοί. Ορισμένοι μάλιστα, μπράβοι εξ επαγγέλματος, κρατούσαν μαγκούρες, κατασκευασμένες από το σκληρό ξύλο της κερασιάς, για να ξυλοκοπούν όσους αντιδρούσαν… Οι μαγκούρες αυτές χαϊδευτικά ονομάζονταν «κερασιές»!!!.
Χαρακτηριστικά σε δημοσίευμα του Ιανουαρίου 1882, αναφέρεται ενόψει της έναρξης των εργασιών της Βουλής, ότι «θα δείτε και πάλιν την Βουλήν να βρίθει από απειρίαν ανωτέρων υπαλλήλων, χάος θεσιθηρών και πλήθος ανέργων ροπαλοφόρων».
Οι συνήθειες των ακροατών του Κοινοβουλίου εκείνα τα χρόνια, δεν ήταν σαν τις σημερινές. Συμμετείχαν με το δικό τους εκδηλωτικό τρόπο στις συνεδριάσεις φωνασκώντας και αποδοκιμάζοντας ή χειροκροτώντας και επιδοκιμάζοντας. Στην ημερήσια διάταξη των θεωρείων της Βουλής ήταν και το… ποδοκρότημα, που εξέλιπε εντελώς. Δεν είναι τυχαίο, ότι περί το 1882 ο γιος του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου, όταν ήταν πρωθυπουργός ο πατέρας του, βρέθηκε σε μεγάλη κόντρα με το Διευθυντή της Αστυνομίας, γιατί «ήθελε να διοργανώση φάλαγγα ποδοκροτητών εν τοις ακροατηρίοις της Βουλής».
Ακόμα και ο μεγάλος Χαρίλαος Τρικούπης, δεν αγόρευε χωρίς οχλήσεις μέσα στη Βουλή. Ο κοινοβουλευτικός συντάκτης του περιοδικού «Μη Χάνεσαι» στις 15 Φεβρουαρίου 1882 είχε περιγράψει παραστατικά την κατάσταση αυτή, γράφοντας: «Πελματώδη ποδοκροτήματα, φουχτώδη χειροκροτήματα και χειλώδη σφυρίγματα, διέκοπτον την αγόρευσιν του κ. Τρικούπη. Ο κ. Πετιμεζάς προειδοποίησε τον κ. Πρόεδρον ότι το Βουλευτήριον δεν πρέπει να μεταβληθεί εις Ζυθοπωλείον». Εκείνη την ημέρα, κατά την ίδια περιγραφή «τα ακροατήρια τόσον αχρείεψαν, ώστε πολλοί κάθηνται στραβοπόδι, επί των θεωρείων εις στάσιν: Και στα πέντε βιλαέτια, φάτε πιήτε βρε αδέλφια»!!!
Ο Γεώργιος Σουρής μάλιστα, εκείνη περίπου την εποχή, είχε γράψει και τους ακόλουθους στίχους:
Τα θεωρεία της Βουλής ξεχειλισμένα είναι
από γνωστούς αντάμηδες και τόσα παλληκάρια,
η Μάνη εις την μια μεριά, στην άλλη αι Αθήναι
κι ακούς με λύσσα να χτυπούν και χέρια και ποδάρια.
Ποδοκροτήματα από το δημοσιογραφικό θεωρείο, είχαν ακουσθεί και το Νοέμβριο του 1882. Ο πρόεδρος διέταξε την εκκένωσή του, χωρίς δεύτερη κουβέντα. Ο Παλαμάς το έφερε βαρέως και έγραψε, ότι τα ποδοκροτήματα προκάλεσαν κάποιοι παρείσακτοι και παραπονούμενος ανέφερε μεταξύ άλλων ότι «ως εγένετο η επιτίμησις αντενακλάτο επί πάντων αδικώτατα»!
Δεν ήταν όμως μόνο οι επισκέπτες, αλλά και οι ίδιοι οι βουλευτές, καμιά φορά παρεκτρέπονταν ή υπερέβαλαν σε αποδοκιμασίες. Και επειδή σχεδόν μόνιμο αξεσουάρ της ανδρικής μόδας ήταν τα μπαστούνια, αυτά πολλές φορές ήταν και τα… όπλα των κοινοβουλευτικών ανδρών. Το Φεβρουάριο του 1883 μάλιστα κατά τις περιγραφές του Παλαμά, ο βουλευτής Στεφανίδης αγορεύοντας έγινε ήρωας επεισοδίου στο οποίο κυριάρχησαν τα γνωστά μας ποδοκροτήματα και άλλες αποδοκιμασίες στις οποίες διέπρεψε «ο κ. Δεληγιάννη, λυσσωδώς την ράβδον του καταφέρων επί των εδωλίων και του εδάφους, ευτυχώς».
Αυτά, συνέβαιναν τότε…
Άφησε όνομα η Ροζού
Παρά τα συντηρητικά τα ήθη της εποχής, που ήταν άκρως φαλλοκρατικά και η θέση της γυναίκας ήταν κυρίως μέσα στο σπίτι, μια γυναίκα, η Ροζού, συμπεριφερόμενη σαν χούλιγκαν της εποχής, άφησε… όνομα, με την ακραία συμπεριφορά της στα λαϊκά θεωρεία του Κοινοβουλίου.
Είχε δημιουργήσει μάλιστα τέτοια φήμη γύρω από το όνομά της και την εκρηκτική συμπεριφορά της, που το έδρανό της στα θεωρεία του Κοινοβουλίου είχε γίνει μόνιμο και… ιδιόκτητο, ο μικρός παράδεισός της, αφού καμιά άλλη κυρία δεν τολμούσε να το καταλάβει, γιατί ήξερε ότι θα άκουγε τα εξ αμάξης. Και ήταν πολλές οι κυρίες του καλού κόσμου, που σύχναζαν τότε στη Βουλή. Ήταν ένα μοναδικός τόπος για να επιδείξουν τα καινούργια φορέματά τους και τα κοσμήματά τους. Συνήθως ήταν σύζυγοι ή αδελφές πολιτικών, που ήθελαν να θαυμάσουν τους δικούς τους ανθρώπους και να κάνουν συνάμα σημαντικές κοσμικές εμφανίσεις.
Σε κάποια περίπτωση μάλιστα, οι άλλες νεαρές κυρίες που σύχναζαν στα θεωρεία, διατύπωσαν τα παράπονά τους σε ένα νεαρό κοινοβουλευτικό συντάκτη, που ήταν ο… Κωστής Παλαμάς, ο οποίος υπέγραφε τα κείμενά του με το ψευδώνυμο «Κουτρούλης»!!! Έγραψε λοιπόν στο «Μη χάνεσαι» του Βλάση Γαβριηλίδη (21 Νοεμβρίου 1882) το ακόλουθο κείμενο:
«Το κενόν θεωρείον των Κυριών μου ενθυμίζει την Κυρίαν Ροζού, προς ήν έχω καθήκον να υποβάλω παράπονα, αλλ’ ευώδη παράπονα, καθ’ ό εξελθόντα από ρόδινα χείλη. Και λοιπόν: δεν πρέπει να είναι τόσον ζηλότυπος του παραδείσου της, εν ώ καθ εκάστην εγκαθιδρύεται, ώστε να διαμφισβητεί μίαν προς μίαν τας άλλας κυρίας… Αν ομιλούν εκεί, η βασίλισσα Ροζού επιβάλει σιωπήν. Αν σιωπούν, η βασίλισσα Ροζού θέλει και καλά να την ακούουν. Αν ανοίξουν κανέν παράθυρον η βασίλισσα κρυώνει. Αν το κλείσουν τότε καψώνει. Η βασιλεία της Ροζούς τα έβαλε με την αυτοκρατορίαν της νεότητος».
Αλλά και λίγους μήνες αργότερα (29-1-1883), όταν γνώρισε καλύτερα τα καθημερινά καμώματα της Ροζούς, είχε γράψει ως Κουτρούλης «Η Ροζού πλέον είναι ο επιούσιος άρτος».
Η Ροζού, που άφησε εποχή, ήταν οπαδός του Δηλιγιάννη και αντίπαλος του Χαρίλαου Τρικούπη.
«Φορομπήχτης ο Χ. Τρικούπης, «Σκαρπινάκιας» ο Γ. Θεοτόκης
Με χαρακτήρα θυελλώδη και εκρηκτικό, επενέβαινε από τα θεωρεία και παρά τις απαγορεύσεις, καθύβριζε όσους πολιτικούς δεν συμπαθούσε… Η παράδοση διέσωσε, ότι:
- Τον Χαρ. Τρικούπη αποκαλούσε «φορομπήχτη» και «πακετάκια».
- Τον Γεώργιο Θεοτόκη, αποκαλούσε «σκαρπινάκια» γιατί φορούσε γυαλισμένα σκαρπίνια και ατσαλάκωτα επίσημα ρούχα ως γνήσιος Κερκυραίος κόντες. «Σιγά μην σπάσεις τα αυγά κόντε Σκαρπινάκια» ωρύετο η Ροζού όταν αυτός ανέβαινε στο βήμα για να αγορεύσει. Ο δημοσιογράφος Α.Χ. Χαμουδόπουλος αφηγείται ότι ο Γ. Θεοτόκης στη Βουλή, κυριολεκτικά μιλούσε… με το γάντι. «Στο βήμα της Βουλής, ανέβαινε γαντοφορεμένος κι έβγαζε τα χειρόκτια όταν άρχιζε να αγορεύει»!!!
- Αντιπαθούσε τον Σιμόπουλο, υπουργό Οικονομικών στα αντίπαλα κόμματα του Δηλιγιάννη. Τον ονόμαζε «Βεελζεβούλ» κάνοντας στο σημείο του σταυρού και ζητώντας να τον… ξορκίσουν!!!
- «Πατατράκα» είχε αποκαλέσει στον Στέφανο Δραγούμη, γιατί θεωρούσε ότι οι αγορεύσεις του, ήταν δημοκοπικές.
Και όμως, παρά την κακή εικόνα που δημιούργησε με την εξτρεμιστική συμπεριφορά της, η Ροζού δεν ήταν καθόλου λαϊκός τύπος.
Προερχόταν από μια πολύ καλή οικογένεια, είχε ευρεία μόρφωση και γνώριζε ξένες γλώσσες.
Κάποτε μάλιστα είχε παντρευτεί με ένα Γάλλο διπλωμάτη και μαζί του γύρισε Ευρώπη και Αμερική. Όταν αυτός πέθανε η Ροζού ξαναγύρισε στην Αθήνα και γοητευμένη από τη ρητορική δεινότητα του Δηλιγιάννη, αφιερώθηκε σ’ αυτόν με όλες τις δυνάμεις της.
Κάποια στιγμή ελέγετο μάλιστα, ότι έβαλε λεφτά από την τσέπη της για να κατασκευάσει ένα άρμα, που παρίστανε ένα καΐκι…. ντυμένο με ένα γαλανόλευκο κορδόνι, αφού το Κορδόνι ήταν το σήμα κατατεθέν του κόμματος του Δηλιγιάννη. Πίσω, ερχόταν ένα δίτροχο κάρο που έσερνε ένα τεράστιο πήλινο δοχείο γεμάτο με κλαδιά ελιάς. Η ελιά ήταν το σήμα του Τρικουπικού κόμματος. Μπροστά υπήρχε ένας ψωραλέος γάιδαρος, που ανάποδα στα καπούλια του κουβαλούσε ένα ομοίωμα του Χαρ. Τρικούπη. Ακολουθούσαν πίπιζες, νταούλια και ένα σμάρι νεαρών, που σε κάθε νεύμα της Ροζούς τραγουδούσαν σκωπτικά τραγούδια.
«Ξύπνα καημένε βασιλιά
να πιεις καφέ με γάλα
να δεις και τον Τρικούπη σου
στο γάιδαρο καβάλα…».
Κυκλοφορούσε και στα καλά σαλόνια
Θρυλείται, ότι η Ροζού δεν ήταν ωραία γυναίκα. Κοντή με μεγάλο κεφάλι. Αδύνατο κορμί και πόδια σαν καλάμια. Φορούσε σκανδαλωδώς κοντύτερη φούστα από ό,τι επέτρεπαν τα ήθη της εποχής, που επέβαλαν μήκος φορέματος, ως τον αστράγαλο. Ήταν όμως πνευματώδης και ετοιμόλογη. Είχε γνώσεις και κυκλοφορούσε και στα κοσμικά σαλόνια της εποχής.
Ο Δηλιγιάννης την εκτιμούσε και πολλές φορές μετά τις ολονύκτιες συνεδριάσεις της Βουλής, την έπαιρνε στην άμαξά του για να την πάει στο σπίτι της.
Η φήμη που την περιέβαλε ήταν τόσο μεγάλη, που και οι άλλοι πολιτικοί αρχηγοί συγχωρούσαν τους χουλιγκανισμούς της.
Έπασχε από ρευματισμούς και όταν πέθανε τη βρήκαν νεκρή στο σπίτι της. Επάνω από το κρεβάτι της, υπήρχε μια τεράστια φωτογραφία του ινδάλματός της, του Θ. Δεληγιάννη. Η κηδεία ήταν πάνδημη, με παρόντες πολιτικούς αρχηγούς και άλλες προσωπικότητες της Αθήνας. Ο Δηλιγιάννης ευγνώμων για την πιστή οπαδό του κατέθεσε βαρύτιμο στεφάνι, πλεγμένο από τα τριαντάφυλλα του δικού κήπου!!!
Η Ροζού υπήρξε και μεγάλη φαρσέρ…. Παροιμιώδης έμεινε η φάρσα που έκανε στο κόντε Θεοτόκη, όταν αυτός επρόκειτο να μιλήσει στη Βουλή και προανήγγειλε, ότι θα αποκαλύψει τεράστια σκάνδαλα της κυβέρνησης Δηλιγιάννη.
Μόλις άρχισε την αγόρευσή ο κόντε Θεοτόκης, άρχισε η Ροζού να κραυγάζει από τα θεωρεία αγνοώντας τη φρουρά και τις απαγορεύσεις: Σκαρπινάκια ήρθε το τέλος σου!.
Αμέσως μετά, σκύβει και φουσκώνει μια χαρτοσακούλα και τη χτυπάει με δύναμη στον τοίχο. Εκείνη έσκασε με πάταγο. Ταυτόχρονα, οι φίλοι της, που τους είχε κουβαλήσει στη Βουλή προετοιμασμένους κατάλληλα, άρχισαν να φουσκώνουν σακούλες και να τις σκάνε στον τοίχο, προκαλώντας δαιμονιώδη θόρυβο… Τόσο θόρυβο, που ανάγκασε τη Βουλή να διακόψει τη συνεδρίασή της και τον Θεοτόκη να αναβάλει για πολύ την αγόρευσή του.
Ο Γ. Θεοτόκης πάντως, και ο αδελφός του Μιχαήλ, που διετέλεσε και πρόεδρος της Βουλής, ήταν παροιμιωδώς ευγενέστατοι άνθρωποι. Ο Χαμουδόπουλος, αφηγείται ένα ακόμη χαρακτηριστικό περιστατικό, από την εποχή που ο Γεώργιος Θεοτόκης ήταν υπουργός Εθνικής Οικονομίας στην κυβέρνηση Βενιζέλου το 1915. Ένα βράδυ, καθώς ο δημοσιογράφος κατέβαινε τη σκάλα του υπουργείου, που ήταν στην οδό Σταδίου, δίπλα στον κινηματογράφο «Αττικόν» είδε τους αδελφούς Θεοτόκη, τον Γεώργιο και το Μιχαήλ να κατέρχονται και αυτοί από την ίδια σκάλα. Μπροστά ο Γεώργιος και πίσω ο Μιχαήλ. Ακριβώς πίσω τους κατέβαινε και μια γυναίκα- υπάλληλος. Γυναίκα- υπάλληλος σε υπουργείο την εποχή εκείνη, ήταν φαινόμενο σπάνιο.
Μόλις όμως την αντελήφθησαν πίσω τους οι δύο αδελφοί, έβγαλαν… τα καπέλα τους και παραμέρισαν παρακαλώντας την να περάσει πρώτη. Σάστισε εκεί, αλλά οι Θεοτόκηδες έμειναν καρφωμένοι στο πλάι της σκάλας και δεν το κούνησαν μέχρι να περάσει η κατάπληκτη υπάλληλος πρώτη…Τέτοια λεπτότητα πολιτικών ανδρών!!! Ήταν συνεπώς εύκολα θύματα της Ροζούς σε παλαιότερα χρόνια.
Σε κάποια περίπτωση, το Φεβρουάριο του 1880 η Ροζού, έκανε πάλι φασαρία από το θεωρείο των κυριών. Αγόρευε ο Δ. Ράλλης εναντίον του Οικονόμου, όταν η Ροζού άρχισε να φωνάζει «Ω! ω! ω!» και να κάνει χειρονομίες αποδοκιμασίας.
Ο προεδρεύων διέταξε τον αξιωματικό της Φρουράς να τη βγάλει έξω.
Εκείνη απτόητη όμως, προειδοποιούσε με περισσή αναίδεια:
-Είμαι Γαλλίς, δεν ημπορείτε να με διώξετε!
Τότε ο Τιμολέων Φιλήμων, που μάλλον την γνώριζε και αντελήφθη ότι μπορεί να υπάρξει κάποια διπλωματική εμπλοκή των Γάλλων, σηκώθηκε και κραύγαζε:
-Μην την εγγίζετε, μην την εγγίζετε!!!
Έτσι η Ροζού, που κατάλαβε τη δύναμη της ξένης υπηκοότητας, συνέχισε την γνωστή συμπεριφορά της.
Ας μη νομισθεί όμως ότι μόνον η Ροζού ήταν… η χούλιγκαν των θεωρείων του Κοινοβουλίου, αφού και μέσα στην αίθουσα των συνεδριάσεων γινόταν μερικές φορές του… «Κουτρούλη ο γάμος». Όπως το Δεκέμβριο του 1882, όταν ο βουλευτής Δημητρακάκης χαστούκισε το βουλευτή Μάνδαλο και γενικεύτηκε η σύρραξη!!! Ο… υπαρκτός και αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων… Κουτρούλης ή Κωστής Παλαμάς, έγραφε ως κοινοβουλευτικός συντάκτης στο «Μη χάνεσαι»:
«Ποίον ηδύτατον θέαμα από των θεωρείων μας, τα έρρυθμα αναιβοκατεβάσματα των ράβδων, τα προ του προεδρείου συμπυκνούμενα κύματα των κεφαλών, ορμητικών σειομένων, το καπέλλον το οποίον φορεί ο κ. Πρόεδρος εγκαταλείπει την έδραν του, η πρωτοφανής ωχρότης του πρωθυπουργού, η αμήχανος ακινησία των υπουργών επί των εδρών…».
Η μεταθανάτια φήμη της
Η φήμη της κράτησε για πολλά χρόνια μετά το θάνατό της. Είναι χαρακτηριστικό, ότι όταν τον Ιανουάριο του 1922 έγιναν μέσα στη Βουλή επεισόδια με… συμμετοχή κάποιας κυρίας από το θεωρείο, ο πρόεδρος του Κοινοβουλίου Αργασάρης Λομβάρδος, υποσχέθηκε να επιβάλει την τάξη στα θεωρεία, αλλά και στις παρεκτροπές των ρητόρων.
Η «Εστία» στις 22 Ιανουαρίου 1922, έγραφε χαρακτηριστικά: «Δεν θα είναι δε το έργον του κ. Λομβάρδου υπερβολικά δύσκολον. Αν η ασχημοσύνη εγκατεστάθη εις τα θεωρεία και αν το θάρρος έφθασεν εις τοιούτον σημείον, ώστε και από το θεωρείον των κυριών μια μαινομένη Ροζού να λάβει μέρος εις την συζήτησιν, ο Πρόεδρος έχει εις την διάθεσίν του τους κλητήρας της Βουλής και ολόκληρον στρατιωτικήν δύναμιν, η οποία εις έν νεύμα του είναι υποχρεωμένη να δώση εις την αίθουσαν την όψιν που της αρμόζει».
ΠΗΓΕΣ ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ
-Μηναίο Περιοδικό «Συλλογές» Μάιος 2002
-Περιοδικό «Τραστ» 26 Απριλίου 1949
-Περιοδικό «Εδώ Αθήναι» 15 Μαΐου 1947
-Εφημερίδα «Εστία» 22 Ιανουαρίου 1922
-Α.Χ. Χαμουδόπουλου «Από το Ημερολόγιο ενός Δημοσιογράφου 1908-1948» Τυπογραφείο Αδελφών Βάχλα, Θεσσαλονίκη, 1948
-Περιοδικό «Μη Χάνεσαι» 1880-3, Εκδότης Βλάσης Γαβριηλίδης.
[…] truestory.gr […]